Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr
Αυτό το Γενάρη που μόλις πέρασε, είχα κατά νου να γράψω κάποια άρθρα αφιερωμένα σε σημαντικούς ανθρώπους. Προσωπικότητες που τίμησαν αυτήν τη χώρα, διεθνώς, μα και φθονήθηκαν όσο λίγοι γι΄αυτά που πέτυχαν (κυρίως από την εγχώρια καθεστηκυία τάξη). Έλα όμως που οι εκλογές επισκίασαν τα σχέδια που έκανα, άσε που στο τέλος ο Θεός πάντα γελάει με τους ανθρώπινους προγραμματισμούς. Σχεδόν ανήμερα των εκλογών συμπληρώνονταν 3 χρόνια από το ταξίδι μιας ημέρας προς την αιωνιότητα του Θόδωρου Αγγελόπουλου(1935-2012). Ασφαλώς δεν περίμενα να τον θυμόταν κανείς, μέρες εκλογικού οργασμού και επικειμένης αναγέννησης ελπίδων, που τόσο ανάγκη είχαμε. Αναμένοντας τα exit pools όμως, τι να δω: πολύνεκρο δυστύχημα στην Ισπανία από ελληνικό F-16, πρόβλημα υγείας για τον επίτιμο και ένα ακόμα ταξίδι προς την αιωνιότητα: αυτό του Ντέμη Ρούσσου(1946-2015). Τρίτωσε το κακό, ήμουν και εγώ στο νοσοκομείο, μάλλον δεν ήταν καλή ημέρα η Κυριακή εκείνη, για να παραφράσω ελευθέρως τους Κατσιμιχαίους απ΄τα «Ζεστά Ποτά».
Μεταξύ τους οι δύο αυτές προσωπικότητες παρουσίασαν κάποιες κοινές ομοιότητες μα και μεγάλες σαφώς αποκλίσεις. Παρότι και οι δύο είχαν μέσα τους έντονο το ελληνικό στοιχείο, το καλλιτεχνικό τους στίγμα υπήρξε σαφώς διακριτό από την σύγχρονή τους τέχνη στην Ελλάδα. Ο μεν Αγγελόπουλος, ως τέκνο μια νέας κινηματογραφικής Ελλάδας που ύψωσε το ανάστημά της κάπου μετά τα μέσα του 60΄. Ο Ρούσσος ως μέλος μια άλλης μουσικής Ελλάδας, που συγκροτούσε και διέλυε συνεχώς αγγλόφωνα συγκροτήματα, προσπαθώντας να αναδυθεί μέσα στο χάος της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας του 60΄ και της πληθώρας μουσικών ελληνοκεντρικών αλλά και ανατολικών τάσεων, που τότε κυριαρχούσαν. Ο Αγγελόπουλος έδειξε από την «Εκπομπή» του 1968, την προτίμησή του στην εικόνα έναντι του λόγου και της υποκριτικής. Ο Ρούσσος πάλι, μπασίστας Αλεξανδρινός, ανακάλυψε το χάρισμά του, όταν το ανακάλυψαν κάποια στιγμή στην Αθήνα οι συνάδελφοί του! Συγκλονιστικός τραγουδιστής, ορισμός μιας ουράνιας φωνής, που έφυγε μαζί με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Λουκά Σιδερά, για να κυνηγήσουν το δικό τους όνειρο: Αγγλία, Γαλλία και εν τέλει Αμερική. Η ιδιοφυία του Παπαθανασίου σε συνδυασμό με το άφθαστο υψίφωνο του Ρούσσου, γέννησαν αμέσως τεράστιες ποπ επιτυχίες που πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα δίσκων σε όλο τον πλανήτη.
Ο Αγγελόπουλος, έχοντας δώσει ήδη το παρόν με την ασπρόμαυρη «Αναπαράσταση» του 70΄, γυρίζει τις «Μέρες του 36΄». Μια ταινία η οποία αφήνεται να γυρισθεί και να προβληθεί από τον τότε ιδεολογικό υπεύθυνο της δικτατορίας, με την χαρακτηριστική έκφραση «δεν σας φοβόμαστε» ! Ο Ρούσσος από τη μεριά του, μαζί με τα μέλη των Aphrodite’s Childs, προσπερνώντας την τεράστια επιτυχία που γνώριζε το συγκρότημα, ηχογραφούν το «666», έναν από τους καλύτερους -ever and ever- ψυχεδελικούς δίσκους. Ερχόμενοι σε αντίθεση με την εταιρία τους, που ποτέ δεν προώθησε το έργο, αλλά δεν την χάλασαν κιόλας τα 20 εκατομμύρια πωληθέντα αντίτυπα !
