-Έλα, Γιάννε, έλα, σε βλέπω. Σε βλέπω καλά. Για μίλα λίγο να δω αν σ ακούω κιόλας…
– Έλα, Κάκο… έλα. Κι εγώ σε βλέπω και σ’ ακούω μια χαρά. Εσύ μ’ ακούς;
– Κοίτα τεχνολογία.., σ’ ακούω μια χαρά. Να ‘ταν και ο Χάμπος θα έλεγε: “Μω την τεχνολοΐας”!. Τι κάνεις, Γιάννε; Χάθηκάμε με αυτόν τον Κορωνοϊό. Πάει το χούι μας. Μας κόψανε το καφενείο.
– Τι να κάνουμε Κάκο. Ας είναι. Πάλι καλά που μπορούμε να μιλάμε και με τα κομπιούτερ…
– Ας είν’ καλά τα κομπιούτερ, ας είν’ καλά κι η κόρη μου η Διαλεχτή που σκαμπάζει. Με λέει: “Μπαμπά, πως θα σε φαινόταν να μιλάς με τους φίλους σου από το καφενείο, από το κομπιούτερ;”. “Μιλώ και από το τηλέφωνο, άμα θέλω, βρε Διαλεχτή” την είπα. “Ναι, μπαμπά αλλά αυτό είναι τζάμπα και θα τους βλέπεις κιόλας από την οθόνη. Ζωντανά. Θα είναι σαν καφενές, αλλά μόνο που θα ‘ναι ψηφιακός καφενές”.
– Ε ναι, βρε Κάκο. Η τεχνολογία είναι σπουδαία. Ώστε ξέρει η Διαλεχτή από προγράμματα;
-Κοίτα, Γιάννε. Η αλήθεια είναι, με είπε, πως εκείνος ο δαίμονας ο Τασούλς ξέρει απ’ αυτά και την είπε λέει να βάλει αυτό το ΤΣOΥM που είν’ καλό, την είπε.
– Έλα, Κάκο, με βλέπεις; Μ’ ακούς;
– Έλα, Τασούλ. Και σε βλέπω και σ’ ακούω. Και πολύ καλά μάλιστα. Να ‘σαι καλά Τασούλ, που είπες τη Διαλεχτή πως να το κάνει με το κομπιούτερ και έτσι είδα τους φίλους μου. Τον Γιάννε…εσένα. Μόνο ο Χάμπος λείπει.
– Θα περάσω από τον Χάμπο να το κάνονισω και έτσι αύριο – μεθαύριο θα τον βλέπετε κι αυτόν.
– Να ‘σαι καλά. Αν το κάνεις κι αυτό…Τι άλλο; Χαιρετίσματα από τη Διαλεχτή…
– Δωσ’ της κι από εμένα. Τι χαμπάρια λοιπόν;
– Τι χαμπάρια; Σαν τι να κάνουμε, Τασούλ; Με αυτόν τον διάολο, τον Κορωνοϊό, κλείστηκάμε μέσα, κλείστηκάμε.
– Θα περάσει, Κάκο. Θα περάσει. Να τώρα με το εμβόλιο. Θα το κάνουμε και θα περάσει. Υπομονή, Κάκο.
– Κάνω υπομονή, Γιάννε. Κάνω, αλλά, αυτό με το εμβόλιο… χθες άκουσα εκείνον τον Σύψα, από την επιτροπή εμβολιασμού και είπε, λέει, μέχρι του χρόνου τέτοιον καιρό θα το έχουμε κάνει όλοι, λέει.
– Σοβαρά, Κάκο; Το άκουσες με τ’ αυτιά σου; Μήπως είναι ράδιο αρβύλα;
– Όχι, Τασούλ. Του χρόνου τέτοιον καιρό, στα σίγουρα, είπε. Και λέω γώ, άλλο ο Ιανουάριος, άλλο ο Μάρτιος, άλλο ο Ιούνιος, άλλο ο Δεκέμβριος. Μεγαλώνει το ρίσκο. Δεν είμαστε και πιτσιρικάδες…
– Μη σκας, Κάκο. Θα βγουν κι άλλα εμβόλια. Θα έρθουν κι αυτά στη χώρα μας. Θα μειωθεί ο χρόνος αναμονής.
-Ναι, δάσκαλε. Έτσι. Και είν’ και τ’ άλλο.
-Ποιο, βρε Τασούλ;
-Είν’ κι αυτοί που δε θα το κάνουν το εμβόλιο. Έτσι λένε. Κι από ό,τι ακούω δεν είν’ λίγοι.
-Λες; Μωρέ τώρα που το σκέφτομαι, μακάρι. Να τους πεις Τασούλ να μην τυχόν κι αλλαξοπιστήσουν, άμα έρθει η σειρά τους. Άμα είν’ πολλοί, τότε μπορεί εμείς που θα το κάνουμε να έρθει πιο νωρίς η σειρά μας. Μπορεί και τον Ιούνιο. Άλλο Ιούνιος, άλλο Δεκέμβριος.
– Μωρέ, καλά τα λες, Κάκο. Εμάς μας συμφέρει να μην το κάνουν, αυτοί οι…”αρνητές”.
– Ναι, Γιάννε. Μας συμφέρει, αλλά πολύ φοβάμαι, αν έρθει η ώρα, μην κοιτάς τι λένε τώρα. Πρώτοι – πρώτοι θα τρέξουν για το εμβόλιο.
– Να τους πείσουμε να μείνουν σταθεροί στις απόψεις τους. Πάντως είναι πολλοί και διάφοροι. Ένας, λέει, πως το φορτηγό που μετέφερε δεν άχνιζε όταν άνοιξαν οι πορτες, άλλος λέει είναι χειροπράκτης ψυκτικός και ξέρει σίγουρα πως είν’ απάτη αυτό με τη μεταφορά των εμβολίων.
– Ναι, Τασούλ. Βγήκαν στο μεϊντάνι όλοι οι παραδιδακτορικοί λοιμοξιολόγοι, ψυκτικοί, πεζοδρομιολόγοι και λεν, άλλος το κοντό του, άλλος το μακρύ του.
– Ασ’ τους να λένε, Γιάννε. Είπαμε, εμάς μας συμφέρει. Μόνο μη λένε άλλα μετά. Ελπίζω να έχουν λόγο. Καλού – κακού, να τους χτυπήσουμε στο φιλότιμο. Να τους πούμε να μην είν’ κοτούλες και αλλάξουν γνώμη μετά. Πιάνουν κάτι τετοια. Άντε, στάσου να πιω και μια γλυκιά καφέ. Φρρρ. Άααχ! Ωραία.
– Ωραία, Κάκο, αλλά κάτι λείπει.
– Τι λείπει, Γιάννε;
– Λείπει ο καφετζής Τασούλ!
– Στάσου, Γιάννε και πάνω σ’ αυτό σου έχω μιαν έκπληξη.
– Γεια σου, Γιάννε. Γεια σου Κάκο, Τασούλ.
– Μάνα, μάνα ο Πέτρος. Γεια σου Πέτρο.
– Είδες, Κάκο, τίποτα δε λείπει. Να κι ο καφετζής, να θυμηθούμε τα παλιά.
– Καλομελέτα κι έρχεται, Τασούλ.
– Καλομελέτα κι έρχεται, Κάκο.