Έφυγε ξαφνικά την Πέμπτη, στις 25 του Ιούνη από κοντά μας ο αγαπητός φίλος και πατριώτης μας Γιώργος Ελευθεριάδης, ο οποίος επί σειρά ετών διετέλεσε πρόεδρος του Ποντιακού Συλλόγου Πτολεμαΐδας.
Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη θλίψη και στεναχώρια σε όσους γνώριζαν τον ευγενή και χαμογελαστό πρόεδρο των Ποντίων.
Ο πρόεδρος του ποντιακού συλλόγου υπήρξε ένθερμος και άοκνος πατριώτης από την πρώτη ημέρα, που ανέλαβε τον ποντιακό σύλλογο και με την εμπειρία του ως πολιτικός μηχανικός, έβαλε στόχο του την χρηματοδότηση για την αποπεράτωση του νέο εντευκτηρίου του ποντιακού συλλόγου της Πτολεμαΐδας.
Μεθοδικός, φιλεργατικός και ευσυνείδητος , μετά από πολλούς αγώνες και προσπάθειες μπόρεσε να φέρει σε πέρας το μεγάλο του όραμα και να μας αφήσει ολοκληρωμένο το ποντιακό σπίτι, έτοιμο προς λειτουργία.
Υπήρξε στη ζωή του πρότυπο εργαζόμενου (τομεάρχης στη Δ.Ε.Η.) ,οικογενειάρχη, συζύγου και πατέρα.
Πέθανε ξαφνικά από “ανεύρυσμα αορτής” αφήνοντάς μας το πατρικό του ενδιαφέρον για τον ποντιακό πολιτισμό και την ποντιακή ιδέα.
Από την πρώτη στιγμή, που ανέλαβε τον ενωμένο ποντιακό σύλλογο της πόλης μας, συνεργάστηκε με ανιδιοτέλεια για την πρόοδο του ποντιακού συλλόγου, όντας ανοιχτός πάντοτε σε ιδέες και προτάσεις.
Ο εκλιπών πρόεδρος μετά την κατασκευή του κτηρίου σε μια συνομιλία, που είχε μαζί μου, μου εκμυστηρεύθηκε:
“Παναγιώτη, τώρα μπορώ να αποχωρήσω ικανοποιημένος, διότι επιτέλεσα το χρέος μου απέναντι στους Ποντίους της Πτολεμαΐδας. Δεν προσδοκώ καμία αναγνώριση και επευφημία. Τώρα θα πρέπει να αναλάβουν νέα παιδιά, που θα αξιοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο το καινούριο κτήριο …Να ξέρεις όμως, ότι σ’ αυτή την προσπάθεια έβαλα ένα κομμάτι από την ψυχή μου”…
Ο Γιώργος κατέδειξε με την αποχώρησή του τον ταπεινό και ανιδιοτελή του χαρακτήρα, την πατριωτική και παραγωγική του σκέψη.
Έκανε αυτό, που του επέβαλε η ποντιακή του σεμνότητα και η γνώση για τη δημιουργική συμμετοχή και ανανέωση. Ταπεινός, εργασιομανής, υπεύθυνος , ευπροσήγορος, καταδεκτικός, ήταν ένας ευπατρίδης του πολιτισμού και αλτρουιστής στον πόνο και τη δυστυχία.
Μαζί με τη σύντροφό του τη Σοφία, υπήρξαν η ψυχή και το πνεύμα του ποντιακού συλλόγου της πόλης μας.
Όλοι οι συνάδελφοι, οι φίλοι και πατριώτες, που είχαν τη χαρά να τον γνωρίσουν , με βαθειά αισθήματα συμπόνιας και πίκρας τον αποχαιρετούν στο μεγάλο του ταξίδι,
ευχόμενοι στην οικογένειά του τα βαθύτερα συλλυπητήρια.
Εγώ προσωπικά ,φίλε Γιώργο, σε αποχαιρετώ
μ’ ένα “αντίο”, που αρμόζει σ’ έναν τραντέλλενα.
Γιώργο, μέρ’ επεπίρνιξες κ’ εχπάστες και θα πάς ι;
Ατό η στράτα, ντ’ επέρες κι η ξενιτιά, ντ’ εχπάστες,
ατό έν στράτα χαμονής και αποχωρησίας.
