Η Κοζάνη με τον Τάκη Χάτσιο έχει τον δικό της TAKIS, που με το εικαστικό του τάλαντο, χαρτογραφώντας ο ίδιος την εναρκτήρια συνομιλία, εκφράζει για δεκαετίες τις προσπάθειες πολλών κοζανιτών, μέσω του πολιτισμού, να συνομιλήσουν με τους συμπολίτες τους.
Σηκώνει με νόημα κι αισθητική το βάρος του αρχικού κινήτρου, του ερεθίσματος, ώστε να δούμε, ν΄ακούσουμε, να μετάσχουμε σε ό,τι απαρτίζει ,τελικά, την ατμόσφαιρα της πόλης, τη γοητεία της, το πρόσωπό της.
Η γενιά μου πρωτοείδε μαζικά ασπρόμαυρες αφίσες, τη δεκαετία του ΄70 και τις κατέστησε μοναδικά στολίδια στα λιτά φοιτητικά σπίτια. Τα ίδια έργα παντού, το γυμνό λ.χ του Matisse, η Γκουέρνικα κι ο Δον Κιχώτης του Picasso, χωρίς όμως να προκαλούν την ανία της επανάληψης, αφού φάνταζαν πρωτόγνωρα και μοναδικά στο ζόφο της δικτατορίας.
Ίσως η τάση αυτή να συνδέεται με το ανανεωτικό ρεύμα που σάρωσε την Ευρώπη από τον ΜΑΗ ΤΟΥ ΄68, ως τρόπος διάδοσης της Τέχνης με υλικά ταπεινά, με μέσα φθηνά, αλλά με αποτελέσματα που δεν ήταν ευτελή.
Αυτή η νέα τεχνική προσαρμοσμένη στην τεχνολογική εξέλιξη και κατακλυσμένη από την πλημμυρίδα της διαφήμισης ως του απόλυτου μέσου της καταναλωτικής κοινωνίας, συνάντησε πολλές περιπέτειες στο διάβα της: Άλλοτε τη χυδαία υπερβολή (κιτς) ως παγίδα για την υποταγή του νου και της ψυχής κι άλλοτε το μέτρο ως χάρη για το ξύπνημα του νου και την απόλαυση του οφθαλμού.
Ο Τάκης Χάτσιος έκανε τέχνη τον καλαίσθητο χειρισμό της τεχνικής κι εγώ είχα την τύχη να γίνω κοινωνός της, όταν άμεσα συνεργάστηκα μαζί του για τις ανάγκες του Δήμου Κοζάνης.
Τον συναντούσα, τότε, σοβαρό, ολιγόλογο, με αινιγματικό χαμόγελο στο τραπέζι του μόχθου του. Οι προτάσεις του ήταν κατασταλαγμένες κι από αυτές επέλεγες. Αν ξέφευγες στις επιδιώξεις σου, προσέκρουες στη άρνησή του να ξε-πουλήσει την τέχνη του, τα οράματά του και να ξεπέσει στο στεγνό κέρδος. Το αποτέλεσμα ήταν αφίσες- αριστουργήματα, ως το ιδανικό όχημα για τα Λασσάνεια και την Αποκριά.
Όταν πάλι ένιωθε πως για τους ίδιους θεσμούς η έμπνευσή του εξαντλήθηκε, τότε διέκοπτε τη συνεργασία, για να μην ανακυκλώσει τις ιδέες του, με αμφίβολης ποιότητας αποτελέσματα.
Την τελευταία χρονιά τον συνάντησα πολλές φορές έξω από το εργαστήρι του, να περιδιαβαίνει την πόλη, ίσως για να μετασχηματίσει τα άσχημα σε ομορφιά με τη δύναμη της τέχνης του και να ελλιμενιστεί στα ωραία της ως συνδημιουργός της ατμόσφαιράς της.
Για τα αυριανά, λοιπόν, εγκαίνια της 1ης του ψηφιακής ΕΚΘΕΣΗΣ είναι η δική μας σειρά να συνθέσουμε με το λόγο και την παρουσία μας αφίσα αντάξια του πολύτιμου έργου του!
Νίνα και Τάκη, καλή επιτυχία.
Τάσα Σιόμου