Το µεγαλύτερο βιοµηχανικό φάντασµα της χώρας, αλλά ταυτόχρονα και ένα πεδίο ευκαιρίας προς το µέλλον βρίσκεται στην περιοχή της Πτολεµαΐδας. Πρόκειται βεβαίως για το συγκρότηµα παραγωγής αζωτούχων λιπασµάτων ΑΕΒΑΛ που επί δεκαετίες είχε καθοριστική συµβολή στην ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας, ενώ σχεδόν άλλες τόσες παραµένει εγκαταλελειµµένο. Το συγκρότηµα αναπτύσσεται σε έκταση 1.707 στρεµµάτων και περιλαµβάνει 170 µεγάλα και µικρά κτίρια, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων έχει παραδοθεί στη φθορά του χρόνου.
Από αυτή την έκταση τα 550 στρέµµατα αποτελούν πλέον το ΒΙΟ.ΠΑ. (Βιοτεχνικό Πάρκο) Πτολεµαΐδας, που πρόκειται να επεκταθεί κατά 600 ακόµη στρέµµατα. Το ελπιδοφόρο µήνυµα είναι ότι το τελευταίο διάστηµα πυκνώνουν οι πρωτοβουλίες, κυρίως του ∆ήµου Εορδαίας, καθώς και άλλων φορέων για την αξιοποίηση αυτού του τεράστιου χώρου, στο πλαίσιο της στρατηγικής για τη στήριξη των περιοχών της απολιγνιτοποίησης. Ετσι, υπάρχουν αρκετές και ενδιαφέρουσες εξελίξεις για την επόµενη µέρα της ΑΕΒΑΛ.
Η πλούσια ιστορία
Ηταν 23 Απριλίου του 1960 όταν ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραµανλής βρέθηκε στην Πτολεµαΐδα, στον χώρο της ΑΕΒΑΛ, για να θεµελιώσει το συγκρότηµα παραγωγής λιπασµάτων µε στόχο την αύξηση και βελτίωση της γεωργικής παραγωγής. Το βιοµηχανικό συγκρότηµα κατασκευάστηκε µε δαπάνες του Ελληνικού ∆ηµοσίου από την κοινοπραξία UHDE/CASALE. Η σχετική σύµβαση υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1959 και η ανέγερση ολοκληρώθηκε τον Νοέµβριο του 1963, οπότε άρχισε η δοκιµαστική λειτουργία που κράτησε µέχρι τα τέλη Απριλίου του 1965. Τότε πραγµατοποιήθηκε η επίσηµη παραλαβή του από το ∆ηµόσιο.
Τον ∆εκέµβριο του 1964 είχε προηγηθεί η µεταβίβαση του εργοστασίου και όλων των εγκαταστάσεων στην Ελληνική Τράπεζα Βιοµηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ). Στις 15 Σεπτεµβρίου 1965 η ΕΤΒΑ ίδρυσε την ΑΕΒΑΛ µε µετοχικό κεφάλαιο 1,4 δισ. δραχµές, η οποία ανέλαβε τη λειτουργία του εργοστασίου.
Σκοπός της ΑΕΒΑΛ ήταν η αξιοποίηση του τοπικού λιγνίτη, µε την εξαέρωση του οποίου παραγόταν αµµωνία, που αποτελεί την κυριότερη ενδιάµεση πρώτη ύλη της λιπασµατοβιοµηχανίας λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς της σε άζωτο (82%). Τα προϊόντα της ΑΕΒΑΛ από το 1964 µέχρι και τα µέσα του 1995 ήταν αζωτούχα λιπάσµατα (νιτρικά) τα οποία παράγονταν εξ ολοκλήρου από αµµωνία, που για τον λόγο αυτό είχε χαρακτηριστεί προϊόν στρατηγικής σηµασίας.
