Ήταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα της Δευτέρας, της 21ης Ιουλίου του 1947 .
Ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται στη χειρότερή του φάση σ’ όλη την Ελλάδα.
Η καρδιακή φίλη της, μία λυγερόκορμη μελαχρινή μικρασιάτισσα 16 χρονών, έχει τελειώσει με το βελόνιασμα των καπνών, κι όπως είναι με τα ρούχα της δουλειάς πηγαίνει στο υπόστεγο της φίλης και γειτόνισσάς της Σοφίας, να τη βοηθήσει να τελειώσει κι αυτή το βελόνιασμα, που της έμεινε μισό κοφίνι ακόμα..
Η Σοφία είναι ένα χρόνο μεγαλύτερή της, 17 χρονών κοπέλα, ψηλή με μακριά μαλλιά και πράσινα μάτια… Δεν υπήρχε νεαρός, που να μην καρδιοχτύπησε σε μια της ματιά….
Και ενώ κάθονται δίπλα – δίπλα και βελονιάζουν η Σοφία της λέει ξαφνικά :
-Άσε, ………, χθες βράδυ είδα ένα όνειρο τόσο τρομακτικό, που ξύπνησα και άλλο δεν μπόρεσα να κοιμηθώ…
-Και τι όνειρο ήταν αυτό, Σοφία, για πες μου…
-<< Να είδα, πως χες το βράδυ έγινε μεγάλη πλημμύρα και η αυλή και το σπίτι μας γέμισαν θολά νερά… Εμένα και τη μάνα μου τα ορμητικά νερά μάς παρέσυραν από τα κρεβάτια, μάς πέταξαν μπροστά στην αυλή και ενώ πνιγόμασταν φωνάζαμε, βοήθεια, και κανένας δεν ερχόταν να μας σώσει… Οι γείτονες μάς κοιτούσαν τριγύρω και γέλούσαν…! >>
– Έλα, μωρέ Σοφία, όνειρο ήταν μην δίνεις σημασία και μη στεναχωριέσαι. Για ό,τι χρειαστείς εγώ θα είμαι δίπλα σου. Κάτι σε απασχολεί γι αυτό είδες το άσχημο όνειρο…
Τότε η Σοφία της εκμυστηρεύτηκε τον μεγάλο της έρωτα με ένα παλληκάρι 20 χρονών, τον Άγγελο. Ένας έρωτας, που γεννήθηκε στα χρόνια του εμφυλίου. Η Σοφία έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, γιατί την Τετάρτη θα ερχόταν ο καλός της να τη ζητήσει σε γάμο από τη χήρα μάνα της….
Μόλις τελείωσαν το βελόνιασμα την πήγε μέσα στον οντά της και της έδειξε τα προικιά της: Δύο μπαούλα γεμάτα με τα καλύτερα προικιά της εποχής…. Στο ένα μπαούλο είχε τα χοντρά υφαντά και τα σεντόνια της κρεβατοκάμαρας, πετσέτες μαντίλια ,πιζάμες, ρούχα και στο άλλο είχε υφάσματα, μεσοφόρια, φουστάνια, δώρα της νύφης για τον πεθερό και την πεθερά. Υφαντά, πλεκτά, κεντήματα στρωσίδια, όλα καλοραμμένα από τα χέρια της μάνας της και τα δικά της, που αν και μικρή ήταν από τις καλύτερες μοδίστρες του χωριού…
Με χαρά η Σοφία τα έβγαλε ένα ,ένα και τα έδειχνε στη φίλη της… Τότε η φίλη της για να την ευχαριστήσει της είπε ένα τραγούδι, που της άλλαξε τη διάθεση :
Σήκω, στολίσου, λυγερή, και νίψου με το γάλα, φέραμε το λεβέντη σου με τ` άλογο καβάλα.
Νύφη μου, να τα χαίρεσαι τα δέκα δάχτυλα σου, που κόψανε και ράψανε ωραία τα προικιά σου…
Ένα χαμόγελο χαράς ξέφυγε από τα χείλη της, αγκάλιασε τη φίλη της και από τη μεγάλη ευτυχία της, την κέρασε ένα λικέρ για τα καλορίζικα… Πριν την αποχαιρετήσει της έδωσε δώρο ένα κεντημένο μαντηλάκι..
Το βράδυ, όπως συνήθιζε, πήγε στο σπίτι της αγαπημένης αδελφής της, της Κυριακούλας, που είχε ένα μικρό αγοράκι, το Θεολόγο.
Ο Θεολόγος, ένα παιδί μόλις τεσσάρων χρόνων , αγαπούσε πολύ τη θεία του τη Σοφία, που δεν παρέλειπε να του ράβει όμορφα παντελονάκια και πουκαμισάκια.. Παρακάθισαν το βράδυ και όταν σηκώθηκε να φύγει η Σοφία ο μικρός άρχισε να κλαίει, γιατί θέλησε να κοιμηθεί στο σπίτι της γιαγιάς και έτσι η θεία τον πήρε μαζί της….
