Η Τάνια Τσανακλίδου δεν ανήκε ακριβώς σε εκείνη τη μεγάλη παρέα. Ηταν ήδη όνομα από τα μέσα του ’70 (πολλοί τη θυμούνται από την παράσταση του Κουν «Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες και ένας παραμυθάς» να τραγουδάει Λεοντή), το ’78 μας εκπροσώπησε στη Eurovision με το «Τσάρλι Τσάπλιν», ενώ ανήκε στη μεγάλη ομάδα των ανερχόμενων φωνών που εμφανίζονταν και στις πίστες της παραλιακής. Στα μέσα του ’80 ήταν καθιερωμένη πλέον στις συνειδήσεις μας ως τραγουδίστρια (και όχι ως ηθοποιός όπως είχε ξεκινήσει), ένα κορίτσι που έβγαινε και έκανε γκελ στη σκηνή, μια φωνή που… φλεγόταν από δύναμη και πάθος. Θα περίμενε κανείς μάλιστα να είναι από τα πρόσωπα που θα πλησίαζε το δίδυμο Σταμάτης – Λίνα για τις ανάγκες της παράστασής τους – «Λεωφόρος Α» – ακριβώς γιατί είχε το θεατράλε ύφος που χαρακτήριζε την ομάδα.
Τότε όμως η Τάνια ζούσε μια μεγάλη απώλεια. Ιδού τι λέει για εκείνη την εποχή.
«Είχαμε γνωριστεί με τα παιδιά και όλο λέγαμε να κάνουμε κάτι μαζί, αλλά δεν καθόταν. Εν τω μεταξύ πεθαίνει η μητέρα μου. Νοέμβρης του ’86. Είμαι στα χάλια μου εγώ, δεν θέλω να βγαίνω, δεν θέλω να τρώω, περνάω δύσκολα…
Ενα βράδυ, αρχές του άλλου χρόνου, με τραβάνε τα παιδιά να πάω στην παράστασή τους, να βγω λιγάκι, και όντως πάω στη “Λεωφόρο Α”, όπου τραγουδούσαν η Αλκηστις και η Ελευθερία. Είμαι όμως χάλια. Απαρηγόρητη. Μου λένε πάλι να κάνουμε κάτι μαζί και τους απαντώ, “παιδιά, ούτε δίσκο θέλω ούτε τίποτα… Το μόνο που θα είχε τώρα νόημα για μένα θα ήταν ένα τραγούδι που θα έλεγα στην μάνα μου ό,τι δεν πρόλαβα να της πω”.
“Περνάνε λίγες μέρες και ένα βράδυ που παίζουμε χαρτιά με τον Σταμάτη, καταλαβαίνω ότι το πάει από ‘δώ, το πάει από ‘κεί, κάτι θέλει να μου πει. Στο τέλος δεν αντέχει και μου το ξεφουρνίζει: “Σου ‘χει γράψει ένα τραγούδι η Λίνα που δεν θα το πιστεύεις”. Ετσι όπως είμαστε, παρατάμε τα χαρτιά, τα παρατάμε όλα και δίνουμε ραντεβού με τη Λίνα… Αυτό το τραγούδι, όντως, δεν μπορούσα να το προβάρω όπως τα άλλα που έγιναν για τον δίσκο.
Δεν το άντεχα. Ετοιμος ήταν ο υπόλοιπος δίσκος, αλλά αυτό δεν μπορούσα… Πρώτη φορά λοιπόν μπαίνουμε και οι τρεις στο στούντιο να ψάξουμε τόνο… Και αρχίζω… Κάποια στιγμή ψάχνω να τους βρω και είχαν εξαφανιστεί όλοι… Ο Σταμάτης, ο ηχολήπτης, όλοι. Μόνο η Λίνα έκανε ότι διάβαζε εφημερίδα… Ολοι μέσα στο στούντιο έκλαιγαν… Τελικά αυτή την πρώτη “πρόβα” την κρατήσαμε και στον δίσκο, είναι το “Υστερόγραφο”».
Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1988 αλλά δεν σημείωσε καμιά μεγάλη επιτυχία. Ακόμη και στην ίδια εταιρεία που κυκλοφόρησε (CBS) έλεγε ένα από τα στελέχη του: «Τα σουξέ πρέπει να τα κράτησαν για τον επόμενο δίσκο της Πρωτοψάλτη». Αλλά η… εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Τότε πούλησε μόνο 12.000 κομμάτια (εποχή που ο χρυσός δίσκος ήταν στα 50.000) αλλά σήμερα πλέον ξέρουμε ότι δεν υπάρχει σπίτι, αυτοκίνητο, πάρτι, κέντρο που ακόμη και τώρα δεν δακρύζει μ’ αυτό το κομμάτι. Στιχουργικά, καθιερώνει και μια νέα εποχή για το ελληνικό τραγούδι.
Ο λόγος της Νικολακοπούλου, ελλειπτικός πολλές φορές (όχι ειδικά σ’ αυτό το κομμάτι) και βασισμένος σε εικόνες, δίνει με έναν μοναδικό τρόπο το αίσθημα της γενιάς του ’80, τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό της…
Γυναικείο τραγούδι, αλλά όχι σαν τα γυναικεία τραγούδια που ξέραμε μέχρι τότε… «Στο “Μαμά, γερνάω”» έλεγε χρόνια αργότερα ο Σταμάτης Κραουνάκης, «έπρεπε να μελοποιήσω τη γυναικεία ψυχή, και δεν ήταν εύκολο πράγμα. Πολλές φορές εκείνη την εποχή ένιωθα ότι η μουσική έπρεπε να είναι πιο συμβατική από τον στίχο… Γιατί ένιωθα ότι ο λόγος της Λίνας θα βγάλει το φίδι από την τρύπα, αυτός θα είναι το ανατρεπτικό στοιχείο».
Μαμά γερνάω
Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
Τα βάζω στη σακούλα και στα φέρνω
Ρωτάς για την καριέρα μου τη νύχτα και τη μέρα μου
Κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω
Και σκέφτομαι που πίνω Coca cola
Για να ‘ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα
Κι ανοίγω το ψυγείο σου το έλα και το αντίο σου
Ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ’ όλα
Μαμά, πεινάω μαμά
Φοβάμαι μαμά, γερνάω μαμά
Και τρέμω να ‘μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς
Ωραία νέα κι ατυχής
Τα χρόνια που μεγάλωνες για ‘μενα
Να ξέρεις πως σου τα ‘χω φυλαγμένα
Και τέλειωσα με άριστα αλλά δεν έχω ευχάριστα
Όλα στον κόσμο είναι γραμμένα
Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
Τις άγριες σου φέρνω ανεμώνες
Και κοίτα ένα μυστήριο του κόσμου το κριτήριο
Πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες
Μαμά, πεινάω μαμά
Φοβάμαι μαμά, γερνάω μαμά
Και τρέμω να ‘μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς
Ωραία νέα κι ατυχής
Άλλο δεν μπορώ. Τώρα να σταματήσουμε λίγο.