Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
Η παρούσα κυβέρνηση, διαχειριζόμενη την προοπτική της ήττας η οποία επέρχεται, είναι φανερό πως αναζητά να κάνει μια ηρωική έξοδο. Ώσπερ μεθερμηνευόμενον θέλει να νομοθετήσει και συμφωνήσει πράγματα τα οποία αποτελούν μέγα πόθο, δικός τους ή και των ξένων, αλλά που για λόγους τεράστιου πολιτικού κόστους, ουδείς θα επιχειρούσε, παρα μόνο ένας χαμένος από χέρι. Αρχικά και παρά την συνύπαρξη με τους Chanel (χωρίς πάντως καθόλου γούστο), δρομολόγησε μια εθνική μειοδοσία ως προς το Μακεδονικό, ακολουθώντας την λογική της υπογραφής στον τόπο της ήττας, a la Ferdinand Foch.
Ανατρέχοντας στο μακρινό παρελθόν θα ιχνηλατούσαμε μια πρώτη «ζύμη» των σχέσεων Κράτους Εκκλησίας στο δημόσιο χαρακτήρα της θρησκείας στην αρχαία Ελλάδα. Έτσι είχαμε την αρχιεροσύνη του Πελασγού βασιλέα, αλλά και την θεοποίηση του Φιλίππου του Β΄ το αργότερο το 343 π.Χ. (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προτρεπτικός προς Έλληνας, PG 08, 149B). Στην συνέχεια η παράδοση αυτή μεταλαμπαδεύτηκε στα ελληνιστικά βασίλεια, αλλά και την Ρώμη με πρώτο θεοποιημένο τον Ιούλιο Καίσαρα το 42 π.Χ. (Suetonius, De vita Caesarum – Vita Divi Iuli, LXXXVIII). Η ίδια η αρχαία εκκλησιαστική περιουσία, είχε δημευθεί πολλάκις υπό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κατά τους περιώνυμους διωγμούς φτάνοντας (όπως κατά την περίοδο 303-311), ακόμα και την ισοπέδωση των πρωτοχριστιανικών ναών. Με το διάταγμα της ανεξιθρησκείας των Μεδιολάνων το 313, ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337) απέδωσε και στην Εκκλησία δικαιώματα, τα οποία απολάμβανε η εθνική θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έτσι είχαμε την αναγνώριση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, χορηγίες και μέτρα υπέρ των ιερέων (αρκετά από αυτά αναφέρονται στο Ευσέβιο Καισαρείας, Βίος μακαρίου Κωνσταντίνου Βασιλέως, PG 20, 1145A-1229B). Ακολούθησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπου κάθε ιστορικά άσχετος και ιδεολήπτης το παρουσιάζει ως ένα Μεσαίωνα, κυριαρχούμενο από τους μοναχούς, αλλά όπως λέει και ο πολύς H. G. Beck «για αποδείξεις ούτε κουβέντα» (H. G. Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, 285 κ.ε.)
Παραβλέποντας την πολύ βρώμικη ιστορία της σχισματικής αυτοανακήρυξης της Αθήνας ως αυτοκέφαλης Αρχιεπισκοπής το 1833, πρέπει να αναφέρουμε, πως το εν ενεργεία Σύνταγμα μας, έχει ψηφισθεί το 1975 και αναθεωρήθηκε στα 1986, 2001 και 2008. Αντίστοιχα ο τωρινός Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ψηφίσθηκε, αρχικά, το 1977. Το Ελληνικό Σύνταγμα, παραβλέποντας το περί Αγίας Τριάδος προοίμιο, αναφέρεται σε θέματα τα οποία αφορούν το θρησκεύειν 9 φορές. Αρχικά υπάρχει το άρθρο 3, παρ. 1-3 στο Πρώτο Μέρος, «Βασικές Διατάξεις», Τμήμα Β΄ («Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας»). Ακολουθούν τα άρθρα 4 (παρ. 6), 13 (παρ. 1-5), 14 (παρ. 3), 16 (παρ. 2) και 18 (παρ. 8) στο Δεύτερο Μέρος («Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα»). Στην συνέχεια υπάρχουν κατά το Τρίτο Μέρος το άρθρο 33 (παρ. 2) στο Τμήμα Β΄, («Πρόεδρος της Δημοκρατίας»), πρώτο κεφάλαιο («Ανάδειξη του Προέδρου») και το άρθρο 59 (παρ. 1-3) («Οργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας»). Τέλος έχουμε το άρθρο 105 (παρ. 1-5), στο Έκτο Τμήμα, «Διοίκηση» (τρίτο κεφάλαιο, «Καθεστώς του Αγίου Όρους»).
Ως προς το πρώτο σχετικό άρθρο, το άρθρο 3, παρ. 1-3, η Εκκλησία αναγνωρίζεται ως «επικρατούσα», αλλά όχι ως «επίσημη». Κάτι το οποίο υφίσταται και στο 1ο προσωρινό πολίτευμα του 1822, το οποίο πάντως τόνιζε το ανεμπόδιστο της τελετουργίας των άλλων θρησκειών. Εν ολίγοις το επικρατούσα δεν έχει κάποια σαφή συνταγματικά εφαρμογή και αξιοποίηση υπέρ της Εκκλησίας, πέρα από την αναγνώριση του διαφορετικού εκκλησιαστικού καθεστώτος στις διάφορες ελληνικές περιφέρειες και επαρχίες, αλλά και τον τονισμό της απαγόρευσης μετάφρασης της Αγίας Γραφής χωρίς εκκλησιαστική έγκριση. Μάλιστα γίνεται αναφορά και όχι αναγνώριση των ιερών κανόνων που διέπουν την Εκκλησία.
