Το χωριό Κόλντερε ήταν ένα από τα αμιγώς ελληνικά χωριά της Σμύρνης, που οι κάτοικοί του ξεριζώθηκαν με τη μικρασιατική καταστροφή και ήρθαν πρόσφυγες το 1924 στο χωριό Ίνελι, σημερινό Ανατολικό.
Μαζί με τους Κουβουκλιώτες και τους πόντιους πρόσφυγες αποτέλεσαν το νέο ανθρώπινο δυναμικό, που συγκρότησε και αναγέννησε το Ανατολικό
Οι Κολντεριώτες ποτέ δεν ξέχασαν την αλησμόνητη και αγαπημένη τους πατρίδα. Οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, μέχρι το τέλος της ζωής τους πίστευαν, ότι θα ξαναγυρίσουν πίσω, γι αυτό, όταν γλεντούσαν, έλεγαν ΄΄άντε και καλή πατρίδα΄΄ Αυτήν την πατρίδα τους, το Κόλντερε, θα προσπαθήσουμε να ζωντανέψουμε σε μία σειρά από αφιερώσεις μέσα από το Καφέ Ρωμανία. Στην πρώτη μας αναφορά κάνουμε απλώς μια ιστορική περιγραφή του Κόλντερε.
Το Κόλντερε βρίσκεται στην κοιλάδα του Έρμου, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Çal Dağ, σε υψόμετρο περίπου 150 μ. Απέχει 18 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά από τη Μαγνησία και 48 χλμ. βορειοανατολικά από τη Σμύρνη. Σύμφωνα με μαρτυρία, το Κόλντερε το αποκαλούσαν και «του πασά το χωριό».
Το χωριό εμφανίζεται αμιγώς μουσουλμανικό ήδη από το 16ο αιώνα. Ήταν μάλιστα βακούφι του τζαμιού του Ιβάζ πασά της Μαγνησίας. Οι περισσότεροι ορθόδοξοι κάτοικοι όμως ήρθαν στο χωριό μετά τα ορλωφικά το 1777 στο πλαίσιο αθρόων μεταναστεύσεων από την Πελοπόννησο στο βιλαέτι του Αϊδινίου χάρη στις πρωτοβουλίες της οικογένειας Καραοσμάνογλου.
Οι περισσότερες οικογένειες κατάγονται από την κάτω και άνω Μάνη και φέρουν στο όνομά τους την μανιάτικη κατάληξη ΄΄ άκος ΄΄ Θεοχαράκος Δελληγιωργάκος κτ.λ. Υπάρχουν όμως και οικογένειες από άλλους νομούς της Πελοποννήσου και ακόμα από τον θεσσαλικό κάμπο, όπως οι οικογένειες: Κάβουρα, και Καραγκούνη.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ωστόσο οι κάτοικοι του χωριού ήταν στην πλειονότητά τους ελληνόφωνοι ορθόδοξοι. Κατά μία εκτίμηση αριθμούσαν περίπου 700 σπίτια, κατά άλλη –μάλλον υπερβολική– έφθαναν τα 1.500. Στατιστική του 1905 δείχνει, πως υπήρχαν 1.460 ορθόδοξοι (από 1.000 στα 1870) και 250 τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι. Στη διάρκεια της ελληνικής κατοχής οι μουσουλμάνοι, που διέμεναν σε ξεχωριστό μαχαλά στην άκρη του χωριού, εκδιώχθηκαν από το χωριό.
Το χωριό εξέλεγε δικό του μουχτάρη με εκλογές, που διεξάγονταν στο σχολείο. Ήταν έδρα μουδουρλικίου και έτσι εξυπηρετούσε δικαστικές υποθέσεις γειτονικών ορθόδοξων και μουσουλμανικών χωριών. Υπαγόταν περαιτέρω στο καϊμακαμλίκι της Μαγνησίας, στο μουτεσαριφλίκι της Μαγνησίας και στο βιλαέτι Αϊδινίου. Υπήρχε αστυνομικό τμήμα, που έδρευε σε περιοχή έξω από το χωριό και εξυπηρετούσε και τα γειτονικά χωριά. Εκκλησιαστικά το Κόλντερε υπαγόταν στη μητρόπολη Εφέσου.
Οι Κολντεριανοί ήταν μικροϊδιοκτήτες γης, όπως και οι περισσότεροι ορθόδοξοι, που εγκαταστάθηκαν στο βιλαέτι Αϊδινίου. Ασχολούνταν με την καλλιέργεια σιταριού, κριθαριού, καλαμποκιού και βαμβακιού. Επιπλέον συνέλλεγαν τη γλυκόριζα που φύτρωνε στην κοιλάδα του Έρμου. Την αγροτική τους παραγωγή διέθεταν στην αγορά της Μαγνησίας. Ελάχιστοι ζούσαν από την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα). Στο παζάρι, που γίνονταν κάθε Σάββατο, συγκεντρώνονταν παραγωγοί από τα γειτονικά χωριά (Μουτεβελί, Χαρμανταλί, Τσαούσογλου, Φίλιο, Τσομπανισιά, Χατζηλέρι, Παπαζλί κ.ά.), για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Η ενοριακή εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην κοίμηση της Θεοτόκου. Στον περίβολό της βρίσκονταν τα δύο σχολεία και τα κελιά, όπου διέμεναν οι δάσκαλοι. Έξω από το χωριό υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ενώ στην κορυφή του λόφου είχε χτιστεί ο Προφήτης Ηλίας, όπου γινόταν λιτανεία την τρίτη του Πάσχα. Στο λόφο αυτό υπήρχε και ο μύλος του χωριού.
Το αρρεναγωγείο του Κόλντερε ήταν τετρατάξιο με δύο δασκάλους και εβδομήντα μαθητές και το παρθεναγωγείο τριτάξιο με μία δασκάλα και πενήντα μαθήτριες. Ο σχολικός προϋπολογισμός ανερχόταν σε είκοσι πέντε τουρκικές λίρες για το αρρεναγωγείο και σαράντα για το παρθεναγωγείο. Οι δάσκαλοι μισθοδοτούνταν από το κράτος.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι κάτοικοι του χωριού εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας. Λιγότεροι εγκαταστάθηκαν στη Θήβα, στη Νέα Ιωνία Βόλου, στον Άγιο Χριστόφορο Πτολεμαΐδας και στο Νησί Αλεξανδρείας.