Δεν μπορεί να κρυφτεί πουθενά. Η παρακμή της πόλης μας είναι καθημερινά ολοφάνερη, ακόμη και στον πιο αδιάφορο παρατηρητή. Οι δρόμοι που οδηγούν σ’ αυτήν είναι κακοσυντηρημένοι, με κατεστραμμένες πινακίδες και σκουπίδια στις άκρες τους. Οι βιομηχανικές ζώνες που την κυκλώνουν είναι ερημωμένες, νεκροπόλεις μιας άλλοτε αναπτυσσόμενης επιχειρηματικότητας.
Οι εκατοντάδες εγκαταλειμμένοι από τον ΟΣΕ σιδηροδρομικοί συρμοί στα Διαβατά αποτελούν εστία μόλυνσης και καταφύγιο απόκληρων. Ο Δενδροπόταμος και τα παλιά βυρσοδεψεία παραμένουν μολυσμένα, κανονικοί παράνομοι βόθροι. Προς το αεροδρόμιο, η οδός ταχείας κυκλοφορίας παραμένει στενή σε ένα συγκεκριμένο σημείο εδώ και 25 χρόνια, μη τυχόν και κακοκαρδιστούν κάποιοι «μαγαζάτορες».
Η Περιφερειακή Οδός είναι γεμάτη από κουρελιασμένα πανό, ρεκλάμες νυκτερινών κέντρων μα και πολιτικών κομμάτων. Μέσα στην πόλη τα έργα του μετρό αποτελούν χαίνουσα πληγή, που έχει προ πολλού κακοφορμίσει. Κεντρικοί δρόμοι, όπως η Εγνατία, η Όλγας, η Ανθέων, η Ανδριανουπόλεως, η Αγίου Δημητρίου, η Λαγκαδά κυριαρχούνται από άδεια μαγαζιά και ασυντήρητα κτίρια. Τα αστικά λεωφορεία βρωμάνε αιθάλη και καμένα λάδια. Τα ταξί έχουν μετατρέψει κάθε δρόμο της αρεσκείας τους σε πιάτσα. Τα Λαδάδικα έχουν στραφεί στον φτηνό τουρισμό, έχοντας απολέσει τον όποιο χαρακτήρα τους.
Η Παλιά Παραλία και η Τσιμισκή κατακλύζονται από αποθρασυνόμενους μικροπωλητές, που ανταγωνίζονται στα ίσια τους νόμιμους εμπόρους. Το αλλοτινό αρχιτεκτονικό διαμάντι, η Πανεπιστημιούπολη, έχει παραδοθεί σε σπείρες αντιεξουσιαστών, οι οποίοι την μαγαρίζουν ενώ επιβλέπουν το λαθρεμπόριο ναρκωτικών ουσιών.
Βούλγαροι τσιγγάνοι αδειάζουν τους κάδους των σκουπιδιών, όταν δε κλέβουν χάλκινα καλώδια από αποθήκες και εργοστάσια. Οι λίγες πλατείες είναι είτε γραφικότητες του ’60, είτε ασύνδετοι κυκλοφοριακοί κόμβοι. Κι η Νέα Παραλία, το καμάρι των τοπικών αρχών και μοναδική χαρά των Σαλονικιών τα τελευταία χρόνια, βανδαλίζεται κάθε βράδυ από ανεμπόδιστους ανεγκέφαλους, από άτομα που μισούν την ομορφιά και την ευπρέπεια.
Όλα όσα αναφέρω λίγο έχουν να κάνουν με το Μνημόνιο. Στο κάτω κάτω της γραφής, Μνημόνιο έχει και η Λάρισα, όμως εκείνη είναι ολοζώντανη και συντηρεί τρεις καθημερινές εφημερίδες, σε αντίθεση με την μια και μοναδική που καταφέρνει να κρατά στη ζωή η πόλη μας. Η Θεσσαλονίκη πάσχει, πάσχει βαριά. Η οικονομία της έχει μαραζώσει, λόγω της γειτνίασης της με χώρες χαμηλού κόστους, λόγω του μικρού σχετικά μεγέθους της αγοράς της, λόγω της ασήμαντης ενίσχυσης της από κρατικές δαπάνες αλλά και λόγω της απόστασης της από τα ακμάζοντα ελληνικά νησιά.
Το λιμάνι της παραμένει υποβαθμισμένο(προς όφελος φυσικά του Πειραιά), μακριά από τις πραγματικές δυνατότητες του, απλώς και μόνο επειδή ορισμένοι φοβούνται μη χάσουν την ευδαιμονία τους. Η τόσο αναγκαία Ζώνη Καινοτομίας δεν προχωρά, καθώς είναι δέσμια συγκρουόμενων τοπικών συμφερόντων που αποσκοπούν αποκλειστικά σε αξιοποίηση ακινήτων. Οι μεγάλες ιδιωτικές κλινικές της δεν επέδειξαν ποτέ σοβαρή εξωστρέφεια, και τώρα την πληρώνουν. Οι άλλοτε ακμάζουσες βιοτεχνίες της έπεσαν θύματα του διεθνούς ανταγωνισμού.
