‘ΝΚυργιακὴ τς 20 ἀπ’ τοὺν Γινάρ’, γιουρτασάμι τἁϊΘυμνιοῦ. Ἔτσιας ἴλιγάμι στοὺ χουργιό. Θύμνιδις παλιὰ στοὺ χουργιὸ εἶχαν οἱ Ἀλιξάδις κι οἱ Γκουτσιουνάδις. Ὅπους Μιχάλδις εἶχαν μόνου οἱ Μιχαλάδις κι Ἰφστάθδις εἶχαν οἱ Σταθάδις. Κάπους γένιτι κι αὐτό. Παλιὰ στοὺ χουργιό εἶχι κι ἄλλα οὐνόματα λίγου παράξινα, ἀλλὰ χάθκαν.
Ἅμα ἔρχουνταν τ’ἁϊΘυμνιοῦ μᾶς ἴλιγι ἡ πατέραζμ’ αὐτὴν ν’ἱστουρία. «Πάηναν μνιὰ φουρὰ μαζὶ σι ἕναν τόπου ἡ ἁγιἈντώντς, ἡ ἁϊΘανάϊσς κι ἡ ἁϊΘύμνιους. Ἀφοῦ νυχτώθκαν, ἔπισαν νὰ κοιμθοῦν. Οἱ δγυὸ ὅμως συννουήθκαν. Μόλις πέρασι κάμπουσ’ ὥρα σκώθκαν κι ἔφυγαν. Ἄφσαν τοὺν ἁϊΘύμνιου μαναχότ’. Αὐτὸς κα’ τ’ χαραὴ σκώθκι κι εἶδι, ὅτ’ ἦταν μαναχόςτ’. Στιναχουρέθκι. Ὀ ρά, εἶπι. Γιατὶ μἄφσαν κι δὲ μὶ πῆραν μαζί τς οἱ ἄλλ’ οἱ δγυό; Ἔδουσι ὅμους γιρὸν πουδαρόδρουμου κι τς πρόκανι ἰκεῖ ἀπ’ πάηναν. Τς σταμάτσι κι τς ρώτσι, γιατὶ τοὺν ἄφσαν μαναχότ’. Τότι αὐτοὶ τοὺν ἀπάντσαν, ἰπειδὴς δὲν ἔχς γένεια, κι φαίνισι σὰν πιδί. Τότι ἡ ἁϊΘύμνιους ἔβαλι τὰ χέργιατ’ στοὺ πρόσουπουτ’ στιναχουρημένους. Ὅμους ὅταν τἄβγαλι ἀπ’ τοὺ πρόσουπουτ’ ἦταν γιμάτους γένεια ὥς τὰ γόνατατ’».
Ἡ καημένους ἡ πατέραζμ’ μᾶς τἄλιγι αὐτάϊας, σὰν νὰ τἄγλιπνι! Τόσ’ πίστ’ εἶχι στὰ γράμματα-σπουδάγματα, τ’Θιοῦ τὰ πράματα.
τἁηθυμνιοῦ 2019, χρόνια πουλλὰ στς Θύμνιδις
διήγησ’ παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
γράψιμου ἀρ.νι.μα.