Στο άρθρο 13 του Β΄ Μέρους, κατοχυρώνεται πως η θρησκευτική επιλογή δεν μπορεί να συσχετισθεί με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, η όποια λατρεία θεωρείται ανεμπόδιστη, ενώ απαγορεύεται ο προσηλυτισμός. Για το τελευταίο πάντως ουδείς νοιάζεται ως προς την εφαρμογή, αν κρίνει από τα σημεία προσηλυτισμού των Μαρτύρων του Ιεχωβά λ.χ., σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη. Παραβλέποντας εδώ το άρθρο 14, παρ. 3, θα σταθώ στο άρθρο 16, παρ. 2, το οποίο τονίζει την ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης. Αμφότερα, πολλοί καλοθελητές, αριβίστες και ιδεολήπτες, θα ήθελαν να ξεριζωθούν από το Σύνταγμα
Ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους έχει ως σημεία αναφοράς την Γαλλική, αλλά και την Αμερικανική Επανάσταση. Στην πρώτη είχαμε την «εκκοσμίκευση». Έναν όρο όπου αντίθετα από αυτά τα οποία νομίζονται, σημαίνει την κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κατά την δεύτερη, η αποίκηση της Αμερικής δεν είχε μια ενιαία θρησκευτική ομολογία. Έτσι δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ένα μοντέλο «επίσημης θρησκείας». Όμως θα πρέπει να τονίσουμε, πως θεολόγοι οι οποίοι κατά κανόνα έχουν προτεσταντικές ή υπαρξιστικές προτιμήσεις, υποστήριξαν πως ένας χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, μόνο καλά έχει να επιφέρει στην Εκκλησία. Γιατί ακόμα και η λεγόμενη «συναλληλία» ή «νόμω κρατούσα πολιτεία», σημαίνει πως η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να δέχεται την παρέμβαση του κράτους. Για τον J. Moltmann πάλι, ένας τέτοιος χωρισμός σημαίνει πως είμαι χριστιανός γιατί συνειδητά το αποδέχομαι και όχι γιατί ανήκω σε ένα έθνος- υποκείμενο, με αποτέλεσμα να είμαι, μοιραία, μια ομολογία χριστιανού ως αντικείμενο. Π.χ. είμαι Έλληνας, άρα είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος.
Η συνταγματική, πάντως, αλήθεια είναι άλλη, από αυτήν που διαδίδουν τα παπαγαλάκια του συστήματος. Η Εκκλησία αποτελεί για λόγους νόμου και όχι συντάγματος Ν.Π.Δ.Δ. Άσε που αν μετατραπεί η Εκκλησία σε Ν.Π.Ι.Δ., θα πρέπει και άλλοι φορείς, δημόσιοι σήμερα, να μετατραπούν σε Ν.Π.Ι.Δ. Αναγνωρίζεται ως τέτοια η Εκκλησία όχι συνταγματικά, αλλά γιατί ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, αποτελεί και νόμο του κράτους (590 / 1977).
Παλαιότερα για να ιδρυθεί ναός άλλης χριστιανικής ομολογίας, έπρεπε να υπάρχει και το σύμφωνο του τοπικού μητροπολίτη. Πλέον με τον νόμο 3467/2006, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει και γενικά είναι πιο εύκολο να ιδρυθεί αλλόδοξος, παρά ορθόδοξος ναός. Το θέμα, πάλι, της θρησκευτικής παιδείας, όπως αναπτύσσεται στο άρθρο 16, παρ. 2, του Β΄ Μέρους, δεν επαφίεται συνταγματικά στην Εκκλησία. Και πάλι ο νομικά κατοχυρωμένος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, είναι αυτός ο οποίος επισημαίνει την συνεργασία Κράτους – Εκκλησίας σε σχετικά θέματα. Έτσι η Εκκλησία έχει μεν νομικά και όχι συνταγματικά λόγο, όχι ως προς τον σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών του Υπουργείου Παιδείας, αλλά ως προς την δογματική ορθότητα κατά την θρησκευτική διδασκαλία και τα σχολικά βιβλία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αν κρίνει σκόπιμο, μπορεί να παρέμβει και να εκδώσει σχετικό υλικό ενημέρωσης προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα.
Η πεμπτουσία της όλης συζήτησης είναι το πώς θα κοπεί ο μισθός των κληρικών με παραχώρηση των σχετικών δικαιωμάτων από την ίδια την Εκκλησία. Γιατί το κράτος είναι υποχρεωμένο να μισθοδοτεί τους ιερείς, όχι ως φύσει δημοσίους υπαλλήλους, αλλά γιατί αυτό ήταν η συμφωνία ώστε το κράτος να επωφεληθεί πολλαπλά από την απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Κοινώς ψάχνει η κυβέρνηση για χρήσιμο ηλίθιο ή επίορκο. Επιπλέον κάθε ενορία ή μητρόπολη έχει ανεξάρτητη περιουσία, η οποία δεν ανήκει σε ένα ενιαίο φορέα, όπως η δημόσια περιουσία στο κράτος. Τέλος θα πρέπει να πούμε, πως η συμφωνία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου δεν έχει κανένα επίσημο αντίκρισμα: είναι απλώς πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, ενώ οι ιερείς υπάγονται πρώτιστα στις μητροπόλεις τους και πολλές εξ αυτών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μόνο που ο Αρχιεπίσκοπος στην λεγόμενη συμφωνία με τον πρωθυπουργό, εκπροσωπούσε τον εαυτό του και μόνο. Στην Εκκλησία υπάρχει Σύνοδος, δεν είναι τσιφλίκι του γ. γραμματέα του κόμματος, ούτε προφορική εντολή του βασιλικού επιτρόπου.