Η κυβέρνηση δρομολογεί σημαντικές τροποποιήσεις του κληρονομικού δικαίου, με τις προτεινόμενες αλλαγές να βρίσκονται ήδη υπό επεξεργασία από επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης και να αναμένεται να τεθούν σε δημόσια διαβούλευση.
Ένα από τα κεντρικά σημεία των αλλαγών είναι η εισαγωγή της δυνατότητας σύναψης κληρονομικών συμβάσεων. Μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα δεν επιτρεπόταν η σύναψη τέτοιων συμβάσεων, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες που ήδη εφαρμόζουν αυτή την πρακτική.
Μια κληρονομική σύμβαση είναι μια συμφωνία μεταξύ του κληρονομούμενου και ενός ή περισσότερων προσώπων, όπου καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις διανομής της περιουσίας μετά το θάνατο του κληρονομούμενου. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις για όλα τα μέρη, περιορίζοντας τις μελλοντικές αλλαγές από την πλευρά του κληρονομούμενου, κάτι που διαφέρει από τη διαθήκη, όπου ο διαθέτης μπορεί να αλλάξει τη βούλησή του μέχρι το θάνατό του.
Η εισαγωγή αυτής της δυνατότητας καταργεί τον παραδοσιακό περιορισμό της νόμιμης μοίρας, η οποία μέχρι τώρα διασφάλιζε ότι ένα μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος έπρεπε υποχρεωτικά να πάει στους άμεσους συγγενείς του, ανεξάρτητα από τη δική του επιθυμία. Με τις κληρονομικές συμβάσεις, οι πολίτες θα μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα για την περιουσία τους, χωρίς να δεσμεύονται από αυτούς τους περιορισμούς.
Αυτή η αλλαγή φέρνει μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση της περιουσίας, επιτρέποντας τη συμφωνία για την κατανομή της με τρόπο που να ανταποκρίνεται καλύτερα στις προσωπικές, οικογενειακές ή επιχειρηματικές ανάγκες των εμπλεκόμενων μερών. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κληρονομικές συμβάσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθούν οικονομικοί ή επιχειρηματικοί στόχοι, όπως η ομαλή μεταβίβαση επιχειρήσεων ή περιουσιακών στοιχείων σε κληρονόμους.
Παράλληλα, η δυνατότητα αυτή μπορεί να μειώσει τις νομικές διαμάχες που συχνά προκύπτουν μετά το θάνατο κάποιου, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου οι κληρονόμοι αμφισβητούν τη διαθήκη ή τους όρους της διανομής της περιουσίας. Μια κληρονομική σύμβαση, που έχει διατυπωθεί με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων, προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και μειώνει τον κίνδυνο αντιδικιών.
Ωστόσο, η εισαγωγή αυτής της δυνατότητας μπορεί να εγείρει και προκλήσεις, κυρίως σε σχέση με την προστασία των πιο ευάλωτων μελών μιας οικογένειας, όπως τα παιδιά ή οι σύζυγοι, οι οποίοι ενδέχεται να βρεθούν σε μειονεκτική θέση. Και για αυτό η νομοπαρασκευαστική επιτροπή έχει βρεθεί αντιμέτωπη με την πρόσκληση να προβλέψει απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες.