Η διαδικασία «αποεπένδυσης» στο λιγνίτη απο την ΔΕΗ Α.Ε με την πώληση μονάδων και ορυχείων σε Μελίτη και Μεγαλόπολη όπως εξελίχθηκε, μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα.Οι συνεχόμενες παρατάσεις και η όλη διαδικασία ανέδειξε τους ισχυρούς ανταγωνισμούς μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων του κλάδου για το ποιος θα βγει κερδισμένος και χαμένος από το παζάρι για την πώληση ΑΗΣ και ορυχείων ώστε στο νέο περιβάλλον της απελευθερωμένης αγοράς και την όξυνση του ανταγωνισμού να παίζει από καλύτερη θέση. Αυτοί οι ανταγωνισμοί μόνους χαμένους θα έχουν τους εργαζόμενους του κλάδου που βλέπουν τα δικαιώματα τους να συρρικνώνονται, τα εργατικά -λαϊκά νοικοκυριά που θα δουν για μια ακόμα μια φορά τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος να αυξάνονται εντείνοντας το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχιας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ καθώς επίσης και η διοίκηση της ΔΕΗ Α.Ε πιστοί στις οδηγίες της Κομισιον έκαναν αποδεκτές όλες τις αξιώσεις των επενδυτών ( ακούγονται φωνές μέχρι και να πληρώσει η ΔΕΗ Α.Ε για να πωληθούν οι μονάδες) ώστε τα στοιχεία προς πώληση να γίνουν πιο ελκυστικά. Μείωσαν το προσωπικό στο ελάχιστο σύμφωνα με τις επιταγές των επενδυτών, συζήτησαν την αύξηση της τιμής της κιλοβατόρας, την μείωση των φόρων για την εξόρυξη κατα 2 ευρώ ανα τόνο λιγνίτη, συμφώνησαν στη συμμετοχή της ΔΕΗ Α.Ε στις ζημιές και τα κέρδη για 6 χρόνια κ.α.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι επι των ημερών της δεν προχώρησε η πώληση είναι έωλο αφού εφάρμοσε όλο το προηγούμενο διάστημα τα ΝΟΜΕ που είχαν σαν συνέπεια τα εργατικά -λαϊκά νοικοκυριά να επιβαρυνθούν με 520 εκατομύρια ευρώ μέσω των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα ανοίγει, όπως πολλοί είχαν προβλέψει, το ζήτημα της πώλησης και των υδροηλεκτρικών ώστε το πακέτο πώλησης να γίνει ακόμα πιο ελκυστικό προς τους επενδυτές αφού τα υδροηλεκτρικά εξασφαλίζουν μεγαλύτερα κέρδη με μικρότερη επένδυση στους μονοπωλιακούς ομίλους.
Επιβεβαιώνεται η θέση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος ότι η απελευθέρωση του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας μόνο στόχο έχει την κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων του κλάδου ανεξάρτητα απο τη μορφή που θα επιλεγεί. Στρατηγικός επενδυτής, «μικρή ΔΕΗ», ΝΟΜΕ, «αποεπένδυση» έχουν τον ίδιο στόχο και θα έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Το μόνο που αλλάζει είναι το ποιος μονοπωλιακός όμιλος θα επωφεληθεί αντίστοιχα απο την κάθε μορφή που θα επιλεγεί. Γι’άυτό η όποια κριτική γίνεται από τον εργοδοτικό -κυβερνητικό συνδικαλισμό, από τα αστικά κόμματα, από τους εκλεγμένους στην τοπική διοίκηση γίνεται για τον τρόπο , τη διαδικασία, το τίμημα με το οποίο θα προωθηθεί η απελευθέρωση μιας και όλοι τους συμφωνούν με το ευρωενωσιακό πλαίσιο για την απελευθέρωση.
Η Αγωνιστική Συνεργασία καλεί τους εργαζόμενους στον κλάδο , την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της περιοχής σε επαγρύπνηση μπροστά στις εξελίξεις που μπορεί να επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο της θέση τους με νέα επίθεση στα δικαιώματα των εργαζόμενων, με επιδείνωση συνολικά των όρων δραστηριοποίησης μονοπωλίων στον κλάδο (μειώσεις μισθών και δικαιωμάτων, πρόβλημα με τις τηλεθερμάνσεις, μετεγκαταστάσεις, επαναπόδοση εδαφών) μιας και οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να διαμορφώσουν ευνοϊκότερους όρους για τους επενδυτές παντα εις βάρος των εργαζομένων και του λαού της περιοχής. Η μόνη ελπίδα που έχουμε είναι η μάχη ενάντια στις συνέπειες της πολιτικής απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενάντια σε κάθε παραλαγή της με στόχο την μετατροπή της ενέργειας σε κοινωνικό αγαθό ως προυπόθεση ο κλάδος να δουλεύει με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαικών αναγκών και όχι των κερδών των λίγων.