Μετά τα µέσα του 1995 και ως το οριστικό κλείσιµο της µονάδας τον Ιούλιο του 1997, η εταιρεία παρήγαγε και σύνθετα λιπάσµατα, αλλά σε περιορισµένες ποσότητες. Η ΑΕΒΑΛ προκειµένου να αυξήσει την παραγωγή της λόγω της µεγάλης ζήτησης αζωτούχων λιπασµάτων τις δεκαετίες 1960 και 1970 προέβη
σε δύο διαδοχικές επεκτάσεις. Η πρώτη το 1969-1970 για την άρση των στενωµάτων των παλιών εγκαταστάσεων, µε αποτέλεσµα τη σηµαντική
βελτίωση της παραγωγής. Το συνολικό ύψος της επένδυσης ανερχόταν σε 314 εκατ. δραχµές. Η δεύτερη έγινε κατά το χρονικό διάστηµα 1971-1974 και είχε στόχο την αύξηση της παραγωγής περίπου κατά 50%. Η συνολική επενδυτική δαπάνη αυτής της φάσης ανερχόταν σε 900 εκατ. δραχµές.
Εως το 1985 όλη την παραγωγή της ΑΕΒΑΛ την απορροφούσε η ΑΤΕ, ενώ από το 1985 έως και την 1η Μαΐου του 1992, ηµεροµηνία απελευθέρωσης της αγοράς λιπασµάτων,αυτό γινόταν υποχρεωτικά από τη ΣΥΝΕΛ Α.Ε., συνεταιριστική εταιρεία µεταξύ Αγροτικής Τράπεζας και συνεταιρισµών.
Σηµειώνεται ότι ο καθορισµός των τιµών αγοράς λιπασµάτων από τις ελληνικές βιοµηχανίες γινόταν έως τα τέλη Απριλίου του 1992 από το ∆ηµόσιο µέσω της ΣΥΝΕΛ Α.Ε., σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου 760/48 µε βάση την απολογιστική κοστολόγηση.
Μετά την απελευθέρωση της αγοράς και την κατάργηση του νόµου 760/48 η ΑΕΒΑΛ διέθεσε την παραγωγή της στην εσωτερική αγορά µόνη της, µέχρι τις 30 Σεπτεµβρίου του 1993. Εκτοτε και έως τον Ιούλιο του 1997 διέθετε όλη την παραγωγή της µέσω της ΣΥΝΕΛ.
Ο σκληρός ανταγωνισµός και το λουκέτο
Καθώς περνούσαν τα χρόνια και µε το νέο καθεστώς η εταιρεία δυσκολευόταν ολοένα περισσότερο να ανταγωνιστεί τόσο τις εγχώριες όσο και τις ξένες λιπασµατοβιοµηχανίες, καθώς τα προϊόντα της ήταν συγκριτικά ακριβότερα. Η αιτία ήταν το υψηλό κόστος παραγωγής λόγω του απαρχαιωµένου τµήµατος παραγωγής αµµωνίας και ο µεγάλος αριθµός εργαζοµένων. Ετσι, µετά το 1985 κρίθηκε αναγκαίο να εφαρµοστεί ένα πρόγραµµα εξυγίανσης που αρχικά περιελάµβανε τη διακοπή λειτουργίας των µονάδων παραγωγής θειικού οξέος και θειικής αµµωνίας. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του
1990, εξαγγέλθηκε η σταδιακή διακοπή της λειτουργίας όλου του συγκροτήµατος αµµωνίας, µε την ανάλογη µείωση του προσωπικού.
Η προσπάθεια αυτή όµως δεν προχώρησε γιατί τον Ιούνιο του 1991 η ∆ΕΗ σταµάτησε να ηλεκτροδοτεί το εργοστάσιο, επειδή η ΑΕΒΑΛ αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη της. Και τούτο γιατί η ΣΥΝΕΛ δεν εξοφλούσε τις δικές της οφειλές προς την ΑΕΒΑΛ. Κάπως έτσι η µονάδα έπαψε να λειτουργεί για περίπου επτά µήνες και η εταιρεία υπέστη τεράστια οικονοµική ζηµία που έφτασε στο 1,5 δισ. δραχµές. Για την επαναλειτουργία της η ΑΕΒΑΛ κατέβαλε στη ∆ΕΗ το ποσό των 220 εκατ. δρχαχµών. Ο ορίζοντας όµως ήταν ήδη συννεφιασµένος. Παρά τις όποιες κινήσεις, το συγκρότηµα κατέβασε ρολά το 1997
και όλο σχεδόν το προσωπικό απολύθηκε.
