-Γειά σου Γιάννε. Έλα, κάτσε δω. Άργησες να φανείς σήμερα.
-Γειά σου Χάμπο. Να κάτσω. Καφέ ήπιες;
-Κερνάω εγώ. Γιώτη, δύο καφέδες…
-Άργησα Χάμπο γιατί άναψα ένα κερί στη Μονή της Αγίας Παρασκευής…στο Μηλοχώρι.
-Είναι ωραία εκεί. Πολύ ωραία!
-Είναι ωραία Χάμπο, έτσι κι αλλιώς, είν’ και η άνοιξη. Τόσο πράσινο, που σε πονάει το μάτι!
-Και λοιπόν. Πήρες και λάδι απ’ το καντήλι της Αγιά Παρασκευής;
-Πήρα Χάμπο. Πως δεν πήρα. Μετά καθώς ήταν νωρίς ακόμα, βγήκα απ’ τη Μονή κι αγνάντευα το τοπίο.
-Ξέρω Γιάννε. Είναι όμορφα. Έχει θέα. Οι λόφοι, κάτω το λεκανοπέδιο…
-Ναι! Και καθώς αγνάντευα το λόφο απέναντι απ’ τη Μονή, μ’ ήρθαν κάτι εικόνες στο νου…Πρέπει να ήταν το 1975…
-Πόσο ήσουν τότε Γιάννε;
-Ήμουν 25 χρονώ παλληκάρι. Και τότε ήταν μετά το Πάσχα. Άνοιξη ήτανε, πήγα με τους γονείς μου στη μονή.
-Ήταν το ‘75 Μονή;
-Εγινε Μόνη, από προσκύνημα, το 1966.
-Και λοιπόν;
-Και λοιπόν και τότε, σαν χθες, βγαίνοντας απ’ τη Μονή, καθίσαμε και αγναντεύαμε ένα γύρο. Κι ακριβώς απέναντι τι να δω Χάμπο;
-Τι Γιάννε;
-Ένα κοριτσάκι, όμορφο, μικρό, καστανό κι αδύνατο…τσάκνο, όλο νεύρο και τσαγανό, στέκονταν όρθιο στην κορυφή του λόφου, αντίκρυ απ’ η Μονή κι είχε ένα “άγριο” χαμόγελο στα χείλη!
-Πόσο χρονώ ήταν το κοριτσάκι Γιάννε;
-Θα ‘ταν δώδεκα χρονώ; Παιδί δημοτικού σχολείου, μάλλον, ακόμα. Και ξάφνου δίνει μια και ροβολάει στην πλαγιά, αλαλάζοντας. Με άγρια χαρά!
-Σώπα βρε Γιάννε. Και δε φοβόταν τ’ αγρίμι;
-Όχι Χάμπο! Και όσο κατηφόριζε, τόσο η ταχύτητά της μεγάλωνε, μαζί με το χαμόγελο της που είχε φτάσει ως τ’ αυτιά της.
-Και δε κουτρουβαλούσε Γιάννε στην κατηφόρα;
-Όχι Χάμπο. Ένα μυστήριο πράμα. Απ’ τα μισά της κατηφορας και πέρα κι ενώ ήταν ξεκάθαρο πως είχε χάσει τον έλεγχο και η ταχύτητα που βουτούσε στην κατηφόρα μεγάλωνε, αυτή, μ’ ένα ακατανόητο τρόπο παρέμενε όρθια. Έτρεχε δαιμονισμένα, με γερά πατήματα και γελούσε κι έβγαζε κραυγές χαράς.
-Και πως δεν έπεφτε βρε Γιάννε;
-Την παρατήρησα ξανά και ξανά, γιατί μόλις τέλειωνε το ροβόλημα κάτω, όλο χαρά, ξαναροβόλαγε για την κορυφή του λόφου και δωσ’ του πάλι τρεχάλα στην κατηφόρα.
-Κάποιο μυστικό θα ‘χε, ε Γιάννε;
-Κοιτούσε Χάμπο που λες μπροστά της, πότε κάτω. Μπροστά της κοιτούσε, μακρυά, σα να φωτογράφιζε το χώμα μπροστά, το σώμα της φρόντιζε για τα κοντινά και τα μάτια της ατένιζαν τα μακρινά εμπόδια και στέλνανε στο μυαλό της τα σήματα κινδύνου.
-Είχε στρατηγική και θάρρος φαίνεται!
-Είχε στρατηγική, δύναμη και πολύ κουράγιο, όπως φαίνονταν από το αποτέλεσμα. Ήταν χάρμα να τη βλέπεις…