Εσύ ακόμαν παλικάρ’ και πολυχρονεμένος
και νιάτερος και σααπής κι ασίχ’ς και θερεμένος..
Πώς εκομπώθες και θα πας ‘ς σην απιδεβασέαν,
‘ς ση χάρονος το δεισοφόλ,’’’ς σ’ άδ’ την σκοτεινασέαν;
Πώς εγροίκ’σες και ν’ έφυες μ’ απλέρωτα μουράτια,
μ’ ονέρτα και με τάματα, ομνύσματα κι ομούτια;
Σύ έσνε πρωτολάλετος,’ς σα γλέντια ‘ς σα χαράντας,
χορόντας και χοροντικά, και χαραδοξασίας..
Όλια έσανε για τ’ εσέν ζωήν και μεκατίρια,
καρδίας φτυλακίσματα, χαβάσια και χουσμέτια.
Γιάμ, το καρδόπο σ’, το αρλίν, και το αμουρατζούσ’κον
ας σ’ αδικίας τη κοσμί και τα κακοπορίας,
εγέντον τη πονεματί και τη τυραννισίας;
‘Σύ έσνε καλονούνιχτος και νούστερεωμένος,
με το καλόν την καλατσήν, το φωταχτέρ’ το γέλος,
εργάτης πιδεξάμενος , ουστάμασης και κάλφας.
Εφέκες ‘μας τα έργατα σ’ και τα αρχοντοδόμια σ’…
κι αέτς αρχοντοτίμετος και πολλά κουρφεμένος
‘πέρες τη στράταν, το δρομίν και την ανεφορίαν,
ντο πάει ‘ς σον παράδεισον, ‘ς σ’ ανθαίρ τ’ απαδαμέριν..
Τον χάρον ‘κ’ επροσκάλεσες, ατόν ‘κ’ επεενεύτες
και κεπεζές ‘κ’ εγένουσνε, τη πονεμάτ’ κ’ εστάθες.
Τ’ αγγέλτς μανάχον ‘μένεψες ν’ έρταν ‘ς σην απαντήν ισ’,
‘ς σο μεσοστράτ’ τη παραδείσ’ και συντροφεύν’ την ψην ισ’.
Εσύ μανάχος έστρωσες θανατικόν κρεβάτι
και το δισάκ εγόμωσες αζούχ και δειλινάρι
κ’ εκότσεψες κ’ εν έχπαστες ‘ς σην απιδεβασέαν,
Άμον αφτέρωτος αητέντς επέταξες κ’ επήες
‘ς σα ρασομύτια τ’ ουρανού, τα δεντροφορεμένα,
όθεν γονεύνε οι αετοί, οι χρυσοπλουμισμένοι
κι ολόερα σορσοταρούν τ’ αυγής πεγαδομάτια,
να πίν’ και δροσερεύκεται το ψόπο σ’ ,το μελένεν.
Γιωρίκα, όσα ν’ έταξες και ν όσα ‘μεταλλάες,
κ’ επόρεσαν αβού τη γην ν’ εγόμωναν χαράντας…
Άντσαχ, το ψόπο σ’, τ’ έμορφον, αναμονήν περμένει
‘ς ση παραδείσ’ το Σοφουλάρ’, εκές να γαλενεύει.
Εσύ με τ’ Αέρ’ τ’ άλογον καβάλκεψες κ’ επήες
τα διαβασέας ισ’ τσιμέν’ κι ανθοτονατεμένα,
κι όθεν γονεύ’ς τη παραδεισ’ πουλόπα χαρεμένα..
Εκές ‘ς σα παρχαρότοπα αρθώπ’ ‘κι τοουσεύνε,
θερία ‘κι ουρνέουνταν, γροιλισμονήν ‘κ’ εξέρ’νε!!
Μόν’ μωχαπέτια ατέλευτα και φαγοπότια πλέα
και λύρας και γαβάλοπα, κλαρίνα και ζουρνάδας
σ’ έναν τιζέν, ‘ς σ’ έναν καϊτέν παίζ’νε συνεπαρμένα
να τουρουλεύν’ τα ψήα σου τα πατριδοχτισμένα..
να είσαι πάντα ανάσπαλτος ….
και πάντα θωριαμένος….
Κι ατό η μνήμη σ’, τ ’εύχαρον ….
πάντα προλοεμένον…..