Η ΕΤΒΑ, για να περιορίσει τη ζηµία και να ξεπληρώσει τα χρέη της εταιρείας, κυρίως προς τη ∆ΕΗ, άρχισε, ύστερα από άκαρπες προσπάθειες αναζήτησης στρατηγικού επενδυτή, τη διαδικασία πλειστηριασµού. Συγκεκριµένα, έγιναν τρεις πλειστηριασµοί, αρχικά ολόκληρης της ΑΕΒΑΛ και µετά για την τµηµατική της πώληση. Τίποτα από αυτά όµως δεν ευοδώθηκε. Οπως αναφέρεται σε σχετική έκδοση του ∆ήµου Πτολεµαΐδας το 2007, το κλείσιµο της ΑΕΒΑΛ είχε ως αποτέλεσµα να διαταραχτούν η οικονοµική ισορροπία και η ανάπτυξη της περιοχής, αν σκεφτεί κανείς ότι πριν από την οριστική
διακοπή της λειτουργίας της απασχολούνταν σε αυτή πάνω από 1.000 άτοµα. Ο δήµος ανέλαβε άµεσες πρωτοβουλίες για την επαναλειτουργία του εργοστασίου, οι οποίες όµως δεν είχαν αποτέλεσµα.
Το πέρασµα στον δήµο
Στη συνέχεια, ο δήµος κινήθηκε στην κατεύθυνση απόκτησης των εγκαταστάσεων και αξιοποίησής τους προς όφελος των κατοίκων, καταθέτοντας µια σειρά προτάσεων µε στόχο και την αντιµετώπιση του οξύτατου προβλήµατος της ανεργίας. Υστερα από στενή συνεργασία µε την ΕΤΒΑ, το υπουργείο Ανάπτυξης και τους τοπικούς φορείς, πέτυχε να αποκτήσει την ΑΕΒΑΛ, ενώ παράλληλα η ∆ΕΗ διέγραψε τα παλιά χρέη της εταιρείας.
Ετσι από το 2007 ο χώρος και οι εγκαταστάσεις της ΑΕΒΑΛ πέρασαν στα χέρια του δήµου, ο οποίος παρουσίασε τότε ένα πλάνο αξιοποίησης που προέβλεπε την ανάπτυξη οκτώ τοµέων – και συγκεκριµένα: ΒΙΟ.ΠΑ. Πτολεµαΐδας, Εµπορευµατικού και ∆ιαµετακοµιστικού Κέντρου, Θερµοκοιτίδας Επιχειρήσεων, Εκπαιδευτικής και Μουσειακής Ζώνης, Σταθµού Βαρέων Οχηµάτων, Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, Υποστηρικτικών Υπηρεσιών και Ερευνητικών Κέντρων. Εκτοτε όµως και σχεδόν έως το 2019 το µόνο ουσιαστικά που είχε γίνει ήταν η θεσµοθέτηση του ΒΙΟ.ΠΑ.
Την τελευταία διετία, ωστόσο, και µε κινητήρια δύναµη το επιχειρησιακό πρόγραµµα «∆ίκαιη Αναπτυξιακή Μετάβαση» για τις περιοχές της απολιγνιτοποίησης και τους πόρους του Ταµείου Ανάκαµψης υπάρχει, παρά τις καθυστερήσεις, µια κινητοποίηση του κράτους, του δήµου και των τοπικών
φορέων, µε στόχο αυτό το τεράστιο βιοµηχανικό φάντασµα να εξελιχθεί σε πόλο ανάπτυξης.