Το σπίτι της γιαγιάς Μελάνας ήταν διώροφο με εσωτερική ξύλινη σκάλα. Κάτω ήταν η κουζίνα, το κελάρι και πάνω τα υπνοδωμάτια.. Η Γιαγιά έστρωσε τα κρεβάτια και έπεσαν για ύπνο. Ο Θεολόγος κοιμήθηκε με την θεία τη Σοφία στο ένα υπνοδωμάτιο και η γιαγιά στο διπλανό….
Το ίδιο βράδυ στις 22:00 μπήκαν οι αντάρτες του Βερμίου στο χωριό. Αποχώρησαν κατά τις 01:30 αφού σκότωσαν κάποιους ,πήραν εφόδια και επιστράτευσαν πέντε νέους του χωριού…
Μετά την αποχώρηση τους κατά τις 03:00 τα ξημερώματα δύο ανδρικές φιγούρες χτυπούν την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας. Τρομαγμένη η Σοφία σηκώνεται και κατευθύνεται στην εξώπορτα. Ανοίγει την πόρτα ( γιατί ο επισκέπτης της ήταν γνωστός) Μόλις άνοιξε την πόρτα δέχεται ακαριαία ένα μαυρομάνικο μαχαίρι στην καρδιά…..
Η Σοφία μόλις προλαβαίνει να κάνει δυό δρασκελιές στο πλατύσκαλο της εξωτερικής πόρτας λυγίζει πάνω στο πρώτο σκαλί και αφήνει την τελευταία της πνοή..
Η γιαγιά Μελάνα ,που ακούει το θόρυβο, ξυπνά και προχωράει προς τη σκάλα. Μόλις φτάνει στο ύψος της σκάλας δέχεται έναν πυροβολισμό και πέφτει και αυτή νεκρή κρεμασμένη στη σκάλα…. Οι δύο σιλουέτες μπαίνουν στον οντά της Σοφίας και μεταφέρουν διαδοχικά πίσω από το σπίτι τα δύο γεμάτα μπαούλα με τα προικιά της……..
Από τους θορύβους ο μικρός Θεολόγος ξυπνάει και τρέχει στην αγκαλιά της νεκρής γιαγιάς… την σκουντά ,την φωνάζει ΄΄γιαγιά …γιαγιά..΄΄ την αγκαλιάζει ..και αφού δεν παίρνει απάντηση κατεβαίνει τις σκάλες πηγαίνει στη θεία του. Το ίδιο σκηνικό τρόμου για το αμέριμνο παιδάκι.. Με τα άσπρα πιτσαμάκια του, κόκκινα στο αίμα, το μικρό παιδί με κλάματα τρέχει στο διπλανό σπίτι . Έχει κιόλας χαράξει. Είναι ξημερώματα Τρίτης 22 Ιουλίου του 1947…..
Σαράντα τρεις νεκροί κείτονται στις 11 η ώρα στο νεκροταφείο του Ανατολικού μέσα σε πρόχειρες κουβέρτες πάνω σε μαδέρια. Είναι τα θύματα ενός παράλογου εμφυλίου πολέμου, μοναδικού σε έκταση και φρίκη σ’ όλο τον κόσμο…
Τα θύματα του εμφυλίου στην Ελλάδα δυστυχώς στην πλειοψηφία τους δεν ήταν άνδρες πολεμιστές, ήταν γυναικόπαιδα και γέροι……
Το μικρό Θεολόγο τον πήγαν τρομαγμένο στην ζεστή αγκαλιά της μάνας του της Κυριακούλας… Η δυστυχισμένη Κυριακούλα από την στεναχώρια και τον σπαραγμό , αρρώστησε και πέθανε μετά από πέντε χρόνια αφήνοντας ορφανό τον μικρό Θεολόγο… Ο Θεολόγος μεγάλωσε, σπούδασε, παντρεύτηκε και μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη της Αμερικής….. Εκεί διέπρεψε οικονομικά στον τομέα της εστίασης, ανέλαβε σερίφης και εκλέχτηκε στην πολιτεία του πρόεδρος των Αχέπανς……
Σε μία συνεστίαση των Αχέπανς στη Νέα Υόρκη αφηγήθηκε την παιδική τραυματική του εμπειρία…. Καταλήγοντας ότι το παιδί αυτό ζει σήμερα στη Νέα Υόρκη… Αμέσως όλοι μ’ ένα στόμα τον ρώτησαν: – Πού είναι να πάμε να τον βρούμε… Τότε ο Θεολόγος αναγκάστηκε να τους ομολογήσει, ότι το παιδί αυτό βρίσκεται μπροστά σας και σας αφηγείται την ιστορία του…!
Οι παρευρισκόμενοι στη συνεστίαση Αχέπανς, άνδρες και γυναίκες, αφέθηκαν σε λυγμούς…
Ο Θεολόγος από τις τραυματικές παιδικές του μνήμες κράτησε το καλοραμμένο καρό παλτό της θείας . Όταν έφυγε στην Αμερική το πήρε μαζί του, θυμητάρι της θείας Σοφίας…
Φωτό : 1η Η θεία Σοφία ,ο Θεολόγος και η μάνα του, Κυριακουλα έξω από το σπίτι τους στις 25 Μαρτίου του 1947..
2Η: Η θεία Σοφία με το καρό παλτό.
3η η μάνα του, Κυριακούλα…