Αμφότεροι εγκλωβίσθηκαν στην τεράστια αναγνώριση του ταλέντου τους. Ο μεν Αγγελόπουλος παρέμεινε πιστός στα σιωπηλά βλέμματα-πλάνα στην ιστορία, συνδεδεμένα με την δυστυχία που οι πολιτικοί έφερναν και φέρνουν στους ανθρώπους. Συνέχιζε να γυρίζει και μετά την δικτατορία ταινίες που κυριαρχούσε απόλυτα το πλάνο αλλά απουσίαζε επιδεικτικά ο λόγος, για να μην πω το σενάριο και παρεξηγηθώ. Ο Ρούσσος που παρέκλινε από το δικό του καλλιτεχνικό όραμα, με το να κερδίζει χρήματα και δόξα, με το θείο χάρισμα της φωνής του, αλλά τραγουδώντας ολοένα και πιο εύπεπτα κομμάτια. Αναλώσιμα για τις ανάγκες της μουσικής βιομηχανίας και της συνέχισης της σταδιοδρομίας του.
Ο Αγγελόπουλος νιώθω πως ελάχιστα έγινε κατανοητός. Για τον πολύ κόσμο, ήταν το λιγότερο δυσνόητος. Αποτελούσε μια μόνιμη πρόφαση των θεατών, για να μην βλέπουν νέο ελληνικό κινηματογράφο και γενικά κινηματογράφο, πέρα από τη φιλοσοφία του χολυγουντιανού ταχύτατου ρυθμού των films. Δαιμονοποιήθηκε. Για τον λιγότερο κόσμο, υπήρξε πεφωτισμένη πολιτική σημαία της αριστεράς, πρόφαση εκδήλωσης εθνομηδενιστικής παραφιλολογίας, ευκαιρία λήψης ετερόφωτης δόξης. Κριτικοί της σχολής του τον ύμνησαν, άλλοι επιζητούσαν μετά μανίας λίγο χώρο στο πλάνο μιας φωτογραφίας του. Εν τέλει ελάχιστοι κατάλαβαν πως από μια περίοδο και μετά δεν έκανε πολιτικές ταινίες, αλλά αντλούσε τον ανθρωπισμό και την ιστορική του θέαση μέσα από την πολιτική επικαιρότητα και διαχρονικότητα. Το «Βλέμμα του Οδυσσέα», νομίζω, πως αποτελεί μια ερμηνευτική της φιλοσοφίας του. Πάντα υπήρχαν 2 Αγγελόπουλοι, ο πραγματικός κινηματογραφιστής δηλαδή και ο «τίνα με λέγουσι οι άνθρωποι είναι» όπως είχε και ο Χριστός ρωτήσει.
Ο Ρούσσος περισσότερο συζητήθηκε για άλλα πράγματα, πλην της καλλιτεχνικής του παρουσίας: κιλά, κελεμπίες, dolce vita, δηλώσεις περί μετενσάρκωσης κ.τ.λ. Τα σημερινά παιδιά θυμούνται από ελάχιστα έως καθόλου τον Νίκο Γκάλη, στον Ρούσσο θα στέκονταν. Αναλώνονται σε ψεύτικους κόσμους των lan παιχνιδιών στο internet ή αναζητούν τα δικά τους καλλιτεχνικά αστέρια, σε ατάλαντους χιπ-χοπάδες, άφωνους ροκάδες που εμπορεύονται τον καταγγελτικό λόγο. Νομίζουν ότι τραγούδι είναι οι καλλίγραμμες μικροφωνοφέρουσες, που τραγουδούν ξεντυμένες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Με το φλερτ να είναι μια σύνδεση σε δίκτυο γνωριμιών του διαδικτύου, ίσως δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία, για έναν χορό υπό τους ήχους ενός «Rain and Tears».
Αμφότεροι παρότι κοσμοπολίτες κίνησαν για το μεγάλο τους ταξίδι από την Αττική γη. Ο Αγγελόπουλος μετά το τραγικό δυστύχημα του 2012 και ο Ρούσσος προτιμώντας ως ασθενής την ελλαδική γη έστω και ας μην είναι αλεξανδρινή, από τις χώρες που τόσα χρόνια μεγαλούργησε. Κρατάω λοιπόν ως ανάμνηση πάντα κάποιες εικόνες και ήχους από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» αλλά και νιώθοντας τους «Four Horsmen» να πλησιάζουν.