Ο Ακάθιστος Ύμνος, αποτελεί το πλέον διάσημο βυζαντινό Κοντάκιο (ποιητικό-υμνολογικό είδος). Συνετέθη πιθανότατα κατά τον 6ο αιώνα, ενώ ιστορικά σχετίσθηκε με την υμνώδησή του στα τείχη της Κωνσταντινούπολης κατά την πολιορκία των Αβάρων, η οποία επιχειρήθηκε το 626. Αποδίδεται στον εξαίρετο ποιητή Ρωμανό τον Μελωδό. Πήγες του άμεσες αποτελούν βιβλικά, αλλά και απόκρυφα κείμενα ή εν πάσει περιπτώσει η ζώσα παλαιστινή παράδοση για τα ιερά γεγονότα τα οποία αφορούν τον Χριστό και την Θεοτόκο. Εκφράζει την ορθόδοξη δογματική θεολογία, ενώ έμμεσα επηρεάσθηκε γλωσσικά, από την αρχαιοελληνική ποίηση και αρετολογία.
Για τους αρχαίους, ένας ιερός πόλεμος είχε ολοκληρωθεί πριν την τελική μάχη, εφόσον είχε ήδη αποκαλυφθεί με χρησμό η θεία βούληση. Ο ιερός πόλεμος στο πλαίσιο της θείας οικονομίας και η θριαμβευτική εσχατολογική του κατάληξη, υποδηλώνονται ήδη στο αξίωμα του ευαγγελίζοντα Αγγέλου στον Α΄ Οίκο του Ακαθίστου. Ο Άγγελος επεξηγείται ως «πρωτοστάτης». Ο στρατιωτικός αυτός όρος ακολουθώντας τον Θουκυδίδη, σημαίνει αυτόν ο οποίος υπερασπίζεται πρώτος τα δεξιά της πρώτης φάλαγγας. Αυτό σημαίνει πως ο Άγγελος του Ευαγγελισμού είναι Άγγελος Κυρίου (ως πρωτοστάτης παρατάσσεται εκ δεξιών), αποτελεί αρχάγγελο αγγελικού τάγματος (Γαβριήλ) και αναγγέλλει ως άλλος αρχαίος χρησμός και φτερωτή νίκη τον εσχατολογικό θρίαμβο στον πνευματικό πόλεμο. Αρχή αυτού του θριάμβου αποτελεί ο Ευαγγελισμός, ο οποίος εικονολογικά αντιστοιχεί σε αρχαίες παραστάσεις ιερού γάμου ή αρπαγής, οι οποίες υποδηλώνουν την σύλληψη ενός Θεού. Αντίστοιχα ο Ευαγγελισμός σημαίνει την σύλληψη του Χριστού ιστορικά και τον τελικό θρίαμβο στα έσχατα. Ανάλογα η Θεοτόκος ως φορέας του ένσαρκου Λόγου, αντιστοιχείται πέρα από μάρτυρας του ιερού γεγονότος και ως εξαπτέρυγος Άγγελος αφού καλείται «βασιλέως καθέδρα». Η ετοιμασία του θρόνου με την παρουσία εξαπτέρυγων Αγγέλων ως φορείς του Λόγου, είναι βασικό θέμα στον Ησαΐα και την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Μέσω της Θεοτόκου, αλλά και της θεώρησής της ως εικόνα της Εκκλησίας, ανακαινίζεται η κτίση, αλλά και γεννάται ο κτίστης.
Η Θεοτόκος στον Β΄ Οίκο, ζητά να μάθει το πώς μπορεί να γίνει μητέρα χωρίς να γνωρίζει άντρα. Όμως αμέσως μετά, κατά τον Γ΄ Οίκο, ο Άγγελος με φόβο αποκρίνεται για τα άρρητα λέγοντας επί της ουσίας δύο πράγματα. Το ένα, πιθανόν αντλώντας από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, είναι το ότι γνωρίζουμε ως σκιαγράφηση την μορφή της ύπαρξης των θείων υποστάσεων, αλλά ποτέ τον υπαρκτικό τους τρόπο, το πώς έγιναν αυτές οι οποίες είναι. Δεν ξέρουμε πως ο Λόγος γεννάται μέσα στην Αγία Τριάδα, ούτε πως κατ΄ οικονομία γεννάται από την Θεοτόκο. Αυτή η υπαρκτική γνώση υπερβαίνει την δυνατότητα της φιλοσοφίας. Όντως αρχαίοι φιλόσοφοι επιχείρησαν να περιγράψουν υπαρκτικούς τρόπους των υποστάσεων στα ιερά τριαδικά τους σχήματα.
Ο Δ΄ Οίκος αναφέρεται στην Δύναμη του Υψίστου η οποία επισκίασε την Θεοτόκο και με τρόπο άρρητο, κατέστησε δυνατή την ιερά σύλληψη του Χριστού. Είναι προφανής η προεικόνιση της Θεοτόκου στην μορφή της Σκηνής του Μαρτυρίου και άρα ο εξεικονισμός της ως Εκκλησία και Σκηνή του Μαρτυρίου της Καινής Διαθήκης. Ως Σκηνή, αναδύεται ένας προσωρινός χαρακτήρας, αφού οι Εκκλησίες θεωρούνται παροικίες και όχι αποικίες του λαού του Θεού, στο πλαίσιο της προσδοκίας της ανάστασης νεκρών και της οριστικής ουράνιας πόλης. Στον Οίκο αυτό απηχούνται σαφώς οι αποφάσεις της Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (431 και 451 μ.Χ.) και η ορθή ομολογία της Θεοτόκου ως σωτηριολογική, αλλά και ευχαριστιακή προϋπόθεση.
Κατά τον Ε΄ Οίκο, περιγράφεται η Σύναξη της Ελισάβετ. Η τελευταία ήταν ήδη έξι μηνών έγκυος, όταν συνέλαβε τον Πρόδρομο. Το 12ο κεφάλαιο του πρώιμου αποκρύφου του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου είναι η πιθανότερη πηγή του περιστατικού, καταγράφοντας στοιχεία της τοπικής παράδοσης της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Η Θεοτόκος μετά τον Ευαγγελισμό επισκέφθηκε την Ελισάβετ. Η τελευταία αντιλήφθηκε με θαυματουργικό τρόπο την καινή ιερά ιδιότητα της Μαρίας ως Θεοτόκου. Ανάλογα σκίρτησε ως έμβρυο ο Ιωάννης, ο οποίος τίθεται ως συνεκτικός κρίκος ανάμεσα σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ως αυθεντικός φορέας της ιεράς παράδοσης ομολογεί τον Χριστό. Πιθανόν με αυτό το γεγονός απηχείται η ιουδαϊκή απιστία, είτε ως Ιουδαϊσμός, είτε ως χριστιανικές αιρέσεις ιουδαϊκού χαρακτήρα. Οι μαθητές του Προδρόμου, στο μεγάλο τμήμα τους επικαλούνταν τον Ιωάννη, αλλά είχαν αρνηθεί τον Χριστό. Στοιχείο το οποίο μαρτυρείται στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, το οποίο οι κατηχούμενοι στο Βυζάντιο θα άκουγαν αφού βαπτίζονταν το Πάσχα και άρα αφού ομολογούσαν ορθά. Το Προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει λοιπόν!