Σαν σήμερα, τον Απρίλιο του 1944, η Κλεισούρα Καστοριάς πνίγεται στο αίμα από δυνάμεις των ναζιστικών SS, οι οποίο ολοκληρώνουν άλλη μια σφαγή άμαχου πληθυσμού στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής, σκοτώνοντας 270 γυναικόπαιδα. Αυτής της αποτρόπαιας πράξης ηγείτο ο διοικητής του 2ου Τάγματος του 1ου Συντάγματος της Μεραρχίας Αστυνομίας SS, αντισυνταγματάρχης Καρλ Σύμερς.
Επιζώντες εκείνων των γεγονότων ανέφεραν χαρακτηριστικά:
“Στις 5 Απριλίου 1944 οι Γερμανοί σκοτώσανε 270 γυναικόπαιδα. Τα παλιά κλεισουριώτικα ρολόγια έχουνε σταματήσει σ’ αυτή την ημερομηνία. Οι αντάρτες, μ’ επί κεφαλής έναν καπετάνιο από τη Σιάτιστα, τον Υψηλάντη, σκότωσαν τρεις Γερμανούς μοτοσυκλετιστές. Η φάλαγγα που ακολουθούσε, προχώρησε προς τον κάμπο της Πτολεμαΐδας σαν να μην συνέβαινε τίποτα…
Την επομένη, στις 3, φάνηκε ένα τάγμα θανάτου φορτωμένο σε 24 καμιόνια μπροστά απ’ το οποίο έτρεχαν μοτοσυκλετιστές. Οι Γερμανοί στρατιώτες κατέβηκαν αμίλητοι.
Ξεκίνησαν από τις κάτω γειτονιές ρίχνοντας μια κίτρινη σκόνη έξω από τα σπίτια, που την πυροβολούσαν μετά και άναβε. Οι φωτιές φούντωσαν. Τα γυναικόπαιδα πεταχτήκανε έξω.
Οι άνδρες ήταν φευγάτοι, γιατί πίστευαν πως οι Γερμανοί θα λυπόντουσαν τις γυναίκες και τα παιδιά. Οι Γερμανοί σκοτώνανε με ξιφολόγχες ή μαζεύανε 5-10 άτομα, τα έστησαν στον τοίχο και τα θέριζαν με οπλοπολυβόλα.
Ερχότανε το Πάσχα. Μερικές γυναίκες βρέθηκαν με τις ποδιές στη μέση και στα χέρια τους κομμάτια από προζύμι. Τρεις αργότερα μια φωτοβολίδα έβαλε τέλος στο μακελλειό, αφού προηγουμένως το μεγάλο δισκοπότηρο της μέρας είχε γεμίσει αίμα.
Η Κλεισούρα πήρε για την ημερομήνια αυτή ένα πολεμικό σταυρό 4ης τάξεως! Το σχέδιο Μάρσαλ της έδωσε 7 σπιτάκια και το 1962 οι Γερμανοί έδωσαν 35.000 αποζημίωση για κάθε νεκρό, λένε ότι οι Κλεισουριώτες εισέπραξαν τελικά τα μισά».
Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν διαφύγει λίγο πριν οι Ναζί αφιχθούν στην Κλεισούρα, ήταν και ένας άντρας κάτοικος της περιοχής, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Σ. Δορδανά “το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944”, ο οποίος μετέφερε τα εξής:
“Το βράδυ, όταν γυρίσαμε, βρήκαμε τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας πεταμένα σαν χαρτιά που ο άνεμος τα έχει πετάξει”.
Με βάση τα στοιχεία, την 6η Απριλίου, εκτελέστηκαν 217 άτομα. Αναφορές παραθέτουν μια τηλεφωνική συνομιλία του Σύμερς με τον διοικητή Όρτμαν, στην οποία ο πρώτος έλεγε ότι οι γυναίκες της Κλεισούρας ήταν θηλυκοί σκοπευτές και ότι έπρεπε να εκτελεστούν, παρά τις αντιρρήσεις του διοικητή.
Μάλιστα, μαρτυρία μιας εθελόντριας του Ερυθρού Σταυρού, αναφέρει ότι:
«Στις 4 Απριλίου 1944 το βράδυ, ομάδα ενόπλων ανταρτών, άλλοι είπαν ότι ήταν γύρω στους 150 και άλλοι γύρω στους 300 με αρχηγό τον Υψηλάντη, διανυκτέρευσαν μέσα και γύρω από το χωριό.
Την επομένη το πρωί, 5 Απριλίου 1944, οι αντάρτες που βρίσκονταν στα γύρω υψώματα της Κλεισούρας επιτίθενται στη φάλαγγα των Γερμανών, που περνούσε από τον αμαξιτό δρόμο και σκοτώνουν δύο Γερμανούς, καταστρέφοντας 2 μοτοσικλέτες και ένα αυτοκίνητο. Μετά οι αντάρτες διασκορπίστηκαν στο βουνό, όπου και κρύφτηκαν. Οι κάτοικοι της Κλεισούρας, όταν έμαθαν τα γεγονότα, τρομοκρατούνται και οι άντρες, φοβούμενοι γνωστές αντεκδικήσεις, φεύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις (κοντινά χωριά κ.λ.π).
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, καταφθάνουν γερμανικά αυτοκίνητα. Οι πρώτοι Γερμανοί περιέρχονται το χωριό και συγκεντρώνουν πολλά γυναικόπαιδα στους δρόμους και την πλατεία χωρίς κακές δήθεν διαθέσεις. Όμως δεύτερη ομάδα ταυτοχρόνως ορμά και με τα πολυβόλα και όπλα βάλλει κατά των συγκεντρωμένων, περιέρχεται δε τα σπίτια, ανοίγει διά της βίας του όπλου, ορμά μέσα, σκοτώνει, ξεκοιλιάζει, βάζει φωτιά. Ο κόσμος κρύβεται, σκορπίζει…για να ξαναπέσει σε λίγο στα χέρια τους. Μαζί με τους Γερμανούς ήταν και Βούλγαροι και συγκεκριμένα ο Κάλτσεφ.
Οι Γερμανοί ήρθαν από κάτω, άρχισαν το καταστρεπτικό τους έργο σκοτώνοντας και καίγοντας και έφτασαν μέχρι την πλατεία, που βρίσκεται στη μέση του χωριού, όπου και σταμάτησαν. Ίσως να κουράστηκαν, να χόρτασαν. Πάντως ικανοποιήθηκαν με ό, τι έκαναν και σταμάτησαν. Το βέβαιο είναι, ότι δοκιμάστηκε το μισό χωριό, το οποίο και παραδόθηκε στη σφαγή και στη φωτιά…
Επιστρέφουμε…..αφήνοντας πίσω μας ένα χωριό 2.000 κατοίκων να κλαίει για 280 γυναικόπαιδα αδικοσκοτωμένα, να πονά για 40 τραυματίες, να βλέπει αστέγους (150 σπίτια καμένα), να κλαίει για τον παπά του και δέκα γέροντες, εργατικούς συγχωριανούς του, που έμειναν και βρήκαν σκληρό θάνατο και να διερωτάται κανείς κάθε στιγμή για την ύπαρξή του, γενικά, από απόψεως ασφάλειας, ζωής, τροφής, κατοικίας και ενδυμασίας».