Μονόδροµο για την αναπλήρωση των χαµένων θέσεων εργασίας λόγω της απολιγνιτοποίησης χαρακτηρίζει την αξιοποίηση της ΑΕΒΑΛ ο δήµαρχος Εορδαίας. Μιλώντας στο «business stories», ο κ. Παναγιώτης Πλακεντάς αναφέρθηκε στα συγκριτικά πλεονεκτήµατα του χώρου που είναι µοναδικός όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του και τις λειτουργικές του δυνατότητες ώστε να δηµιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. «Στόχος µας είναι για κάθε θέση εργασίας που χάνεται µε την απολιγνιτοποίηση να δηµιουργείται µια νέα», τονίζει.
Ο κ. Πλακεντάς µε τη θεσµική ιδιότητα του δηµάρχου πήρε πάνω του την υπόθεση της ΑΕΒΑΛ από το 2019, οπότε εκλέχθηκε για πρώτη φορά, καθώς µέχρι τότε δεν είχε γίνει σχεδόν τίποτα. Την ίδια προσπάθεια µε ακόµη µεγαλύτερη ένταση συνεχίζει και κατά τη δεύτερη θητεία του αναδεικνύοντας την αξιοποίηση αυτής της µεγάλης έκτασης σε κρίσιµο στοίχηµα. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «η ΑΕΒΑΛ αποτελεί έναν πλούτο για τον ∆ήµο Εορδαίας που για πολλά χρόνια µένει αναξιοποίητος».
Ο ίδιος έχει κινητοποιηθεί µε όλες τις διαθέσιµες δυνάµεις του δήµου και µε δεδοµένη την υποστελέχωση που υπάρχει, προχωρά το σχέδιο που προβλέπει την ανάπτυξη του ΒΙΟ.ΠΑ. σε έκταση 550 στρεµµάτων µέσω της ΒΙΟ.ΠΑ. Πτολεµαΐδας Α.Ε. (µε µέτοχο κατά 99% τον ∆ήµο), καθώς και την αξιοποίηση των υπόλοιπων περίπου 1.150 στρεµµάτων µε τη δηµιουργία θεµατικών ζωνών (µουσειακή, θερµοκηπιακή κ.ά.).
Ηδη έχει ολοκληρωθεί σχετική µελέτη, µε χρηµατοδότηση από το Πράσινο Ταµείο, η οποία καταλήγει, µεταξύ άλλων, και στο ποια από τα σχεδόν 170 κτίρια της ΑΕΒΑΛ θα κατεδαφιστούν και ποια όχι, ενώ ήδη έχουν επιλεγεί ορισµένα ως διατηρητέα, όπως το κτίριο της ∆ιοίκησης, το Χηµείο κ.ά. Παράλληλα, ο δήµος προωθεί την ανάπλαση της συνδετήριας οδού µε την πόλη της Πτολεµαΐδας, καθώς και τις άλλες απαραίτητες διασυνδέσεις, ενώ υπάρχει ένας αγώνας δρόµου προκειµένου να ρυθµιστούν τα χωροταξικά ζητήµατα. Σε κάθε περίπτωση, όµως, τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της περιοχής
είναι πολλά, όπως η διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου που ολοκληρώνεται εντός του 2024, η ύπαρξη όλων των δικτύων ηλεκτρισµού, νερού, µελλοντικά και υδρογόνου.
Την ίδια στιγµή, ο δήµος µέσω της ΒΙΟ. ΠΑ. Πτολεµαΐδας Α.Ε. έχει απευθύνει πρόσκληση σε δεκάδες επιχειρήσεις οι οποίες ενδεχοµένως επιθυµούν να εγκατασταθούν στον χώρο. Μάλιστα, όπως λένε οι πληροφορίες, το ενδιαφέρον είναι έντονο. Ηδη πριν από λίγες ηµέρες το ∆.Σ. της ΒΙΟ.ΠΑ. επικύρωσε και το ∆ηµοτικό Συµβούλιο ενέκρινε την παραχώρηση-εκµίσθωση έκτασης 45,81 στρεµµάτων για 30 χρόνια στην εταιρεία Prolacta. Πρόκειται για ελληνική εταιρεία που εδρεύει στον Νοµό Κιλκίς και ασχολείται µε γαλακτοκοµικές και τυροκοµικές δραστηριότητες. Εκτιµάται µάλιστα ότι αν οι διαδικασίες προχωρήσουν χωρίς εµπόδια, η εγκατάσταση της εταιρείας θα µπορεί να ξεκινήσει το ερχόµενο φθινόπωρο.
Το Πάρκο Υδρογόνου του ΕΚΕΤΑ
Με γοργούς ρυθµούς προχωρούν και οι διαδικασίες για το Τεχνολογικό Πάρκο Υδρογόνου από το Εθνικό Κέντρο Ερευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), σε έκταση 20 στρεµµάτων εντός του ΒΙΟ.ΠΑ. Πρόκειται για µια επένδυση ύψους 16,5 εκατ. ευρώ που εντάσσεται στον Κόµβο Καινοτοµίας Υδρογόνου (H2-Hub), ο οποίος σχεδιάζεται για την περιοχή. Οπως αναφέρει στο «b.s.» ο κ. Παναγιώτης Γραµµέλης, διευθυντής Ερευνών του ΕΚΕΤΑ, υπεύθυνος του Παραρτήµατος Πτολεµαΐδας, το έργο δηµοπρατήθηκε και έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των προσφορών. Το αµέσως επόµενο διάστηµα αναµένεται η ανάδειξη αναδόχου ενώ για την ολοκλήρωση του έργου θα απαιτηθούν 12-18 µήνες. Εποµένως, περίπου στα µέσα και προς τα τέλη του 2025 θα είναι έτοιµο και θα περιλαµβάνει φωτοβολταϊκό πάρκο ισχύος 1 MW, µονάδα ηλεκτρόλυσης, πρατήριο υδρογόνου, κυψέλες καυσίµου, µπαταρίες κ.ά.
Η Wonderplant
Παράλληλα, την επέκτασή της σε χώρο της πρώην ΑΕΒΑΛ εξετάζει και η Wonderplant, µε τα πρωτοποριακά θερµοκήπια παραγωγής ντοµάτας στην Πετρούσα ∆ράµας. Σύµφωνα µε πληροφορίες του «b.s.», υπάρχουν συζητήσεις για την ανάπτυξη νέας θερµοκηπιακής µονάδας στην περιοχή σε έκταση αρχικά 200 στρεµµάτων, µε προοπτική για άλλα 150 στρέµµατα.
Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η βεβαίωση παραγωγού που πήρε πριν από λίγες ηµέρες η εταιρεία από τη Ρυθµιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) για σταθµό Συµπαραγωγής Ηλεκτρισµού – Θερµότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), εγκατεστηµένης ισχύος 9,6 MW και µέγιστης ισχύος παραγωγής 9,6 MW, στο πρώην εργοστάσιο της ΑΕΒΑΛ στη ∆ηµοτική Ενότητα Πτολεµαΐδας του ∆ήµου Εορδαίας.
Υπενθυµίζεται ότι σε πρόσφατη δήλωσή του στο «b.s.» ο βασικός µέτοχος και αντιπρόεδρος της εταιρείας Σπύρος Θεοδωρόπουλος είχε αναφέρει ότι οι εταίροι της Wonderplant βρίσκονται σε φάση αναµονής σε σχέση µε τις εκτάσεις στη ∆υτική Μακεδονία, στο πλαίσιο του µεγάλου project της απολιγνιτοποίησης. Τόνισε δε ότι στον βαθµό που θα δοθούν µεγάλες εκτάσεις προς αξιοποίηση πρόθεση της εταιρείας είναι να επεκταθεί
κατά πολύ ακόµη, µε νέες θερµοκηπιακές µονάδες παραγωγής ντοµάτας.
Η Wonderplant έχει ετοιµάσει ένα µεγάλο επενδυτικό σχέδιο ύψους άνω των 200 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη έξυπνης µονάδας υδροπονίας στη ∆υτική Μακεδονία, στο πλαίσιο του master plan για τη δίκαιη αναπτυξιακή µετάβαση των περιοχών που θα πληγούν από τη διαδικασία της απολιγνιτοποίησης.