Είμαστε στην Αρκαδία του 1949 και μια γυναίκα, χήρα δημάρχου, θεωρείται ακόμη αξιοσέβαστη και με υπολογίσιμη γνώμη. Πόσο αποφασισμένη είναι όμως να επιστρέψει στα δημόσια πράγματα και τι σκοπεύει να κάνει γι’ αυτό; Τι συνέβη και θέλει να τιμωρήσει; Πώς θα το κάνει αυτό και ποιους συμπαραστάτες θα βρει; Πώς μπορεί η επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους Παύλου και Φρειδερίκης να ανατρέψει τα σχέδιά της ή μάλλον να τα βοηθήσει ακόμη περισσότερο; Πόσο τυφλοί είναι οι χίλιοι κάτοικοι της κωμόπολης;
Βιβλίο Το ποτάμι των χιλίων τυφλών
Συγγραφέας Πάνος Δημάκης
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Διόπτρα
Συντάκτης: Πάνος Τουρλής
Το νέο μυθιστόρημα του Πάνου Δημάκη είναι μια συναρπαστική, σκοτεινή ιστορία που αποτυπώνει όλη την ψυχολογία του ελληνικού λαού μέσω της σκιαγράφησης των κατοίκων μιας σημαντικής κωμόπολης της Πελοποννήσου. Ο Εμφύλιος μόλις έχει τελειώσει και διαφαίνεται μια περίοδος ανάκαμψης και ηρεμίας στον τόπο, μόνο που μια γυναίκα, κλονισμένη από κάτι που μαθαίνει για την οικογένειά της, αρχίζει να στρέφει χθόνια πυρά στους συμπολίτες της. Το πρώτο σκέλος του σχεδίου της πηγαίνει αρκετά καλά με τα πάνω του και τα κάτω του, όταν όμως βαλτώνει έρχεται ένα δώρο σα μάννα εξ ουρανού και πυροδοτεί μια σειρά από αναπάντεχες εξελίξεις που θα βάψουν τον Μέλανα ποταμό που ρέει στην πόλη κατακόκκινο: «Σε ένα μανιφέστο μεγαλομανίας και άκρατης αλαζονείας, η Μάγδα εκείνο τον καιρό μπήκε στο ποτάμι, πάνω στη στέρεη, μισάνθρωπη βάρκα της και άρχισε να πλέει αργά…» (σελ. 69).
Ο συγγραφέας εξακολουθεί να ανιχνεύει σκοτεινές ψυχές και να αποτυπώνει με παραστατικότητα τα κίνητρα σκοτεινών πράξεων, στο παρόν βιβλίο όμως καταφέρνει και κάτι περισσότερο: να πλέξει με έξυπνο τρόπο μια ιστορία που φαίνεται να χωρίζεται σε δύο μέρη, ενώνονται όμως αναπάντεχα και συναποτελούν ένα ενιαίο κείμενο με κλιμακούμενη πλοκή, ανατροπές και διαυγείς ψυχογραφίες, με τις πρώτες ενέργειες να ξανάρχονται στο φως όταν πλέον αναρωτιόμουν γιατί ξεκινήσαμε από αλλού και αλλού κινούμαστε και να δίνουν ένα αναπάντεχο τέλος στην ιστορία. Η πολύ καλά σχεδιασμένη πλοκή στολίζεται με ενδιαφέρουσες παρομοιώσεις, μεταφορές και άλλα καλολογικά στοιχεία («Οι χιονισμένοι χειμώνες έτρεχαν πίσω από τα ιδρωμένα καλοκαίρια όσο η Ελλάδα βυθιζόταν στον βάλτο του Εμφυλίου», σελ. 69) που χαρίζουν μια μετρημένη λυρικότητα, χωρίς όμως να βαραίνουν το κείμενο που είναι γεμάτο μυστικά, φόνους και χειραγώγηση. Έχουμε ένα μυθιστόρημα που δείχνει με παραστατικότητα και απανωτές ανατροπές τα διαχρονικά κακά της ανθρωπότητας: όλοι θέλουν να ανήκουν σε μια παράταξη και ταυτόχρονα πάντα θα υπάρχουν αυτοί που θα εκμεταλλευτούν αυτήν την κατάσταση. Πάντα εριστικοί, πάντα αχόρταγοι για εξουσία και επιβολή, πάντα ευάλωτοι σε δημαγωγούς, αυτοί είναι οι λαοί γενικότερα και ο ελληνικός ειδικότερα.
