Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά ο γνωστός γυναικολόγος, που παράλληλα διαθέτει και ιδιωτική κλινική γονιμότητας, έχει κληθεί να πληρώσει 2,3 εκατ. ευρώ, καθώς δεν προέκυπτε με σαφήνεια η η πηγή προέλευσης των τραπεζικών καταθέσεων στους 36 λογαριασμούς του. Τα 1,7 εκατ. ευρώ παραγράφηκαν και τελικά του καταλογίστηκε διαφορά φόρου 441.000 ευρώ, που με τις προσαυξήσεις φτάνει στο 1 εκατ. ευρώ.
Πώς «πιάστηκε» ο γυναικολόγος
Ο εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παρέδωσε στον προϊστάμενο του Κέντρου Ελέγχου Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) πληροφορίες με τα αναλυτικά δεδομένα των τραπεζικών λογαριασμών του γυναικολόγου για τα έτη 2000 – 2012.
Πρόκειται για τα δεδομένα (καταθέσεις, αναλήψεις κ.λπ.) από τέσσερις τράπεζες και 36 λογαριασμούς που διατηρούσε ο γυναικολόγος με έξι ακόμα συνδικαιούχους. Συνδικαιούχοι των 36 αυτών λογαριασμών ήταν η σύζυγός του, τα δύο παιδιά του, η αδελφή, ο αδελφός του και η μητέρα του.
Στη συνέχεια, δόθηκε εντολή από το ΚΕΦΟΜΕΠ για τη διενέργεια ελέγχου των εισοδημάτων του για τη δωδεκαετία 2001-2013.
Από τους ελέγχους διαπιστώθηκε, πως τα 12 αυτά χρόνια ο γυναικολόγος υπέβαλε κοινές δηλώσεις με τη σύζυγό του για εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος ως γιατρός (χειρουργός γυναικολόγος – μαιευτήρας).
Ωστόσο, οι αρχές διαπίστωσαν ότι είναι νόμιμος εκπρόσωπος, διαχειριστής και μοναδικός εταίρος μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ).
Δεν προέκυπτε η πηγή προέλευσης
Στην συνέχεια από τον έλεγχο αποκαλύφθηκε ακόμη ότι για τις καταθέσεις που διατηρούσε στους 36 τραπεζικούς λογαριασμούς δεν προέκυπτε η πηγή προέλευσης των χρημάτων αυτών. Έτσι, οι φορολογικές αρχές το ποσό που είχε στους τραπεζικούς λογαριασμούς το εξέλαβαν ως μη δηλωθέν εισόδημα.
Ζητήθηκε, δε, από τον γυναικολόγο «να θέσει στη διάθεση του ελέγχου οποιοδήποτε στοιχείο, όπως τραπεζικά παραστατικά, συμφωνητικά μισθώσεων, αγοραπωλησιών ακινήτων, χρηματιστηριακών συναλλαγών κ.λπ., το οποίο θα δικαιολογούσε την πηγή προέλευσης των πιστώσεων που προέκυψαν από την επεξεργασία των τραπεζικών λογαριασμών κατά τα έτη 2001-2013».
Την ίδια ώρα, του ζητήθηκε να απαντήσει «αν τα ποσά αυτά έχουν φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί του φόρου κατά τα κρινόμενα οικονομικά έτη. Παρ’ όλα αυτά, δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν τη φορολόγηση ή τη νόμιμη απαλλαγή τους».
Κατά τις φορολογικές αρχές, δεν προέκυψε η πηγή προέλευσης των τραπεζικών καταθέσεών του. Αμέσως λοιπόν προχώρησαν σε καταλογιστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, πρόσθετου φόρου για ανακριβείς δηλώσεις εισοδήματος, διαφορές εισφοράς αλληλεγγύης και πρόσθετο φόρο λόγω ανακριβών δηλώσεων εισφοράς αλληλεγγύης, ύψους περίπου 2.327.980 ευρώ.
Ένσταση από τον γιατρό
Σημειώνεται πως ο γιατρός κατέθεσε ένσταση επικαλούμενος ότι έχει επέλθει παραγραφή για το μεγαλύτερο διάστημα που ελέγχθηκε και παράλληλα δικαιολόγησε με στοιχεία την προέλευση μέρους του ποσού των τραπεζικών καταθέσεων, περίπου 150.000 ευρώ.
Όντως, κρίθηκε ότι για τα έτη 2001-2010 έχει επέλθει παραγραφή και εκδόθηκαν καταλογιστικές πράξεις για μια διετία (2011-2013), ύψους 557.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση, ο γιατρός «δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία και ως εκ τούτου δεν προέκυψε η πηγή προέλευσής τους» και έτσι κρίθηκε ότι «υπήρξε προσαύξηση της περιουσίας του από άγνωστη αιτία, βάσει δε αυτής υπολογίστηκε το φορολογητέο εισόδημά του κατά τα οικονομικά έτη 2001 έως και 2013 και προσδιορίστηκαν ακόμη και τα ποσά της έκτακτης εισφοράς και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης».
Η απόφαση του ΣτΕ
Ωστόσο, ο γιατρός δεν σταμάτησε εκεί και προσέφυγε στο ΣτΕ κατά της εφετειακής απόφασης.
Με τη σειρά του το Β’ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Μιχάλη Πικραμένο και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Νίκο Σεκέρογλου, συμφώνησε με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ότι σε μια τριετία έγιναν καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς του ύψους 557.000 ευρώ, χωρίς να προκύπτει η πηγή προέλευσής τους, με αποτέλεσμα να του καταλογιστεί πρόσθετος φόρος, κ.λπ. 441.000 ευρώ, που με τις προσαυξήσεις 96 μηνών, μέχρι τώρα, φτάνει περίπου στο 1 εκατ. ευρώ.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν τον ισχυρισμό του γυναικολόγου ότι «εσφαλμένα το Διοικητικό Εφετείο δέχτηκε ότι το υπόλοιπο των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της ΕΠΕ που δεν έχει κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό αυτής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να δικαιολογηθούν αυτοτελείς πιστώσεις στους ατομικούς λογαριασμούς του».
Το ΣτΕ απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκε και πλημμελώς εφαρμόστηκε ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (νόμος 4174/2013), όπως επίσης απέρριψε και όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που προέβαλε ως αβάσιμους.
Το ΣτΕ επικύρωσε την εφετειακή απόφαση και κατά συνέπεια τις φορολογικές καταλογιστικές πράξεις.