-Ξες κάτι, Χάμπο;
-Τι, Κάκκο, για πες;
-Δε ξέρω τι λεν οι δείκτες της οικονομίας, αυτό που ακούω που λεν πως βελτιώνονται…
-Όχι, αλήθεια, Κάκο, δεν λένε μόνο. Βελτιώνονται…
-Δε λέω εγώ, τη δουλειά τους κοιτάνε οι δείκτες, τη δουλειά μου κοιτάω κι εγώ, Χάμπο!
Δηλαδή, Κάκκο;
-Δηλαδή, Χάμπο, δω που τα λέμε, τι δουλειά, αφού συνταξιούχος είμαι. Μικροσυνταξιούχος, για να το πω πιο καλά. Μετρημένα στο μη περαιτέρω. Κάτι πρέπει να κάνω, Χάμπο. Να βρω κανένα συμπλήρωμα. Πρέπει. Να βελτιώσω κι εγώ τους οικονομικούς μου δείκτες.
-Τόσο πολύ το χρειάζεσαι, Κάκκο; Θα βγεις να δουλέψεις σε τέτοια ηλικία;
-Όχι, βρε Χάμπο, κανονική δουλειά. Δε θα βαράω και γκασμά οκτάωρο. Καμία…πονηρή δουλίτσα…
-Ώπα! Τι λες, βρε Κάκκο, με τρομάζεις. Δηλαδή…παράνομη;
-Έεε, όχι και παράνομη, βρε Χάμπο. Δηλαδή, και νόμιμη δε θα ‘ ναι. Δε θα θεωρήσω και βιβλία, να κόβω αποδείξεις και τιμολόγια…
-Μπερδεμένα με τα λες, Κάκκο, και με φοβίζεις!
-Κοίτα, φίλος είσαι, θα στα πω απ’ έξω – απ’ έξω. Να με πεις και τη γνώμη σου.
-Για πες…για πες, μη τυχόν και σε σταματήσω από καμιά κουτουράδα δηλαδή.
-Η ιδέα με ήρθε προψές το βράδι που είχαμε στο σπίτι, έτσι, σαν οικογενειακό συμβούλιο…Εγώ, η Θεγοδοσία και η κόρη μου η Διαλεχτή. Ξέρεις, η καημένη, πηγαινοέρχεται κάθε μέρα στο Αμύνταιο. Απ’ τη μια είν’ το μεροκάματο, απ’ την άλλη είν’ το έξοδο, πάνε – γύρνα.
-Έεε, δεν μπορεί, Κάκκο, κάτι θα μένει. Δε μπορεί!
-Μωρέ κάτι μένει. Αλλά, αυτά μ’ έλεγε η κυρά μ’ η Θεγοδοσία. “Κοίτα”, μ’ έλεγε η Θεγοδοσία, “πρέπει να μαζέψει ό,τι περισσεύει στην άκρη απ’ τα μισθά της, μπας κι αξιωθεί να κάνει τίποτα αύριο – μεθαύριο”, μ’ έλεγε η Θεγοδοσία.
Συμφωνώ, Κάκκο. Δεν έχει άδικο η Θεγοδοσία. Το περίσσευμα η Διαλεχτή να το βάζει στην άκρη, να το βάζει.
-Γι’ αυτό, μ’ έλεγε η Θεγοδοσια,: “Να κάνουμε κάτι, να βάζουμε στην άκρη κανένα συμπλήρωμα”, μ’ έλεγε…Τότε τι λέω κι εγώ, “και τι να κάνουμε μωρέ Θεγοδοσία, που εσύ μόνο το φλιτζάνι ξες να λες”;
-Ξέρει να λέει το φλιτζάνι η Θεγοδοσία, Κάκκο;
-Ναι για. Ξέρει και καλά μάλιστα. Και πάνω σ’ αυτό πετιέται η Διαλεχτή και με λέει: “Γιατί μπαμπά; Ξες τι γινόταν στη Σαλονίκη, όταν σπούδαζα εκεί”;
-Τι γινόταν, Κάκκο; Για πες;
-Με λέει η Διαλεχτή: “Ήταν ένα καφέ που σύχναζα, όπου οι σερβιτόρες που έφερναν τον καφέ, σου λέγαν και το φλιτζάνι! Και ξες τι λεφτά βγάζανε όλοι; Μαγαζί και σερβιτόρες”;
-Αλήθεια, Κάκκο;
-Αλήθεια, ψέματα, ξέρω γω; Λέω κι εγώ “χάνουμε τίποτα να δοκιμάσουμε”; Να βάλω τη Θεγοδοσία να λέει το φλιτζάνι κι ό,τι βγάλουμε βρε αδερφέ. Σάμπως σάσκινες δεν έχει; Τι να πω; Μαϊμουτζιλίκια πράματα, αλλά άμα βγαίνει;
-Τι λες τώρα, Κάκκο; Για βάλτε μπρος κι άμα η δουλειά πάει καλά και δεν προλαβαίνει η Θεγοδοσία, να βάλουμε και τη Θαλή να κάνει δεύτερη βάρδια. Βρε λες; Για βάλτε μπροστά, Κάκκο.