Παρόλο που είμαι μέλος της Ένωσης Κεντρώων, είχα έντονο ενδιαφέρον για τις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ και την εκλογή του προέδρου της. Όπως κάθε Έλληνας πολίτης θα όφειλε να έχει, για μια διαδικασία που πιθανώς θα εκλέξει τον επικεφαλή της επόμενης κυβέρνησης και ηγέτη της χώρας.
Η αλήθεια είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν εξ’ αρχής η καλύτερη υποψηφιότητα μεταξύ των τεσσάρων υποψηφίων, για έναν κυρίως λόγο: Διότι ήταν ο μοναδικός που εξέφραζε μεσαφήνεια την απόλυτη αναγκαιότητα για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε αυτήν την έρμη χώρα, που τίποτα δεν εννοεί να αλλάξει. Από την αρχή της εσωκομματικής «προεκλογικής» περιόδου, ήταν ο μόνος που κράτησε ήπια στάση μεταξύ των τεσσάρων, και απέφυγε συστηματικά τους χαρακτηρισμούς, τις επιθέσεις, τις τεχνητές εντάσεις και τα «χτυπήματα κάτω από τη μέση». Όταν οι υπόλοιποι υποψήφιοι – με επικεφαλής τον κ. Μεϊμαράκη κυρίως – γελοιοποιούσαν την διαδικασία και την ίδια την ΝΔ με τις προσωπικές τους δημόσιες εκρήξεις και χαρακτηρισμούς, ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να απέχει. Μάλιστα ήταν ο ίδιος που πρότεινε την δημιουργία κώδικα δεοντολογίας μεταξύ των υποψηφίων ώστε να πάψει να εκτίθεται η ΝΔ.
Αυτή βέβαια η ενέργεια, αφορά την δημόσια εικόνα ενός κόμματος και όχι την ουσία των θέσεων του κάθε υποψηφίου. Όντας μέλος διαφορετικού κόμματος, προσωπικά δεν με απασχολεί η δημόσια εικόνα ενός κόμματος όπως η ΝΔ, που ευθύνεται διαχρονικά κατά το ήμισυ για την καταστροφή της πατρίδας. Παραδοσιακοί ψηφοφόροι και υποστηρικτές της ΝΔ όμως, είναι βέβαιο πως ένιωθαν προσβεβλημένοi με την εικόνα του «ξεκατινιάσματος» που έβγαινε προς τα έξω.
Στην ουσία των πολιτικών θέσεων λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης υπερείχε με μεγάλη διαφορά, έναντι των συνυποψήφιων του. Ήταν ο μοναδικός εκ των τεσσάρων, που παρουσίασε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση του κόμματος εντός 111 ημερών, με εντελώς συγκεκριμένες προτάσεις. Προτάσεις που περιστρέφονταν γύρω από την απόλυτη ανάγκη αξιοκρατικής επιλογής στελεχών και διαδικασιών στο κόμμα. Η παραπάνω παθογένεια υπήρξε απόλυτο γνώρισμα της ΝΔ τω τελευταίων ετών, και ο κύριος λόγος που η κοινωνία της είχε γυρίσει την πλάτη. Ο κ. Μητσοτάκης το αντιλήφθηκε. Για την ΝΔ του χτες, το μοναδικό που μετρούσε στην επιλογή στελεχών ήταν η κομματική τους προσήλωση διαχρονικά καθώς και οι σχέσεις τους με παλιούς «βαρόνους». Ενώ ταυτόχρονα υπήρξε ισχυρή άρνηση για την είσοδο και υποστήριξη νέων στελεχών στο κόμμα. Κυρίως από παλιούς βουλευτές και πολιτευτές της κάθε εκλογικής περιφέρειας, που απλώς έβλεπαν την ΝΔ ως ένα μέσο προσωπικού βιοπορισμού. Ισχυρά δείγματα της παραπάνω παθογένειας έχουμε και στην περιοχή της ΠΕ Κοζάνης…
Κυρίως όμως εκεί που υπερείχε ο κ. Μητσοτάκης ήταν στις θέσεις του για την οικονομία. Όντας πιστός στο φιλελεύθερο μοντέλο της οικονομίας, πήρε θέσεις δημοσίως έναντι καυτών ζητημάτων. Κάτι που ούτε κατά διάνοια δεν έπραξαν οι συνυποψήφιοί του, εκτός ίσως από τον Άδωνι Γεωργιάδη κατά τον πρώτο γύρο. Απέναντι στονλαϊκισμό και τις γενικόλογες αερολογίες των συνυποψήφιων του, ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να αναφερθεί σε συγκεκριμένα ζητήματα, ακόμα και όταν αυτά είχαν θεωρητικά πολιτικό κόστος. Και κυρίως είπε αυτό που όλοι εμείς που αγωνιούμε για το μέλλον αυτής της χώρας γνωρίζουμε: Ότι αν δεν επικεντρωθεί η Ελλάδα στην ελάφρυνση και την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας, η οποία αποτελεί το μοναδικό μέσο για να ξεφύγει η Ελλάδα από την κρίση και να ξεκινήσει να παράγει, τα μνημόνια δεν θα σταματήσουν ποτέ.
Για τους υπόλοιπους συνυποψήφιους του, δεν θα αναφερθώ εκτεταμένα. Για τον κ. Μεϊμαράκη έχω αναφερθεί στο παρελθόν. Ένας παλαιοκομματικός της ΝΔ, που ουδέποτε έδειξε το παραμικρό έργο από τις δημόσιες θέσεις που κατείχε, ενώ το όνομά του έχει εμπλακεί και σε δύο υποθέσεις διαφθοράς, η μια εκ των οποίων σημαντική. Ουδέν περαιτέρω σχόλιο. Ο κ. Τζιτζικώστας από την άλλη, αποτελούσε μια περίπτωση «νέου» σε ηλικία υποψηφίου, του οποίο ο πολιτικός λόγος όμως αποτελούσε ότι πιο «παλιό» και αναχρονιστικό έχει οδηγήσει αυτήν την χώρα στην παρακμή. Γενικολογίες, άκρατος λαϊκισμός, «ωραία λόγια προς όλους» και τίποτα απολύτως συγκεκριμένο βεβαίως. Εύχομαι η εκλογή Μητσοτάκη να αποτελέσει μια ηλιαχτίδα ελπίδας σε μια διαλυμένη χώρα, που φοβάται και αρνείται να αλλάξει.