Ο γολγοθάς των ανθρώπων που είδαν όλη τους τη ζωή να γίνεται στάχτη συνεχίζεται
Σιγή. Λυγμών και λογικής. Της λέω να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ότι ίσως παρανόησε τα λόγια του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, πως δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια ασυνειδησία μερικά εικοσιτετράωρα μετά τον όλεθρο, ότι θα βρούμε λύση όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα: «Την ημέρα της φωτιάς σωθήκαμε από θαύμα. Η κόρη μου, η οποία είναι χήρα με τέσσερα παιδιά, έφυγε πριν από ένα χρόνο για να δουλέψει στην Αμερική. Στις αρχές του καλοκαιριού, μου έστειλε τις δύο εγγόνες μου για να μείνουν μαζί μου, η μία 18 και η άλλη 9 ετών. Τα παιδιά, όπως κι εμείς, είμαστε ζωντανοί χάρη στο Θεό. Δεν ξέρω πώς σωθήκαμε», λέει η κυρία Σοφία και συνεχίζει: «Τα δύο πρώτα βράδια μετά την φωτιά φιλοξενηθήκαμε σε ένα σπίτι φίλων στην Αθήνα αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο εκεί. Έπρεπε να γυρίσουμε κάπου κοντά στο Μάτι προκειμένου να είμαστε κοντά στο σπίτι. Να μιλήσουμε με τους ανθρώπους που έκαναν τις καταγραφές, να σώσουμε ό,τι μπορούσε να σωθεί, να ορθώσουμε τα συντρίμμια μας. Επιστρέψαμε στο σπίτι μαζί με την 9χρονη εγγονή μας, η μεγάλη φιλοξενείται σε κάποιους γνωστούς, αλλά ήταν αδύνατον να μείνουμε εκεί με ένα μικρό παιδί. Παντού αποκαΐδια και καπνός. Ρωτώντας εδώ κι εκεί, μία βοηθός καλόγριας μας είπε ότι το ξενοδοχείο M.Β φιλοξενεί καλόγριες από το Λύρειο Ίδρυμα και ότι ίσως εκεί υπήρχε ένα δωμάτιο και για εμάς. Πράγματι, πήγαμε στο ξενοδοχείο, ρωτήσαμε στη reception και μας είπαν ότι υπάρχει ένα δωμάτιο στο πίσω κτήριο όπου φιλοξενούνται οι καλόγριες και πρόσφυγες από τη Συρία. Στο δωμάτιο που μας πήγαν δεν υπήρχε φως, παρά μόνο μία λάμπα στο μπάνιο, ούτε καν πρίζα για να φορτίσω το κινητό μου. Μείναμε εκεί για ένα βράδυ και την επομένη μας μετέφεραν σε κάποιο άλλο, κάπως πιο ανθρώπινο με την επισήμανση ότι οφείλουμε να βγαίνουμε μόνο από την πίσω έξοδο του ξενοδοχείου όπως κάνουν οι πρόσφυγες. Ότι μας απαγορεύεται να εμφανιστούμε στην κύρια έξοδο και στους μπροστινούς χώρους του ξενοδοχείου. Νιώσαμε σαν σκουπίδια, αλλά είπαμε πως δεν πειράζει. Πρόσφυγες είμαστε άλλωστε κι εμείς στην ίδια μας τη χώρα…»
«Αν δεν πληρώσετε, να φύγετε!»