Αυτή η περίοδος που διανύουμε είναι περίοδος περάσματος, περάσματος από το σκοτάδι στο Φως, από το φόβο στη Χαρά, από την ανυπαρξία στην Ύπαρξη, από τη φθορά στην Αφθαρσία, από την σταύρωση στην Ανάσταση, από το θάνατο στη Ζωή· «διό και ημείς βοώμεν· πού σου θάνατε, το κέντρον; πού σου άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός!» (Άγ. Ιω Χρυσόστομος, Κατηχητικός λόγος).
Μόνο με την αναφώνηση αυτή το πιστό μέλος της Εκκλησίας δεν έχει να φοβηθεί τίποτε! Τίποτε απολύτως! Ούτε να τρομάζει βλέποντας μπροστά του τους πειρασμούς, τις ασθένειες και τις παγίδες του χαιρέκακου άυλου ασπροκόρακα, αντιθέτως να έχει πίστη και να μην ολιγοπιστεί, να αναγνωρίζει, να λατρεύει και να είναι ερωτευμένο μόνο με το Πρόσωπο του κτίστη-Χριστού, «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Λουκ.4,8). Όταν, όμως, η ύπαρξη αρχίζει να αποπροσανατολίζεται και να απιστεί από το Αληθινό Φως που «φαίνει πάσι», τότε γίνεται ευάλωτη και αδύναμη, με αποτέλεσμα να χτίζει και να στηρίζει το είναι της σε είδωλα και σε ξόανα.
Ας σκεφτούμε για λίγο την συμπεριφορά του Ισραήλ, μετά την διάσωσή του από την αιγυπτιακή σκλαβιά. Τί έπραττε ο περιούσιος λαός ενώ περίμενε τις δέκα εντολές; Πώς συμπεριφερόταν στους θεο-προφήτες σε όλη την πορεία του στην έρημο; Το μάννα, το ύδωρ, η νεφέλη, η δρόσος, η προστασία από τους ορατούς και αόρατους εχθρούς τους μαρτυρούσε τίποτε; Η καθημερινή αποκάλυψη του Θεού και η συμπόρευση με το λαό Του, στη λυτρωτική πορεία για τη γη της επαγγελίας, τους φανέρωνε τίποτε; Στους περισσότερους όχι, διότι είχαν ξεχάσει πολύ γρήγορα όλες τις δωρεές, όλες τις καθημερινές προσφορές του Θεού Πατέρα προς τα πρόσωπά τους. Η πίστη και η εμπιστοσύνη τους είχαν χαθεί και με μεγάλη ευκολία ξεχνούσαν τις δωρεές Του. Ειδωλοποιούσαν, κατασκεύαζαν και λάτρευαν το κάθε τι, η γκρίνια τους και ο στασιασμός τους ήταν στο μέγιστο βαθμό, στην ουσία είχαν απολυτοποιήσει ο καθένας την ύπαρξή του, κατά το «αυτοείδωλον εγενόμην» (Μέγας Κανών), και η πορεία τους ως Εκκλησία είχε παρεκκλίνει.
Αλλά μήπως και η σημερινή εποχή μας δεν έχει ομοιότητες και παρόμοιες συμπεριφορές, όπως τότε με τον λαό του Μωυσή μέσα στην έρημο; Και αναφέρομαι στον μετανεωτερικό εκκοσμικευμένο άνθρωπο που μπροστά στον φόβο και τον τρόμο του θανάτου, μπροστά στην λαίλαπα της πανδημίας, ολιγοπιστεί, ξεχνάει τον Δημιουργό του και παρεκτρέπεται σε παράδοξες και υστερικές καταστάσεις, εξαντλώντας την εμπιστοσύνη του στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στη βιοηθική, στην ιατρική, μέχρις σημείου να θεοποιεί τη γνώση και να ειδωλοποιεί το αποτέλεσμα.
