Ο πόρος αυτός εισήχθη το 2021 με στόχο τη δημιουργία εσόδων για την ΕΕ, αλλά και την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ευθύνης των κρατών μελών, προωθώντας την ανακύκλωση και τη μείωση των πλαστικών απορριμμάτων. Ωστόσο, η εφαρμογή του μέτρου αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η οποία παρουσιάζει καθυστερήσεις και δυσκολίες στην υποβολή των απαραίτητων δεδομένων.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο νέος πόρος βασίζεται στον υπολογισμό των μη ανακυκλωμένων πλαστικών, με τα έσοδα από τον πόρο αυτόν το 2023 να ανέρχονται σε 7,2 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 4% των συνολικών εσόδων της ΕΕ.
Το πρώτο έτος εφαρμογής του μέτρου, το 2021, τα αναμενόμενα έσοδα υποεκτιμήθηκαν κατά 1,1 δισεκατομμύρια ευρώ σε επίπεδο ΕΕ. Αυτό το έλλειμμα καλύφθηκε μέσω πρόσθετων συνεισφορών από τα κράτη μέλη, οι οποίες βασίστηκαν στο Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (ΑΕΕ) τους.
Η Ελλάδα αντιμετώπισε μεγάλες προκλήσεις στην εφαρμογή του μέτρου. Η ασυνέπεια στην υποβολή δεδομένων από την Ελλάδα ήταν ένα από τα προβλήματα που επισημάνθηκαν στην έκθεση, καθώς το ελληνικό κράτος δεν ήταν προετοιμασμένο να υποβάλει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έπρεπε να υποβάλει τα δεδομένα για τα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών που παρήχθησαν και ανακυκλώθηκαν για το 2021 έως τις 31 Ιουλίου 2023. Ωστόσο, η υποβολή πραγματοποιήθηκε μόλις στις 24 Νοεμβρίου 2023, με τέσσερις μήνες καθυστέρηση. Αυτή η καθυστέρηση είχε σοβαρές συνέπειες, καθώς τα ελληνικά δεδομένα δεν συμπεριλήφθηκαν στον υπολογισμό του ιδίου πόρου για το 2021. Κατά συνέπεια, η χώρα δεν συμμετείχε στη διαδικασία αναπροσαρμογής της συνεισφοράς της για το συγκεκριμένο έτος.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι οι ελληνικές αρχές είχαν προειδοποιηθεί επανειλημμένα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τη σημασία της υποβολής αξιόπιστων και έγκαιρων στατιστικών στοιχείων.
Η έκθεση αναφέρει τα εξής:
«Διαπιστώσαμε ότι η Ελλάδα δεν υπέβαλε εγκαίρως την ετήσια κατάστασή της για το 2021. Η κατάσταση, η οποία περιείχε τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το βάρος των παραγμένων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών και την ποσότητά τους που ανακυκλώθηκε, έπρεπε να έχει υποβληθεί έως τις 31 Ιουλίου 202322. Η Ελλάδα απέστειλε ένα αρχικό πρωτότυπο της ετήσιας κατάστασης στην Επιτροπή μόλις στις 24 Νοεμβρίου 2023.
Η Επιτροπή ήταν ενήμερη για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι ελληνικές αρχές ως προς την κατάρτιση δεδομένων σχετικά με τα πλαστικά απορρίμματα, καθώς, ήδη τον Ιούνιο του 2022, η Ελλάδα δεν είχε υποβάλει τα στοιχεία που απαιτούνται από την οδηγία για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας αναφορικά με το έτος 2020.
Μολονότι η Επιτροπή απέστειλε αρκετές προειδοποιήσεις στις ελληνικές αρχές (μεταξύ άλλων και στη μόνιμη αντιπροσωπεία) σχετικά με τη σημασία των στοιχείων για τον ίδιο πόρο, η Ελλάδα δεν απέστειλε εμπρόθεσμα την οικεία ετήσια κατάσταση. Αυτό δείχνει ότι το κράτος μέλος ήταν ανέτοιμο να φέρει εις πέρας την κατάρτιση δεδομένων σχετικά με τα μη ανακυκλωμένα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών.
Λόγω αυτής της καθυστέρησης, τα δεδομένα από την Ελλάδα δεν συμπεριλήφθηκαν στη γνώμη που εξέδωσε τον Οκτώβριο του 2023 η ομάδα εμπειρογνωμόνων SPPW σχετικά με την ποιότητα των δεδομένων που αφορούσαν τα μη ανακυκλωμένα απορρίμματα πλαστικών συσκευασιών και επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς του ιδίου πόρου.
Ως εκ τούτου, τα δεδομένα δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη διαδικασία αναπροσαρμογής, ενώ τα αποτελέσματα δεν πρόκειται να γίνουν ορατά παρά τα επόμενα έτη».
πηγή: dnews.gr