Κομβική η παρουσία του Συντονιστή για τη Δίκαιη Μετάβαση, Κωστή Μουσουρούλη στην περιοχή. Έσωσε τα προσχήματα σε σχέση με την σχεδόν μηδενική (και ίσως ποινικοποιημένη) συζήτηση με την κοινωνία την τελευταία δεκαετία για την επόμενη μέρα. Έστω και στο παρά πέντε, η Κυβέρνηση φρόντισε να δώσει ένα μήνυμα σχετικά με το ότι – τελικά – η διαδικασία της μετάβασης θα γίνει με ένα – κάποιο – σχέδιο.
Αυτό δεν είχε γίνει έως τώρα. Το τελευταίο επεισόδιο στο «σίριαλ», ήταν η επεισοδιακή έλευση Γεωργιάδη και Χατζηδάκη, στο “συνέδριο” του Φεβρουαρίου για την Απολιγνιτοποίηση. Τότε, μπορεί να δόθηκε ένα στίγμα με κάποιες βασικές δεσμεύσεις, όμως αποδείχθηκε πως η συγκυρία δεν ήταν ώριμη για συζήτηση. Ούτε να ακούσουν ήθελαν οι Υπουργοί, ούτε είχαν κάτι συγκεκριμένο να πουν.
Πάμε στο σήμερα: αντιλήφθηκα πως για πρώτη φορά – επιτέλους – στάλθηκε ένας κυβερνητικός παράγοντας ο οποίος ήρθε να μιλήσει σοβαρά με τους θεσμούς και την κοινωνία της Δυτικής Μακεδονίας. Ο Μουσουρούλης ήρθε να ακούσει και να ζυμωθεί με τους πολίτες, συζήτησε άλλωστε για 10 μέρες με αρκετές εκατοντάδες ανθρώπων. Κατέγραψε τα πάντα, σε μία συμμετοχική διαδικασία πρωτόγνωρη για την περιοχή.
Προέκυψαν αρκετά συμπεράσματα, κυρίως προς την ετοιμότητα και την ωριμότητα όλων των πλευρών να συνδιαμορφώσουν το πλάνο. Δυστυχώς, στο επίπεδο αυτό η περιοχή, αποδείχθηκε πως δεν είναι έτοιμη να συνεισφέρει με συγκεκριμένες προτάσεις, παρά την πανσπερμία μελετών και καταγραφών των παθογόνων παρελθόντων ετών. Αναδείχθηκε το μεγάλο κενό στην παραγωγική δραστηριότητα της Δυτικής Μακεδονίας το οποίο εντοπίζεται την τελευταία δεκαετία με τη μείωση της λιγνιτικής παραγωγής, έως και σήμερα. Αναδείχθηκε λοιπόν, πως αυτό το κενό δεν θα δημιουργηθεί από εδώ και πέρα, αλλά είναι υφιστάμενο με τις συνέπειες του ήδη ορατές. Συνεπώς, από εκεί που βρισκόμασταν στα κάγκελα, προβλέπω πως τους επόμενους μήνες θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να επιδιώξουμε την επιτάχυνση της υλοποίησης του κυβερνητικού σχεδίου – όποιο και αν είναι αυτό – μη έχοντας στιβαρή αντιπρόταση.
Από την άλλη μεριά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σε επιμέρους ζητήματα, τα συμφέροντα της περιοχής και της χώρας, δεν μπορεί και δεν γίνεται να ταυτίζονται πλήρως. Όπως αναμενόταν, υπήρχαν συγκρούσεις (πχ Τηλεθερμάνσεις) που φαίνεται πως εξομαλύνονται κατόπιν διαπραγμάτευσης, συζήτησης, και υποχωρήσεων όπου χρειάστηκε. Εδώ η Δυτική Μακεδονία σε θεσμικό επίπεδο, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Το θετικό της υπόθεσης, είναι και αυτό που πρέπει να μας μείνει: ήρθε για πρώτη φορά ένας σοβαρός τεχνοκράτης με περγαμηνές, και μας εξήγησε με χαρτί και μολύβι που βρισκόμαστε, τι επιδιώκει η κυβέρνηση να κάνει και με ποια χρονοδιαγράμματα, στα πλαίσια του σχεδιασμού για τη δίκαιη μετάβαση. Από την άλλη μεριά, ο πήχης σηκώθηκε πολύ ψηλά, καθώς η Κυβέρνηση με την επίκληση στη «ρήτρα μετάβασης» θα επιχειρήσει να κάνει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, αυτό που δεν έγινε επί δεκαετίες. Δεν είμαστε αισιόδοξοι για το αν τα αντανακλαστικά του κράτους θα ξεπεράσουν τα εμπόδια και τις καθεστωτικές νοοτροπίες της Γραφειοκρατίας, καθώς για να «βγει το πρόγραμμα» απαιτούνται θεμελιακές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των θεσμών σε όλα τα επίπεδα. Και μην ξεχνάμε πως όλη αυτή η προσπάθεια, θα αξιολογηθεί με όρους αγοράς: τα αποτελέσματα της θα πρέπει να είναι οι θέσεις εργασίας που θα παραχθούν από νέες επενδύσεις που θα γίνουν με ιδιωτικά κεφάλαια, αν και εφόσον η περιοχή καταστεί ελκυστική!
Σε κάθε περίπτωση, παρατηρούμε πως η όλη επιτάχυνση των διαδικασιών πηγάζει από το ότι η μετάβαση βρίσκεται υπό ευρωπαϊκή ομπρέλα. Για την ακρίβεια, το ευρωπαϊκό πακέτο είναι το τρένο που τρέχουμε να προλάβουμε. Το ότι ο ελληνικός σχεδιασμός είναι προσανατολισμένος στο “υπό κατασκευή” ευρωπαϊκό πρόγραμμα, μας κάνει να αναρωτηθούμε, τι θα γινόταν αν καλούμασταν να κάνουμε την προδιαγεγραμμένη μετάβαση μόνο με εθνικούς πόρους (!).