Φυσικά και δεν έχω το δικαίωμα να απορρίψω (ποιος είμαι εγώ άλλωστε να το κάνω), ούτε να δαιμονοποιήσω την επιστήμη, τις έρευνες, τις ανακαλύψεις, τις ιατρικές επεμβάσεις, τα φάρμακα, κ.ά., διότι «και ιατρώ δος τόπον και γαρ αυτὸν έκτισε Κύριος, και μη αποστήτω σου και γαρ αυτού χρεία» (Σοφ. Σειρ. 38,12). Όταν όμως αναφερόμαστε στην πίστη, στην εμπειρία, στο βίωμα του απλού λαού του Θεού, που όταν νοσεί ή αντιμετωπίζει ψυχοσωματικά προβλήματα και ζητεί λύση μέσω της προσευχής του, κατά το «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν· πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει» (Ματθ. 7,7-8), τότε όλα αυτά αποκτούν ένα διαφορετικό νόημα, διότι άμεσα ενεργεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος, και λειτουργεί δυναμικά, μυστικά με έναν ανεξήγητο και ανερμήνευτο μυστηριακό τρόπο και δίνει λύση, όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο σύγχρονος άγιος της εκκλησίας μας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, «όταν η πίστη είναι πραγματική, είτε παίρνεις φάρμακο είτε δεν παίρνεις, θα ενεργήσει. Και με τους γιατρούς και τα φάρμακα, ο Θεός ενεργεί» (Λόγοι περί ασθενείας και παρακλήσεως, εκδ. της Ι. Μ. Χρυσοπηγής, Χανιά).
Κατά την ορθόδοξη θεολογία, η επιστήμη, η τεχνολογία, οι ιατρικο-βιολογικές ανακαλύψεις, η κατάκτηση του σύμπαντος, τα σημαντικά επιτεύγματα στο πεδίο της φυσικής των σωματιδίων που έγιναν μέσω πειραμάτων στο CERN, όταν δεν συντάσσονται με την πολιτισμική, κοινωνική, ηθική και την πνευματική πρόοδο του ανθρώπου, τότε φαντάζουν α-νόητα και αλλάζουν τον αρχικό στόχο του, και αδυνατούν να κατευθύνουν την ανθρώπινη ύπαρξη στη τελική της ολοκλήρωση, που είναι η εν Χριστώ σωτηριολογική τελείωσή της, μια ύπαρξη που ανέκαθεν είχε κατεύθυνση εσχατολογική και αναστάσιμη, καθότι κτίστηκε ως δώρο και δοξολογία από τον Δημιουργό Της. Ένα δώρο που εμπεριείχε, εκτός των άλλων, και το αγαθό της υγείας, το οποίο ο άνθρωπος με την πτώση του στην αμαρτία το αλλοίωσε και από Αθάνατο το έκανε θνητό, το μηδένησε, το έκανε ψυχοσωματικό νόσημα που τον ταλαιπωρεί στην πρόσκαιρη ζωή του.
Η ανθρώπινη ύπαρξη μη μπορώντας να αντέξει το άχθος της πτώσεως, της αμαρτίας, της αιώνιας αυτής ψυχοσωματικής νόσου που κουβαλάει, και αδυνατώντας να βρει λύση στα προβλήματα που αυτή της επέφερε, επιζητεί τη λύτρωση εκ των ασθενειών της είτε σε δαιμονικές επικλήσεις, σε μαγικές πράξεις, αμαυρώνοντας με τις ενέργειες αυτές την αρχική ομορφιά της Θεϊκής της εικόνας, είτε στην επιστήμη η οποία ναι μεν την βοηθά αλλά αδυνατεί, λόγω των ορίων της, να την απαλλάξει από κάθε νόσο.
