Στον Πόντο μετονόμασαν το μήνα Δεκέμβριο, Χριστιαννάρτς, από τη γέννηση του Χριστού. Το τσουχτερό κρύο, τα χιόνια και οι γιορτές των Χριστουγέννων, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του μήνα.
Τη μέρα αυτή όλοι θα φορούσαν τα καινούργια τους ρούχα, θα ετοίμαζαν τα πιο καλά φαγητά, θα έβαζαν στο τζάκι το “Χριστοκούρ” που θα το άναβαν μόλις χτυπούσε η καμπάνα και θα κρατούσαν αναμμένη τη φωτιά τα Χριστουήμερα, όπως έλεγαν τις έρες αυτές στο Σταυρίν, δηλαδή τις τρεις ημέρες των Χριστουγέννων.
Στη Σαμψούντα τα παιδιά ξεχύνονταν σε όλες τις πόρτες του χωριού και με πολύ ωραία φωνή έλεγαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων.
Στην κοινότητα της Πουλαντζάκης τις γιορτές των Χριστουγέννων, του νέου έτους και των Θεοφανείων επικρατούσε η συνήθεια οι ψάλτες, οι δάσκαλοι με τους μαθητές των δύο ανωτέρω τάξεων και περίπου 15 νέοι, χωρισμένοι σε 2 ομάδες να πηγαίνουν σε όλα τα σπίτια ανεξαιρέτως και να ψάλλουν σχετικά τροπάρια των εορτών.
Στην Κερασούντα πάλι είχαν σαν έθιμο το “θήμισμα”. Τα παιδιά κρατώντας φαναράκι χάρτινο ή τενεκεδένιο με τσαμωτές πλευρές, ή καράβι, πήγαιναν στα σπίτια της ενορίας για να ψάλλουν την “Καλήν Εσπέραν”, οπότε ανάλογη με το επάγγελμα που είχε ο νοικοκύρης θα ήταν στο τέλος και η ευχή που θα του έδιναν.
Στην Τραπεζούντα μέσα σε κλίμα θρησκευτικής φόρτισης, το ξημέρωμα της Χριστουγεννιάτικης νύχτας εκατοντάδες πιστοί γέμιζαν τις εκκλησίες της Τραπεζούντας, τον Άγ. Γεώργιο της Μητρόπολης, την Αγ. Μαρίνα, τον Άγ. Βασίλειο, τη Θεοσκέπαστο, το Χριστό, την Υπαπαντή, τον Άγ. Γεώργιο Τσαρτακλή και τον Άγ. Ιωάννη Εξωτειχίτη.
Στα Σούρμενα τα κάλαντα τα έλεγαν συνήθων όχι τα παιδιά αλλά οι άντρες πηγαίνοντας τη νύχτα των Χριστουγέννω στα σπίτια.
Στη Νικόπολη όλοι σχεδόν οι άντρες, μετά την απόλυση της εκκλησίας μαζεύονταν στο σπίτι του ιερέα και του εύχονταν μακροβιότητα, ζητώντας την ευλογία του.