Οι κάτοικοι της Μερζένιστας αλλά και η ίδια η πόλη είναι ένας συμβολισμός, με κάθε όνομα να είναι διαλεγμένο προσεκτικά από έναν συγγραφέα που λατρεύει την ελληνική γλώσσα και τις λέξεις της. Η ίδια η ονομασία προέρχεται από τη σλάβικη «μερζένια» που σημαίνει μίσος, άρα είμαστε στην πόλη του μίσους, όπου ζουν περίπου χίλιοι κάτοικοι με ενδιαφέρουσες προσωπικές ζωές, μυστικά και ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Η πόλη δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, η φαντασία όμως του Πάνου Δημάκη δίνει συναρπαστικές περιγραφές της, πλήρη ρυμοτομία, χαρακτηριστικά μέρη και τοπόσημα, την ιστορία της και τα αρχαιολογικά της ευρήματα όσο ξεδιπλώνει το παρελθόν των κατοίκων. Την πρωτοκαθεδρία ανάμεσά τους έχει φυσικά η χήρα Ζεΐρη, μια γυναίκα που προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις: «Το πρόσωπό της απέπνεε αυστηρότητα…Οι αδρές γραμμές του ήταν φτιαγμένες από χώμα και δέος» (σελ. 13-14). Σημαντικό μέλος της τοπικής κοινωνίας, μορφωμένη χήρα του πρώην δημάρχου Χριστόφορου Ζεΐρη, για δεκατέσσερα χρόνια ήταν η πρώτη κυρία και άτυπη βασίλισσα του τόπου, εργαζόταν ως αυστηρή και απρόσιτη δασκάλα, είναι μια ηθική κολόνα πάνω στην οποία μπορούν όλοι να στηριχτούν και ταυτόχρονα μια άτυπη δύναμη που ασκούσε αντιπολίτευση, παρόλο που ποτέ της δεν είχε εκφραστεί πολιτικά. Αυτά έφταναν για να τη βάλουν στο μάτι οι άντρες, ειδικά από τότε που χήρεψε, ενώ αντίθετα οι γυναίκες προστρέχουν σ’ εκείνη για συμβουλές και γνώμες, αφού τη θεωρούν σοβαρή και μετρημένη
Η Ζεΐρη βάζει έναν σκοπό στο μυαλό της κι αρχίζει ένα σχέδιο, τα πάντα όμως αλλάζουν όταν επισκέπτονται την πόλη τους οι βασιλείς κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας και πέφτουν οι πρώτες σκέψεις για τουριστική αξιοποίηση. Έτσι ξεσπάει ένας εμφύλιος πόλεμος με το μισό χωριό να παίρνει το μέρος του νυν δημάρχου και το άλλο μισό της πρώην δημαρχίνας. Είναι εντυπωσιακός ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο υφαίνει τον ιστό της αυτή η γυναίκα απέναντι σε ανυποψίαστους συνομιλητές κι ο συγγραφέας παραθέτει μια ποικιλία επιχειρημάτων, μεθόδων και ευπείθειας, χειρίζεται πολύ καλά τις διαφορετικές οπτικές γωνίες που πηγάζουν από τους ξεχωριστούς χαρακτήρες κι όλο αυτό προσμετράει στο σασπένς και στην αγωνία για τη συνέχεια και για την επιτυχία του εκάστοτε σχεδίου που εξυφαίνει η Ζεΐρη. Άλλοι πείθονται εύκολα, άλλοι έχουν λίγο μυαλό στο κεφάλι και καθυστερούν να υπαναχωρήσουν, άλλοι ρίχνουν το βάρος στο θέλημα του Θεού, άλλοι είναι τόσο αφελείς και ελαφρόμυαλοι που πέφτουν σαν ώριμα φρούτα. Ποιους να πρωτοθυμηθώ: τον νυν δήμαρχο Διομήδη Νόβα, τον παπα-Βασίλη, τις κουτσομπόλες Τασία Πεζοπούλου και Ευγενία Πάλλη, τον γιατρό Ζώη Μαχαιό, τη δασκάλα Λευκή και τον σιδηρουργό σύζυγό της Στέλιο; Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Βέρα Δαναΐδη, μια γυναίκα παγιδευμένη σ’ έναν γάμο με έναν άντρα που την κακοποιεί καθημερινά και με ασήμαντες αφορμές, οπότε καταγράφονται με ενάργεια και αντικειμενικότητα η ψυχολογία και τα συναισθήματα της κακοποιημένης γυναίκας που παραμένει σε αυτήν τη σχέση παρά τις ευκαιρίες να σωθεί, και η ομορφότερη γυναίκα της Μερζένιστας, η Θεοφανώ, η οποία ζει για τον έρωτα και την τρέφει ο θαυμασμός των αντρών για κείνη, αλλά οι γυναίκες φυσικά την κοιτάνε με μισό μάτι αφού διασαλεύει την ηθική και ξελογιάζει τους άντρες τους, και η οποία είναι παντρεμένη με τον Όθωνα Δρούζη που έχει την ταβέρνα, μόνο που ο γάμος τους είναι ένα τέλμα, η προσωποποίηση της πλήξης.
«Όσο άκουγε έξω τη βροχή να λυσσομανάει, την ένιωθε να μεταμορφώνεται σε ένα μαύρο ποτάμι, έτοιμο να κυλήσει μέσα από τους ανθρώπους. Χίλιοι στρατιώτες θα πνίγονταν στα αφρισμένα νερά του, έχοντας σπρώξει πρώτα ο ένας τον άλλο μέσα» (σελ. 17). Έτσι ξεκινάει ένα συναρπαστικό αιματοβαμμένο χρονικό μιας πόλης που γίνεται υποχείριο φιλοδοξιών, εμπάθειας και πόλωσης ενώ με παραστατικότητα και αντικειμενικότητα καθώς και με προσεκτικό σχεδιασμό μεταβαίνει από τις προσωπικές ιστορίες μέσω των οποίων γνωρίζουμε το «εν μέρει» στο ευρύτερο σύνολο που ξεσηκώνεται και χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα με αφορμή την περιβόητη τουριστική αξιοποίηση που προτείνει το βασιλικό ζεύγος. Ο νυν δήμαρχος το επικροτεί, η δε Μάγδα παρασύρει μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατά της πρότασης ώστε μέσω της διαμάχης να ξανάρθει στα πράγματα. Διχόνοια μεταξύ γειτόνων αλλά και μελών της ίδιας οικογένειας, από τη μια στιγμή στην άλλη μια ασήμαντη θρυαλλίδα οδηγεί σε ομηρικούς καβγάδες και ξύλο, ο φανατισμός είναι τέτοιος που ακόμη και οι ουδέτεροι αναγκάζονται να στραφούν προς τον δήμαρχο ή την άτυπη αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα όλων αυτών η πόλη και το ποτάμι να σιγοβράζουν. Κι αυτή η διχογνωμία είναι η αφορμή για να αποκαλυφθούν πάνω στους καβγάδες απιστίες, ζήλιες, μικροψυχίες για τα κληρονομικά, για τις σχέσεις, για τους συνεταιρισμούς, για τις φιλίες. Ο «Μέγας Αλέξανδρος» και η «Μεγάλη Αικατερίνη» ετοιμάζουν τους στρατούς τους χωρίς να ξέρουν πως τελικά θα χύσουν άφθονο αίμα. Μια μικρογραφία της Ελλάδας είναι τελικά η Μερζένιστα, γεμάτη πάθη, μίση, κακία, εντάσεις και ασήμαντες αφορμές για αιματοχυσία. Όταν η αποφασιστικότητα της Φραγκογιαννούς συναντά την καλοσύνη της Βέρα Ντρέικ και μαζί δρουν στο ελληνικό Ναγκίρεβ που μετατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε θέατρο παραλογισμού τότε μιλάμε για αυτό το μυθιστόρημα κι όλο και κάποιο κομμάτι της ζωής μας και του εαυτού μας θα βρούμε στις σελίδες του.