Όμως η ψυχοσωματική της λύτρωση, η ίασή της, θα έλθει μόνο με την αναγνώριση του Προσώπου του Χριστού ως Δημιουργού, Σωτήρα και Λυτρωτή. Όταν πια ο άνθρωπος αποκάμει, έχοντας εξαντλήσει όλη του την εμπιστοσύνη απέναντι στην επιστήμη και μη βρίσκοντας λύση, τότε προσέρχεται και υποτάσσεται σε Αυτόν, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω.15,6), στον θεραπευτή Χριστό. Αυτός λύνει τα άλυτα και γιατρεύει τα αθεράπευτα, όπως ακριβώς στην περίπτωση της επί δωδεκαετία αιμορροούσης «ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βιον ούκ ίσχυσεν υπ᾿ ουδενὸς θεραπευθήναι» (Λουκ. 8,43) «και πολλά παθούσα υπό πολλών ιατρών και δαπανήσασα τα παρ᾿ εαυτής πάντα, και μηδέν ωφεληθείσα, αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα…» (Μαρκ 5,26). Δηλ. μια γυναίκα η οποία έπασχε επί δώδεκα έτη από αιμορραγία και είχε ταλαιπωρηθεί πολύ από πολλούς γιατρούς, έχοντας μάλιστα ξοδέψει όλα τα υπάρχοντά της χωρίς να δει καμία ωφέλεια, αλλά περιέπεσε μάλλον σε χειρότερη κατάσταση…
Συνεχίζοντας ο ευαγγελιστής αναφέρει ότι ο Κύριος «εθεράπευσε πολλούς κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις» (Μαρκ. 1,34), και θεράπευσε αρρώστιες οι οποίες μέχρι πρότινος ήταν αθεράπευτες, όπως η λέπρα· «και έρχεται προς αυτόν λεπρός παρακαλών αυτόν και γονυπετών αυτόν και λέγων αυτώ ότι εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι. ο δε Ιησούς σπλαγχνισθείς, εκτείνας την χείρα ήψατο αυτού και λέγει αυτώ· θέλω, καθαρίσθητι. και ειπόντος αυτού ευθέως απήλθεν απ᾿ αυτού η λέπρα και εκαθαρίσθη» (Μαρκ. 1,40-42). Θέλω να επισημάνω σε αυτό το σημείο ότι, ούτε ο Χριστός, ούτε και οι μαθητές Του (δηλ. αυτή η μικρή σύναξις-Εκκλησία) δεν φοβήθηκαν καθόλου, αλλά ούτε και ταράχθηκαν όταν ήλθε ο άρρωστος δίπλα τους, ούτε και πέρασε από το μυαλό τους μήπως κολλήσουν οι ίδιοι ή ακόμη και τύχει να νοσήσει όλος ο κόσμος από την αρρώστια του. Αντιθέτως γνωρίζουμε (σε παρόμοιες περιπτώσεις λεπρών ανθρώπων) πώς τους συμπεριφέρθηκε η κοινωνία μας. Τους στιγμάτισε με νόμο και τους θεώρησε μιάσματα απομακρύνοντας και απομονώνοντάς τους σε λοιμοκαθαρτήρια-Σπιναλόγκες.
Το έλεος και η φιλανθρωπία του Ιατρού Χριστού δεν σταματά, και χαρίζει την ίαση των ασθενειών ακόμη και ενάντια στην δική μας πεπερασμένη λογική και νόηση, έστω και αν αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί από μερικούς, ότι δηλ. ακόμη και με ένα άγγιγμα η ύπαρξη μπορεί να βρει την απαλλαγή της από πάσαν νόσον· «και όπου αν εισεπορεύετο εις κώμας ή πόλεις ή αγρούς, εν ταις αγοραίς ετίθεσαν τους ασθενούντας και παρεκάλουν αυτόν ίνα καν του κρασπέδου του ιματίου αυτού άψωνται και όσοι αν ήπτοντο αυτού, εσῴζοντο» (Μαρκ.6,56). Σήμερα ο πιστός λαός του Θεού ζει την ίδια εμπειρία μέσω των αγίων λειψάνων, των εικόνων και των αγίων φυλακτών.
Όταν υπάρχει πίστις τότε η βοήθεια έρχεται ακόμα και σε ελάσσονες περιπτώσεις, όπως τότε που «η πενθερά Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα και ευθέως λέγουσιν αυτώ περί αυτής και προσελθών ήγειρεν αυτήν κρατήσας της χειρός αυτής, και αφήκεν αυτήν ο πυρετός ευθέως και διηκόνει αυτοίς» (Μαρκ. 1,31).
Φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο πεπτωκώς άνθρωπος ψάχνοντας την λύτρωση στο πρόβλημα που τον βασανίζει, όπως τότε έτσι και σήμερα, δεν λογαριάζει και εξαντλεί και θυσιάζει όλη την περιουσία του, όλα τα χρήματά του, όλους τους κόπους της ζωής του προκειμένου να επανεύρει την βιολογική του υγεία. Θεωρεί την υγεία −όπως τον βομβαρδίζουν− ως το υπέρτατο αγαθό της ύπαρξής του! Άλλωστε αυτό ακούς καθημερινά σε κάθε συνάντηση μεταξύ των ανθρώπων, αυτή την αιρετική έκφραση: πρώτα η υγεία μας ή την υγεία μας να έχουμε και τίποτα άλλο! Μη κατανοώντας φυσικά ότι υγεία χωρίς μετάνοια και αγάπη, για έναν ορθόδοξο χριστιανό, είναι μια ανοησία και μια ποταπή στάση ζωής.
Συνεπώς, μπροστά στο φόβο και τον τρόμο του θανάτου, ο άνθρωπος θεοποιεί και ειδωλοποιεί τους γιατρούς, την επιστήμη, τα φάρμακα, παραμερίζοντας το δυνατό όπλο της πίστεως, της προσευχής και της νηστείας που κατέχει ως Θεϊκή εντολή, «τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17,21-23), λησμονώντας βέβαια και την άλλη ευαγγελική προτροπή ότι «εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε (και δεν αμφιβάλλετε), ου μόνον το της συκής ποιήσετε, αλλά καν τω όρει τούτω είπητε άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. 21-21).
Δυστυχώς η πεσμένη ύπαρξη δεν κατανοεί τη δύναμη της πίστης και αδυνατεί να ανακαλύψει το αληθινό λυτρωτικό φάρμακο που βρίσκεται δίπλα της, με αποτέλεσμα να καταφεύγει και να ψάχνει εναγωνίως το εγκόσμιο μαγικό φίλτρο, μήπως και ζήσει άλλα εκατό χρόνια καταναλώνοντας και απολαμβάνοντας κι άλλα από τα νομιζόμενα αγαθά. Όμως, ο Ζωηφόρος γι΄ αυτήν εγκεντρισμός της είναι ότι και αυτή, ως ένα κύτταρο του σώματος του Χριστού, ανήκει στην Εκκλησία όπου μετέχει της Θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε «η Εκκλησία σηµαίνεται εν τοις μυστηρίοις» (Άγ. Νικόλαος ο Καβάσιλας, Ερµ. εις την Θ. Λειτουργίαν, ΛΗ΄6). Όταν δεν συντελείται αυτό το γεγονός τότε χάνει η ύπαρξη το μοναδικό κατά του θανάτου αντίδοτο, που της προσφέρθηκε με την Ενσάρκωση· «Άρτος ζωής αιωνιζούσης γενέσθω μοι το Σώμα σου το Άγιον, εύσπλαγχνε Κύριε, και το Τίμιον Αίμα, και νόσων πολυτρόπων αλεξητήριον» (Ευχή Μεταλήψεως). Αν το βιώσει αυτό η ανθρώπινη ύπαρξη, τότε θα αλλάξει η ματιά της θέασης της ως προς την αντιμετώπιση των ασθενειών, των ατελειών, των προβλημάτων, με λίγα λόγια ακόμη και αυτού του θανάτου, «μηδείς φοβείσθω τον θάνατον· ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος· έσβεσεν αυτόν» (Άγ. Ιω Χρυσόστομος, Κατηχητικός λόγος). Είναι κάτι που το εύχεται ξανά και ξανά η Εκκλησία σε κάθε Θ. Λειτουργία, μέσω των κειμένων των δύο συγγραφέων της: «τους νοσούντας ίασαι, ο ιατρός τών ψυχών και τών σωμάτων ημών» (Ευχή Θ. Λειτ. Ιω. Χρυσοστ.), όπως επίσης, «Ευχαριστούμεν σοι Κύριε, ο Θεός ημών, επί τη μεταλήψει των αγίων, αχράντων, αθανάτων, και επουρανίων σου Μυστηρίων, ά έδωκας ημίν επ᾿ ευεργεσία, και αγιασμώ, και ιάσει των ψυχών και των σωμάτων ημών» (Ευχή Θ. Λειτ. Μ. Βασιλείου).
