Κα’ τοὺ 1950 ἔχτζαμι κάτ’ στοὺ Μιχαλάθκου τ’ἁλών’ τὰ σπίτχια μας. Αὐτάϊας π’μᾶς χάλασι ἡ σεισμὸς στς 13.5.1995. Οὔι τὶ λουμοῦρα εἴχαμι κι τότι! Χρειάζουμάσταν πουλλὰ ὑλικά. Πέτρις ἔβγανι ἡ θκόζμας ἡ Πουστόλτς μὶ τοὺ σιδηρένιου τοὺ λουστό, π’τοὔλιγαν κι παραμίνα, σν ἉγιουΠαρασκιουβὴ στοὺ λάκκου, π’τοὺ λέμι στὰ Μάρμαρα, ἰπειδὴς ἔβγηναν πλάκις-πλάκις. Γριντές, τσιουμπίδγια, καντρόνια, ἀπέλις, ζνάργια ἔπιρνάμι ἀπ’ τοὺ Μόκρου κι ἀπ’ τ’Λουζιανή, λοῦρα γιὰ τὰ τσιατμάδγια ἀπ’ τοὺ Ρύμνιου, ὅπ’ εἶχι πλατάνια.
Ἕνα χόβ’ μᾶς ἔσουσι ἡ ἀσβέστς. Ἰτότι ἀσβισταριὰ ἔφκιανι μούγκι ἡ Θουδουρούλτς ἀπ’ τοὺ Μόκρου ἀπάν’ ἀπ’ τὰ Τουτσκάθκα τὰ μαντριὰ στοὺ Καλάμ’. Ἤθιλνι νἄχ’ κουντὰ μαρμαρόπιτρις κι καψόξυλα. Ἀπάν’ στ’ Ζέρβα εἶχι νταμάργια κι ἔβγανι τέτχις μαρμαρόπιτρις. Ἀφοῦ ἔχ’ ἀκόμα κι τώραϊα. Ἔβανι πρῶτα ἀργάτις νὰ βγάλν τς μαρμαρόπιτρις κι νὰ τς κουβαλίσν. Ὕστιρα ἔβανι μάστουρα νὰ τς χτίσ’. Κι ἅμα τὄχτζι ἔτσιας ἄφνι ἄδγειου σὰν φούρνου. Ἅμα τιλίουνι τοὺ χτίσιμου ὕστιρα τὄβανι φουτχιὰ ἀπ’ ‘μπόρτα πἄφνι κι ἔκιγι ἡ ἀσβισταριὰ μέρα-νύχτα καμνιὰ βδουμάδα. Μέχρι νὰ καίουνταν καλὰ οἱ πέτρις. Ἀποὺ μάρμαρου ἔπριπι νὰ γένουνταν ἀσβέστς, γιὰ νὰ σβύνιτι στ’ γούρνα μὶ τοὺ νιρό. Ἅμα δὲν καίουνταν καλά, ἀπόμνεισκαν μαρμαρόπιτρις κι δὲν ἔλυουναν μὶ τοὺ νιρό. Ἦταν ἄχρηστις.
Ἰγώ, ἀπ’ λέτι, κάθουμαν μὶ τοὺν παπποῦ τοὺν Τσαμουλιόλιου ἰκεῖ στοὺ πιζούλ’ κι μασλατούσαμι. Ἔρχιτι ἡ παπαΝικόλας κι μὶ λιέει. «Ἄειντι σήκου. Ἄσι τοὺν Τσαμουλιόλιου αὐτοῦϊας στοὺ πιζούλ’ κι νὰ πααίντς ἀπάν’ στς Νατσιάδεις. Ἔχν ἀσβέστ’ σβυσμέν’ σὶ λάκκου. Πᾶρι τὰ σιντούκια κι νὰ τὰ καργαρώσ’ ἀσβέστ’ γιὰ νὰ δλέψν τὰ μαστόργια».
Ἔτσ’ κι γὼ μνιὰ κι δγυὸ πῆρα τοὺ γουμάρ’, ἔβαλα τὰ σιντούκια τὰ σιδηρέϊνα ἀπ’ τς Ἰγγλέζ’ κι τράβηξα ἀπάν’ στ’ Ράχ’ στς Νατσιάδεις. Φόρτουσα τν ἀσβέστ’ κι ‘νἴφιρα κάτ’ ὅπ’ ἔχτζαμι τὰ σπίτχια μας, π’μᾶς τὰ γκρέμσι ἡ σεισμός. Δόξα Τουν γιὰ ὅλα, μάνναμ’.
τ’ἁϊἸφσταθίου 20.9.2019
παπαδγιὰἈφρουδίτ’
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.