Το ότι η Ελλάδα λειτουργεί από γεννήσεώς της με προβληματικό τρόπο το γνωρίζουμε. Όλοι συντελούμε σε αυτό, ανεξάρτητα από το αν και πόσο “φάγαμε”. Η κατάσταση αυτή διογκώνει εδώ και χρόνια το ελληνικό πρόβλημα. Το μόνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, είναι να το διαχειριστούμε όσο το δυνατόν καλύτερα.
Αντί λοιπόν χρόνο με το χρόνο οι Έλληνες να βρίσκουν καλύτερους διαχειριστές για ένα πρόβλημα που μεγαλώνει, κατέβασαν σταδιακά τον πήχη στο επίπεδο των Διοικούντων. Δημιούργησαν συντεχνιακές εξαρτήσεις, και με το σύνθημα “στους τυφλούς ο μονόφθαλμος” εγκατέστησαν τη μετριοκρατία.
Με τον καιρό οι μέτριοι έγιναν κακοί. Στο όνομα της Λαϊκής Κυριαρχίας, η εξουσία ήρθε στα χέρια απαίδευτων, ανεπάγγελτων, απολίτικων όντων, των οποίων η συμμετοχή στην πολιτική ζωή είναι συγκυριακή, και σε κάποιες περιπτώσεις μέσο βιοπορισμού. Στους κακούς πολιτικούς έλαχε να διαχειριστούν τη Χώρα, στο σημαντικότερο σημείο καμπής της, στο οποίο το μέγεθος του προβλήματος πολλαπλασιάστηκε.
Έτσι, στο κρίσιμο διάστημα των τελευταίων έξι ετών, δεν υπήρξε καμία μάχη σε πολιτικό επίπεδο. Η ακατάσχετη εμμονή για εξουσία από όλες τις πτέρυγες της Βουλής, γέννησε ένα εμπόριο ελπίδας, περηφάνιας και πατριωτισμού, που το μόνο που έκανε ήταν να αποπροσανατολίζει το εκλογικό σώμα, παίρνοντας τη μπάλα από το γήπεδο των πραγματικών προβλημάτων.
Ο αποπροσανατολισμός αυτός, επέβαλε τη διατήρηση κάθε βλαπτικής παθογένειας που υπήρχε στην Ελλάδα και απαγόρευσε τις μεταρρυθμίσεις, που η ξεχασιάρα κυβέρνηση Σημίτη αμέλησε να τολμήσει παράλληλα με την είσοδο της Ελλάδας στο Ευρωσύστημα. Οι παθογένειες αυτές ήταν μάλιστα ο λόγος που διατηρούνταν στην εξουσία τα ισχυρά συστήματα των συντεχνιών.
Και φτάνεις στο 2015, με έναν λαό εν συγχύσει, που δεν ξέρει τι πληρώνει και γιατί το πληρώνει, που δεν μπορεί να εμπιστευθεί κανέναν πολιτικό εντός και εκτός Ελλάδος, που νιώθει πως είναι εγκλωβισμένος και δε μπορεί να κάνει τίποτα, που κάθε μήνα του βάζουν και από ένα ψευτοδίλημμα, που δεν έχει ψυχολογία να πάει το πρωί για δουλειά, που έχει χάσει την Πίστη του στη Δημοκρατία.
Κι όμως μπορεί. Μπορεί να κλείσει τα αυτιά του στους κάθε λογής ψεκασμένους, που χωρίς σχέδιο Β, αλλά και χωρίς σχέδιο Α, δεσμεύθηκαν για ριζική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, με την ανάληψη της εξουσίας μιας δις χρεοκοπημένης από τους αψέκαστους χώρας. Μπορεί ο Έλληνας να αποκτήσει αυτογνωσία, να συνειδητοποιήσει τη ρεαλιστική διαπραγματευτική του ισχύ, και την διαπραγματευτική ικανότητα των έμμισθων διαπραγματευτών του. Τότε μόνο θα καταλήξει στο συμπέρασμα αν αξίζουν οι θυσίες που κάνει.
Ο κρύος ιδρώτας που μας έπιασε το Σαββατοκύριακο ήταν ένα μεγάλο μάθημα για όλους. Ο κόσμος έστω για μια στιγμή ήρθε προ των ευθυνών του. Άσχετα με το αν διαφωνεί ή συμφωνεί κανείς με τη διενέργεια του δημοψηφίσματος, έγινε κατανοητή η μεγάλη πολιτική κρίση που υπάρχει στο υφιστάμενο μετριοκρατούμενο πολιτικό σκηνικό. Επίσης έγινε σαφής η απόλυτη επικράτηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας, με αυτόν που έχει πολιτικό έλλειμμα, να αντιμετωπίζει και τις συνέπειες της ανεξαρτήτου αποτελέσματος μάχης.
Από όλες τις κατευθύνσεις, ακούγονται συνθήματα περί ενότητας. Από τη μια μεριά μας λένε ενωμένοι να ψηφίσουμε ναι, από την άλλη πλευρά μας λένε ενωμένοι να ψηφίσουμε όχι. Για κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του ψύχραιμο και υπεύθυνο απέναντι στην Ιστορία, ενότητα είναι να λειτουργήσουμε με βάση τη λογική, με βάση την επόμενη ημέρα, και όχι με βάση το αίσθημα θυμού και τα κομματικά προτάγματα.
Είναι γεγονός, πως ανεξαιρέτως όλοι οι κυβερνώντες στη μνημονιακή εποχή (της οποίας επιμόνως άπαντες ζητούν κι άλλη παράταση) κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Η παρούσα συγκυρία είναι χρυσή ευκαιρία για αναθεώρηση πολλών ιδεών και πρακτικών από τους πολίτες, και συνειδητοποίηση του συνταγματικού μας δικαιώματός να αλλάξουμε την Ιστορία, που πηγάζει από το μέγεθος της ατομικής πολιτικής μας ευθύνης.