Κλείνοντας, πιστεύω ότι η εποχή που ζούμε δεν διαφέρει καθόλου από άλλες εποχές, και τις παράξενες συνθήκες που αντιμετωπίζουμε σήμερα τις αντιμετώπισαν και οι πρόγονοί μας στο διάβα των αιώνων, τις αντιμετώπιζαν όμως με πίστη, προσευχή και νηστεία, διότι τα προβλήματα και οι δοκιμασίες των ανθρώπων ήταν σχεδόν πάντα τα ίδια και τα παραχωρούσε ο Θεός όχι από «κακία και εκδίκηση», αλλά από παιδαγωγία, όπως μας λέει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς «ου θανασίμως, αλλά σωτηρίως». Η ανθρώπινη φύση, έκπαλαι, παλεύει να διορθώσει την αταξία της, το σφάλμα της αστοχίας της, και πορεύεται με τις μεταπτώσεις της, πότε πάνω, πότε κάτω. Δυστυχώς αυτό που της λείπει για να ολοκληρωθεί και να μεταμορφωθεί και να λυτρωθεί, από κάθε πανδημία, από κάθε ασθένεια και νόσο θανάτου, είναι η αγάπη και ο έρωτας, προς τον άλλο, προς τον καθένα. Αυτό όμως δεν επιτυγχάνεται με μαγικό τρόπο, αλλά μόνο με έναν τρόπο έκφρασης, τη θυσία!
Ίσως φαίνεται τρελός, παράξενος, και ουτοπικός αυτός ο ισχυρισμός, αλλά αν θέλουμε να ενσαρκώσουμε οντολογικά μέσα στην ύπαρξή μας, τα Πάθη, την Ταφή και την Ανάσταση του Χριστού, τότε οφείλουμε να δείχνουμε εμπιστοσύνη και να ταυτίζουμε τη Ζωή Του με τη ζωή μας, και να Τον ερωτευόμαστε στο πρόσωπο του οποιουδήποτε αδελφού. Ζώντας αυτή την κατάσταση φτάνουμε μέχρι του σημείου να του λέμε «δώσε μου την αρρώστια σου για να μην υποφέρεις, να ζήσεις εσύ και να πεθάνω εγώ για χάρη σου». Αν φτάσει σε τέτοια ύψη η ύπαρξη τότε θεώνεται, αγιάζεται, ζει την Βασιλεία γιατί μιμείται το εσταυρωμένο Πρόσωπο Του. Αυτομάτως δε, θα καιγόμαστε νυν και αεί από το πυρ του Αγ. Πνεύματος, και θα ζούμε αυτό που βίωσε εμπειρικά ο Άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος· «ο εμὸς έρως εσταύρωται, και ουκ έστιν εν εμοί πυρ φιλόϋλον».
Την χθεσινή ημέρα (21 Μαρτίου) η Εκκλησία μας γιόρταζε την μνήμη του οσίου Σεραπίωνα, που ασκήτεψε στην έρημο της Αιγύπτου. Μεταξύ των αποφθεγμάτων που μας άφησε, υπάρχει ένας λόγος του πολύ επίκαιρος! «Μη νομίσετε ότι η ασθένεια είναι θλιβερή. Μόνον η αμαρτία είναι θλιβερή. Η ασθένεια μάς συνοδεύει μόνον μέχρι τον τάφο (αν είναι ανίατη). Ενώ η αμαρτία μάς συνοδεύει και μετά τον τάφο (αν είναι αμετανόητη)».
Καλή συνέχεια στην Σταυροαναστάσιμη πορεία!
π.Χρήστος Καραφουλίδης