Μέσα Ιανουαρίου. Η γιορτή της αισιοδοξίας, των Χριστουγέννων έφυγε πιά. Ο καινούργιος χρόνος είναι γεγονός. Κι αυτές οι γιορτές πέρασαν. Το σχεδίασα έτσι ώστε, να μου θυμίζουν τα προηγούμενα ανέμελα χρόνια.
Αυτά που η δική μου γενιά έζησε και χάρηκε. Όπου η μια ημέρα είχε συνέχεια με την άλλη στα συναισθήματα. Ξημέρωνε μ’ ελπίδα, νύχτωνε με χαρά. Μόνο κάτι απρόοπτο διέκοπτε την ροή αυτής της γαλήνης…
Το 2016 ήρθε. Μ’ έναν φρέσκο αέρα μπήκε απ’ την πόρτα.
Το στόλισα από εδώ, το έστησα ψηλά, και το σκηνοθέτησα χαρούμενο για να το εξευμενίσω. Θέλησα να προσφέρω «κάτι» στους γύρω μου, σ’ όλους αυτούς, και σ’ εμένα ακόμα, που η παλιά χρονιά ίσως απαξίωσε, ζημίωσε, πόνεσε…
-Δόξα τον Θεό, είμαστε καλά…
-Δόξα στον Θεό, έχουμε ελπίδα ακόμα…
-Δόξα σοι ο Θεός που μέσα στο μπέρδεμα της νοσηρής κατάστασης μπορούμε και βλέπουμε μονοπάτια.
Τα κόκκινα χρώματα έντονα. Κυριαρχούν στα στολίδια και κάνουν την διαφορά. Τηλεφωνήματα, ευχές, αγκαλιάσματα και χειραψίες…
Λιγότερα τα χρήματα. Επιβαλλόμενη απαισιοδοξία και κατάθλιψη. Σκοταδισμός συνδυασμένος με την δήθεν αξιοπρέπεια.
Αναρχία στον κόσμο, αμφισβήτηση στον άνθρωπο…Εξαφάνιση ολόκληρων λαών…Με μια δαιμονική καταραμένη σκιά πάνω απ’ τα κεφάλια μας, συγκεντρωθήκαμε, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας, δώσαμε και πήραμε χαρά.
– Νάχουμε την υγεία μας…Το νέον έτος νάναι ευτυχισμένο. Όχι στην ταπείνωση κι απαξίωση των ψυχών. Όχι στον κανιβαλισμό των αχόρταγων.
«Νάχω λέει, το κονάκι μου γεμάτο ανθρώπους… Να τους έχω γερούς και χορτάτους…Νάχω μια απλή φαντασίωση που να με γλιτώνει και να ξεφεύγω από την αμαντάριστη αισχρή πραγματικότητα, που μου σερβίρουν σαν εικόνα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ..
Και χορταίνω ωμότητα, απανθρωπιά, αηδία…
Πώς μπορείς να μετατρέψεις την θλίψη σε κάτι καλύτερο;
Πως μπορείς ν’ ανέβεις πιο πάνω απ’ όλα και να βρεις ησυχία;
Χρειάζονται ίσως μάτια καθημερινά, βλέμμα κοντινό, ταπεινή προσδοκία, άγγιγμα…
Η ψυχή όλων ανάστατη είναι. Όχι αναίσθητη. Η ευαίσθητη ψυχή είναι πανικοβλημένη. Ανάστατη είναι…χάνεται…
Φωτίσαμε τα δενδράκια μας. Φορτώσαμε πάνω τους την χλιδή του παρελθόντος, παρηκμασμένη. Βάλαμε την μουσική μας χαμηλά.
Κάποιοι συνάνθρωποι πενθούν απόψε. Φάγαμε πολύ, ήπιαμε αρκετά, ζαλιστήκαμε, μας ξέφυγε λίγο γέλιο, λίγη μουρμούρα, εξομολογηθήκαμε τις ανάγκες μας, εμβαθύναμε σ’ αυτό το αιώνιο ανθρώπινο χρέος, που μας επιβάλλει να συνεχίζουμε να υπάρχουμε. Να υποφέρουμε και να προχωράμε. Να υπερβαίνουμε εαυτόν…Μέσα στην βία, στο τίποτα, στο κάτι, να συνεχίζουμε να βαδίζουμε…
Η μυρωδιά των γλυκισμάτων, χάνεται σιγά – σιγά… Ήρθε η ώρα να ξεστολίσουμε. Να μαζέψουμε το τραπέζι, να μπούμε στην καθημερινότητα…
Κι αν είχαμε λιγότερα αγαθά δεν πειράζει…Μας πλαισίωνε η αύρα των δικών μας, ο μίζερος που χαίρονταν και δεν μας πίκραιναν απόψε κι αυτοί ακόμα οι στεγνοί, οι κατηφείς που έδωσαν ευχές από συνήθεια.
Προπάντων όμως είχαμε αγαπημένους. Αυτούς που μοιραστήκαμε συναισθήματα και φόβους. Που μας αγκάλιασαν με θέρμη, και νοιώσαμε ζεστασιά, που ανταλλάξαμε λόγια καρδιάς.
-Φωτιά αναμμένη κάτω από μακάβριες σκέψεις…
Σιγοκαίει μια φωτεινή προοπτική…
Πως μπορείς να μετατρέψεις την θλίψη σε χαρά;
Φτάνει να πεις:
Σε νοιάζομαι…