Ψηφίστηκε κι αποτελεί πλέον νόμο του κράτους το νομοσχέδιο για την αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας, παρά τις έντονες αντιδράσεις όλων των κλάδων των εργαζομένων που προκάλεσε από την στιγμή της δημοσιοποίησης του. Αν και το Ελεγκτικό Συνέδριο επεσήμανε την αντισυνταγματικότητα πολλών διατάξεων του νόμου αλλά και την αδυναμία εξασφάλισης της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος με τις παρούσες μεταρρυθμίσεις, το νομοσχέδιο ψηφίσθηκε από 153 βουλευτές της Κυβέρνησης.
Πέραν, όμως, της πολυσυζητημένης αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες,και η οποία όχι μόνο δεν θα ενισχύσει την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού αλλά αντιθέτως θα οδηγήσει με βεβαιότητα στην εισφοροδιαφυγή και την ανεργία, ο νόμος περιλαμβάνει διατάξεις που αντανακλούν τον εισπρακτικό χαρακτήρα του και την περιστολή των παροχών του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο «παίρνει» αλλά δεν «δίνει». Συγκεκριμένα:
- Θεσπίζει την καταβολή εθνικής σύνταξης ποσού 384 ευρώ μηνιαίως, η οποία χορηγείται πλήρης μόνον εφόσον ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης και λάβει πλήρη σύνταξη, και μειωμένη σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με λιγότερα από 20 έτη ασφάλισης και πάντως όχι κάτω από 15, σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας κάτω από 80%. Στην περίπτωση των διπλοσυνταξιούχων, η εθνική σύνταξη καταβάλλεται μόνον μία φορά. Η πρόβλεψη αυτή αντηχεί τον αντιπρονοιακό της χαρακτήρα καθώς δεν διασφαλίζει ένα ελάχιστο ποσό σύνταξης στους συνταξιούχους αναπηρίας, οι οποίοι αιφνιδίως διακόπτουν τον ασφαλιστικό τους βίο και συνταξιοδοτούνται με λίγα χρόνια ασφάλισης, τα οποία εντέλει θα τους αποδώσουν ένα μηδαμινό ποσό ανταποδοτικής σύνταξης.
- Διατηρεί το ΕΚΑΣ έως το έτος 2019 και μειώνει το ατομικό και οικογενειακό ετήσιο φορολογητέο εισόδημα, που αποτελεί το βασικό κριτήριο για την χορήγηση του, από 500 έως και 4.500 ευρώ περίπου, με αποτέλεσμα να περιορίζει σημαντικά τον αριθμό των δικαιούχων σε σχέση με το 2015. Παράλληλα, προβλέπει τη χορήγηση του σε συνταξιούχους λόγω αναπηρίας με την προϋπόθεση ότι η αναπηρία τους ανέρχεται σε ποσοστό 80% και άνω.
- Προβλέπει την χορήγηση επιδόματος κοινωνικής Αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων ύψους 360 ευρώ, με δυνατότητα αναπροσαρμογής, το οποίο καταβάλλεται πλήρες μόνον εφόσον ο υπερήλικας έχει συμπληρώσει 35 πλήρη έτη διαμονής στην Ελλάδα και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε έτος που υπολείπεται των 35 ετών διαμονής στη χώρα. Το επίδομα αυτό δεν δικαιούνται όσοι έχουν σύζυγο που λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή μεγαλύτερη των 360 ευρώ. Με την διάταξη αυτή μειώνεται δραστικά ο αριθμός των δικαιούχων, καθώς είναι φανερό ότι ακόμα και αν ο ένας σύζυγος λαμβάνει μία πενιχρή σύνταξη λίγο παραπάνω από 360 ευρώ, ο έτερος σύζυγος δεν δικαιούται το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης. Παρά το γεγονός ότι το επίδομα αυτό έχει προνοιακό χαρακτήρα και αποσκοπεί την καταπολέμηση της φτώχειας και στην εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης, οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος πετυχαίνουν ακριβώς το αντίθετο.
- Μειώνει τα ποσοστά αναπλήρωσης βάσει των οποίων υπολογίζεται η σύνταξη, ενώ ακόμα και αν κάποιος έχει 40 χρόνια ασφάλισης, τα ποσοστά αυτά κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να αδικούνται οι ασφαλισμένοι που έχουν περισσότερα χρόνια ασφάλισης.
- Προβλέπει προσαύξηση της σύνταξης με την χορήγηση επιδόματος τέκνου μόνον στον ένα εκ των συζύγων κατ’ επιλογή τους και όχι και στους δύο.
- Προβλέπει την αναπροσαρμογή των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων από 1.1.2019 σύμφωνα με το νέο τρόπο υπολογισμού ώστε να προσαρμοστούν αυτές στα νέα δεδομένα. Καθίσταται έτσι σαφές ότι θα ανατραπούν όλες οι συντάξεις, ανεξαρτήτως του χρόνου χορηγήσεως τους και τα ήδη επιβαρυμένα Ασφαλιστικά Ταμεία (τμήματα κατά το νόμο) θα πρέπει να ασχοληθούν, παρά την έλλειψη προσωπικού και την ήδη υπάρχουσα καθυστέρηση στην έκδοση νέων συντάξεων, με τον επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων.
- Μεταβάλει τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς εξαγοράς των πλασματικών χρόνων τόσο στον Δημόσιο όσο και στον Ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι η εισφορά εξαγοράς θα ισούται με το ποσοστό της εισφοράς εργοδότη και εργαζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών του δημοσίου υπαλλήλου κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναγνώρισης και επί των αποδοχών του ιδιωτικού υπαλλήλου/αυτοαπασχολούμενου του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησης πριν την υποβολή της αίτησης εξαγοράς και όχι επί του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη που ισχύει σήμερα, γεγονός που θα οδηγήσει στην αύξηση της.
