Στην επιλογή να ροκανίσει το χρόνο μέχρι να προχωρήσει η περιβαλλοντική του αναβάθμιση, προχωρά η κυβέρνηση για το σταθμό της ΔΕΗ στο Αμύνταιο. Το εργοστάσιο θα συνεχίσει να καλύπτει τις ανάγκες της περιοχής σε τηλεθέρμανση, ακόμη και μετά την εκπνοή σε έξι ημέρες από σήμερα, των εγκεκριμένων από τις Βρυξέλλες 17.500 ωρών ζωής του, λειτουργώντας στην ουσία από εκεί και πέρα σε ένα θολό τοπίο.
Και μπορεί η πρόβλεψη για συμμετοχή του λιγνίτη στον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό (ΕΣΕΚ) ως το 2030, που τίθεται σήμερα σε δημόσια διαβούλευση, να επιτρέπει την λειτουργία του αναβαθμισμένου Αμυνταίου, ωστόσο το πρόβλημα είναι τι θα συμβεί στο μεσοδιάστημα. Στη διάρκεια δηλαδή που θα μεσολαβήσει από τις 19 Νοεμβρίου οπότε και τελειώνει ο χρόνος ζωής του έως ότου ολοκληρωθεί η επένδυση για την αναβάθμισή του, διάστημα που μπορεί να κρατήσει ακόμη και πάνω από χρόνο.
Κι αυτό καθώς η διαδικασία επιλογής από τη ΔΕΗ του βέλτιστου τρόπου αναβάθμισης του Αμυνταίου, δεν πρόκειται να ξεκινήσει παρά μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού πώλησης των τριών μονάδων της σε Μεγαλόπολη και Μελίτη.
Σε αυτό το “νεκρό” χρόνο, το καθεστώς λειτουργίας του Αμυνταίου θα είναι ιδιότυπο, δημιουργώντας εύλογα ερωτηματικά ως προς το τι θα συμβεί αν για παράδειγμα κάποιοι ανταγωνιστές της ΔΕΗ την καταγγείλουν, ζητώντας το οριστικό κλείσιμο του σταθμού, αφού οι εγκεκριμένες από τις Βρυξέλλες ώρες ζωής του θα έχουν τελειώσει.
Θα ροκανίσουν το χρόνο
Στη κυβέρνηση δεν έχουν πολλές εναλλακτικές για να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Καταλήγουν σε μια μάλλον “γκρίζα” λύση, με το σκεπτικό ότι διαφορετικά οι κάτοικοι της Πτολεμαΐδας, του Αμυνταίου και του Φιλώτα θα βρεθούν το φετινό χειμώνα χωρίς θέρμανση.
Σύμφωνα λοιπόν με τους ισχυρισμούς του ΥΠΕΝ, η παράταση ζωής του Αμυνταίου καλύπτεται από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και συγκεκριμένα από παλαιότερη απόφαση που προέβλεπε τη λειτουργία του έως τις 32.000 ώρες.
Αλλά αυτό δεν είναι παρά μια μεμονωμένη “ανάγνωση”. Το ΥΠΕΝ γνωρίζει ότι οι Βρυξέλλες δεν έχουν εγκρίνει τα κατ’ επανάληψη ελληνικά αιτήματα για 32.000 ώρες, και άρα η συγκεκριμένη απόφαση αντίκειται στο κοινοτικό πλαίσιο. Ποντάρει επομένως στο να κερδίσει χρόνο, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες αναβάθμισης.
Οπως χαρακτηριστικά λέει στο “Energypress”, άνθρωπος με γνώση των διεργασιών, “αν γίνει καταγγελία στη Κομισιόν, θα περάσουν τουλάχιστον 2-3 μήνες με ανταλλαγές των πρώτων επιστολών, μετά η Ελλάδα θα προβάλει νέες αιτιάσεις, και η υπόθεση θα διαρκέσει συνολικά 1-2 χρόνια, στην διάρκεια των οποίων θα έχει ολοκληρωθεί η αναβάθμιση του Αμυνταίου, ενώ μπορεί να είναι έτοιμη και η Πτολεμαίδα V”.
Οι ανησυχίες των διευθυντών
Αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι απλά. Σε συνάντηση που είχαν την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα διευθυντικά στελέχη του Αμυνταίου με τη διοίκηση της ΔΕΗ, οι πρωτοι μετέφεραν μια σειρά από σοβαρές ανησυχίες. Τέτοιες για παράδειγμα είναι ποιος θα τους καλύψει νομικά αν στη διαρκεια αυτής της θολής περιόδου λειτουργίας του Αμυνταίου, συμβεί κάποιο σοβαρό ατύχημα ή υπάρξουν καταγγελίες από ανταγωνιστές της επιχείρησης.
Ενα δεύτερο θέμα είναι πως θα εκλάβει τη παράταση λειτουργίας του Αμυνταίου η αγορά. Η αγορά θα το προσμετρήσει και μάλιστα αρνητικά, αφού η παραμονή του Αμυνταίου στο παιχνίδι, προσθέτει έναν ακόμη ανταγωνιστή στον νικητή του διαγωνισμού των προς εκποίηση λιγνιτικών μονάδων.
Τι προβλέπει ο ενεργειακός σχεδιασμός για το Αμύνταιο
Σημειωτέον ότι η πρόβλεψη για τη συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό ισοζύγιο επιτρέπει, τόσο τη λειτουργία της μονάδας “Πτολεμαϊδα 5” που χτίζεται αυτή την περίοδο, όσο και την παραμονή σε λειτουργία του Αμύνταιου, μετά βεβαίως από περιβαλλοντική και ενεργειακή αναβάθμιση.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σενάριο που περιλαμβάνεται στον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό (ΕΣΕΚ), το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς λιγνίτη θα αγγίζει τα 2,7 GW, από τα οποία το 1,453 GW θα αντιστοιχεί σε υφιστάμενες μονάδες (Μεγαλόπολη V, Μελίτη Ι, Αγ. Δημήτριος ΙΙΙ, IV και V). Τα υπόλοιπα 660 MW θα προέλθουν από την Πτολεμαΐδα V, προβλέποντας επιπλέον 546 MW από τις δύο μονάδες του Αμυνταίου.
Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ έως το 2020 η εγκατεστημένη λιγνιτική ισχύς θα μειωθεί στα 3,4 GW, έναντι 4,3 GW το 2016, ενώ το 2025 θα ανέλθει στα 3,5 GW, για να φτάσει τα 2,7 GW το 2030.
Πηγή: energypress.gr