Οι τοπικοί άρχοντες βαριούνται να εκπονήσουν μια συγκροτημένη πρόταση για την τουριστική εικόνα της, ρίχνοντας μονίμως τα βάρη στην Αθήνα. Οι καλοφτιαγμένες πολιτιστικές υποδομές της υποαξιοποιούνται, λόγω έλλειψης πόρων. Το πλούσιο παρελθόν της δεν προβάλλεται συνολικά, δεδομένου πως οι αρχαιολογικοί περίπατοι παραμένουν άπιαστο όνειρο. Νεκρική στασιμότητα παντού.
Η φυγή των δικών μας «εγκεφάλων» ήταν ίσως η μεγαλύτερη ζημία που υποστήκαμε ως σύνολο. Δεκάδες χιλιάδες καλοσπουδασμένοι νέοι άνθρωποι άδραξαν την ευκαιρία και επέλεξαν να ζήσουν τη ζωή τους κάπου αλλού. Αγαπούν ακόμη την γενέθλια πόλη τους, όμως ενδιαφέρονται γι αυτήν από μακριά, μένοντας ουσιαστικά αμέτοχοι. Όσοι προσπαθούν ενίοτε να την συνδράμουν, όπως η Έλενα Αμβροσιάδου, τρώνε πόρτα όταν οι λογικές επιθυμίες τους καθίστανται ενοχλητικές. Όμως οι άξιοι αυτοί Σαλονικιοί μας λείπουν. Η απουσία τους κρύβεται πίσω από την ανεπάρκεια των προβεβλημένων τοπικών παραγόντων.
Το νερό της δεξαμενής δεν ανανεώνεται εδώ και χρόνια, βλέπουμε συνέχεια τις ίδιες φάτσες, ακούμε συνέχεια τα ίδια κλισέ. Ο Μπουτάρης, η μεγαλύτερη για μένα απογοήτευση, απολαμβάνει αυτάρεσκα τη διασημότητα του κι έχει προ πολλού αφήσει την πόλη στον αυτόματο.
Ο Περιφερειάρχης δεν κομίζει τίποτε το νέο, παρασυρμένος κι αυτός από τον βολικό για κάποιους συντηρητισμό μας. Οι πανεπιστημιακοί σπανίως συμμετέχουν θετικά και ουσιαστικά στα τοπικά δρώμενα, ενώ κάποιοι κινούνται αποκλειστικά βάσει κομματικών επιδιώξεων, όπως είδαμε στην περίπτωση Μυλόπουλου.
Από τους δημοτικούς και περιφερειακούς συμβούλους ελάχιστοι ξεχωρίζουν, οι περισσότεροι είτε λουφάζουν είτε κάνουν δημόσιες σχέσεις ενόψιν βουλευτικής καριέρας. Σχεδόν μόνο οι επιχειρηματίες το παλεύουν, όμως κι απ’ αυτούς λιγοστοί έχουν την πολυτέλεια να μιλούν για το κοινό παρόν και μέλλον μας. Βλέπετε, όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα όταν προσπαθείς να σώσεις το μαγαζί σου από την πυρκαγιά.
Οι θεσσαλονικείς έχουν μπαφιάσει. Έχουν βαρεθεί να τρέχουν πίσω από την Αθήνα, έχουν αγανακτήσει και με την έπαρση των βόρειων γειτόνων μας. Η τότε ελπιδοφόρα εκλογή Μπουτάρη ήταν ίσως η πρώτη ένδειξη αυτής της σιωπηλής αγανάκτησης, τα δε αποτελέσματα στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ ήταν η πιο πρόσφατη. Η πόλη ολόκληρη απαιτεί νέους εκπροσώπους, νέες φωνές που θα εκφράσουν τη σημερινή πραγματικότητα.
Οι εναπομείναντες δυναμικοί Σαλονικιοί αγκαλιάζουν τον κοσμοπολιτισμό που εισήγαγε ο κυρ Γιάννης, απορρίπτουν όμως την οργανωτική του ανεπάρκεια και την ανυπαρξία στρατηγικού οράματος. Κι όσο για τους βουλευτές μας, περιμένουν από αυτούς να μάχονται και την αποβιομηχάνιση, και την έλλειψη επενδύσεων, και τις αντιξοότητες της γεωγραφικής μας τοποθεσίας.
Τέτοια άτομα ζητούν να είναι μπροστά, όχι διακοσμητικές φιγούρες. Και μέχρι να τα βρουν, θα συνεχίσουν να διώχνουν τα παιδιά τους μακριά, με την πόλη να γίνεται όλο και πιο αχνή σκιά του παλιού γενναίου εαυτού της….
Γράφει ο Φάνης Ουγγρίνης
ΠΗΓΗ: http://vimapress.gr/political/21323-pou-xathhke-h-gennia-salonikh