- Μετατρέπει το δικαίωμα χορήγησης δεύτερης σύνταξης σε δικαίωμα προσαύξησης του ποσού της πρώτης σύνταξης, με αποτέλεσμα τη χορήγηση μίας εθνικής σύνταξης και μίας ανταποδοτικής, η οποία θα υπολογίζεται με τα δεδομένα της πρώτης σύνταξης και θα προσαυξάνεται κατά τα έτη που θεμελίωσε ο ασφαλισμένος δικαίωμα λήψης δεύτερης σύνταξης.
- Προβλέπει ότι οι εκκρεμείς από 1.9.2013 αιτήσεις για τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος θα κριθούν βάσει των διατάξεων του νέου καθεστώτος, με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση στην έκδοση των σχετικών αποφάσεων.
- Προβλέπει την διαμόρφωση του ποσού των επικουρικών συντάξεων με βάση τα δημογραφικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε εγκεκριμένους αναλογιστικούς πίνακες θνησιμότητας και το πλασματικό ποσό επιστροφής των εισφορών που κατέβαλε ο ασφαλισμένος. Οι εκκρεμείς αιτήσεις θα εξετασθούν με το προηγούμενο καθεστώς, όμως, τα ποσά των καταβαλλόμενων συντάξεων θα αναπροσαρμοσθούν σύμφωνα με το νέο νόμο, εφόσον το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης ξεπερνά τα 1.300 ευρώ. Η πρόβλεψη αυτή αγνοεί ολοφάνερα το γεγονός ότι οι πόροι των επικουρικών ταμείων προέρχονται μόνον από τις εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου και όχι από τη συμμετοχή του κράτους, ώστε να εξαρτάται το ποσό τους από δημογραφικά δεδομένα.
- Θέτει ως όριο ηλικίας χορήγησης της σύνταξης θανάτου το 55ο έτος της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, ενώ σε περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος η σύνταξη θα καταβάλλεται για μια τριετία. Επιπλέον, προβλέπει τη χορήγηση μειωμένης σύνταξης σε περίπτωση μεγάλης ηλικιακής διαφοράς των συζύγων.
- Προβλέπει μείωση ποσοστού 60% της σύνταξης όσων συνταξιούχων αναλαμβάνουν μισθωτή εργασία ή αυτοαπασχολούνταιανεξαρτήτως ηλικίας, ενώ αναστέλλεται η σύνταξη όσων συνταξιούχων παρέχουν την εργασία τους σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.
- Διατηρεί τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων που ίσχυε έως 31.12.2014 για όλες τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που θα υποβληθούν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου.
- Προβλέπει ότι οι αιτήσεις συνταξιοδότησης δημοσίων υπαλλήλων που θα υποβληθούν από την έναρξη ισχύος του νόμου έως και 31.12.2016 θα κριθούν με τον νέο τρόπο υπολογισμού και αν προκύψει μείωση μεγαλύτερη από 20% σε σχέση με τον παλιό τρόπο υπολογισμού, ο συνταξιούχος θα λάβει ως προσωπική διαφορά το ½ της διαφοράς, ενώ όσοι αποχωρήσουν το 2017 ή το 2018 θα λάβουν το 1/3 ή το ¼ της διαφοράς αντίστοιχα.
- Διατηρεί μεταβατική περίοδο σταδιακής αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών στον κλάδο κύριας σύνταξης των αγροτών από 1.7.2015 έως 31.12.2021, ώστε από 10% να διαμορφωθεί από 1.1.2022 σε ποσοστό 20%.
- Προβλέπει την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες από 1.1.2017 έως 21.12.2020 ανάλογα με το εισόδημα τους, με άμεσο αντίκτυπο στην σύνταξη τους, καθώς η καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών σημαίνει αυτόματα και καταβολή μικρότερης σύνταξης.
Από τις ανωτέρω μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επαναλαμβάνουμε, δεν στηρίζονται σε αναλογιστικές μελέτες ικανές να διασφαλίσουν την βιωσιμότητα του «νέου» ασφαλιστικού συστήματος σε συνδυασμό με την έντονη αύξηση των ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, τη μείωση δικαιωμάτων αλλά και μελλούμενη, από ό,τι φαίνεται, αύξηση των φορολογικών βαρών, γεννώνται αρκετές αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα των «νέων» ρυθμίσεων. Ακόμη και το επιχείρημα από τα κυβερνητικά χείλη, ότι το νέο ασφαλιστικό άγει σε «αναδιανομή» των βαρών και στην ελάφρυνση των ασφαλισμένων με μικρότερα εισοδήματα είναι απολύτως σαφές, ότι δε μπορεί να σταθεί, καθώς πλην του γεγονότος, ότι δεν είναι απόλυτα αληθές, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που συνέβη, δε μπορεί να απομονωθεί από τις υπόλοιπες φορολογικές (άμεσες και έμμεσες) επιβαρύνσεις και από την πολυετή και διαρκώς διογκούμενη οικονομική κρίση, που μαστίζει την Χώρα μας. Κατά τη δική μας άποψη τίθενται αρκετά ζητήματα τόσο συμβατότητας του ασφαλιστικού νόμου με το Σύνταγμα και με άλλους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου όσο και ευθείας περαιτέρω μείωσης της οικονομικής δύναμης των πολιτών.
Κοζάνη, 12.05.2016
Γεωργία Κιουλτζή
Σπύρος Μπαλατσούκας
Μέλη της Δικηγορικής Εταιρείας
«Νομικός Λόγος»