Την οδό του «σασμού» επέλεξε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και κρητικής καταγωγής, Στέφανος Κασσελάκης, τείνοντας χθες χείρα συμφιλίωσης προς τον επίσης Κρητικό και ένθερμο υποστηρικτή του, Παύλο Πολάκη, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα, δηλαδή μια ρήξη στον ηγετικό πυρήνα της Κουμουνδούρου.
Μετά από μια επεισοδιακή συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, που επισκιάστηκε από τη διαφωνία του Βουλευτή Χανίων, Παύλου Πολάκη απέναντι στην κομματική γραμμή και στην συνέχεια την απειλή διαγραφής του να αιωρείται στον αέρα, ο κ. Κασσελάκης ανέφερε κατά τη δευτερολογία του χθες πως «αν δεν γνώριζα τον Καπνισάκη και τον Πολάκη δεν θα ήμουνα στον ΣΥΡΙΖΑ», αναγνωρίζοντας εμμέσως την προσωπική συμβολή του Βουλευτή Χανίων στην επικράτησή του κατά την εσωκομματική κούρσα. Και αυτό, γιατί εκτός από την είσοδό του στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, ο κ. Πολάκης συνέβαλε καθοριστικά στην εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του κόμματος, πλαισιώνοντας εξαρχής την υποψηφιότητά του, αλλά κυρίως συστήνοντας στην μάζα των φανατικών οπαδών του εντός ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ το πρόσωπο του σημερινού Προέδρου του κόμματος, μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα, πέντε μήνες μετά, τα πρώτα σύννεφα στον ορίζοντα της πολιτικής σχέσης του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ με τον Παύλο Πολάκη έγιναν αισθητά την περασμένη Παρασκευή, όταν ο τελευταίος διαφώνησε ανοιχτά με το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, όχι ως προς το περιεχόμενο της ρύθμισης, αλλά ως προς τον κοινωνικο-πολιτικό του αντίκτυπο. Ο κ. Πολάκης φέρεται να ανέπτυξε τη δυσκολία να υπερασπιστεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στα ορεινά της Κρήτης, μόνο που οι δυσκολίες παραμένουν σε σημαντικό βαθμό οι ίδιες και για συναδέλφους του σε πεδινές περιοχές, αν όχι στα αστικά κέντρα, όπως διαφαίνεται στις ιδιωτικές συζητήσεις μεταξύ των κομματικών στελεχών.
Μνήμες «Ομπρέλας»
Για το λόγο αυτό, είχε εκδηλωθεί τις τελευταίες ώρες κύμα συμπάθειας εντός του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ προς τον Παύλο Πολάκη, καθώς η διαφωνία του διατυπώθηκε στα κομματικά όργανα και μόνο, απηχώντας, ωστόσο, την αμηχανία αρκετών στελεχών για την «έμφαση», όπως παρατηρούν, της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια «δικαιωματική ατζέντα». «Έφυγε η Ομπρέλα και ανοίξαμε “Ομπρέλα” εμείς», σχολίαζε προβεβλημένο στέλεχος στο protothema.gr, παρατηρώντας πως «κοντεύουμε να ξεχάσουμε τη φτώχεια, την ακρίβεια και τα τρικολόρε τιμολόγια του ρεύματος». Για ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, «προφανώς τα ατομικά δικαιώματα είναι προτεραιότητά μας, αρκεί να διατηρούμε ζωντανή τη σχέση μας με τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία συμφέροντα των οποίων εκπροσωπούμε» επισήμανε έτερο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να συμπληρώσει πως «ο Πολάκης δεν ανακάλυψε την Αμερική, αλλά τουλάχιστον δεν απέκρυψε το πρόβλημα».
Ο σχεδόν οριζόντιος προβληματισμός, ωστόσο, που διακατέχει αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αναφορικά με την αδυναμία προώθησης της ατζέντας του κόμματος απέναντι στις άμεσες κοινωνικές ανάγκες, αλλά και τη δημοσκοπική απήχηση του, δεν πέρασε απαρατήρητος από τα ηγετικά κλιμάκια της Κουμουνδούρου. Αντίθετα, ο Στέφανος Κασσελάκης έσπευσε να προαναγγείλει στα μέλη του καθοδηγητικού οργάνου πως ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ θα καταθέσει άμεσα δύο προτάσεις νόμου, συγκεκριμένα θα επανακαταθέσει την πρόταση της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα το 2018 για το διαχωρισμό Κράτους -Εκκλησίας και μία πρόταση νόμου για την απλοποίηση των διαδικασιών υιοθεσίας για όλες τις οικογένειες. «Για να μπορέσει να υπάρξει διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας με σεβασμό στην Εκκλησία η οποία επιτελεί και θα επιτελεί τον ρόλο της στην κοινωνία για αλληλεγγύη και αδελφοσύνη», φέρεται να ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Κασσελάκης προς τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, εξουσιοδοτώντας τον πρόεδρο της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτη Φάμελλο να κινήσει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σπίρτζης: τα μόνα ή τα κύρια ζητήματα που θέτουμε, είναι τα ζητήματα των δικαιωμάτων
Από πλευράς του, την υπαρξιακού χαρακτήρα αγωνία του για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ εξέφρασε χθες από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής και ο πρώην Υπουργός, Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος επανέκαμψε δυναμικά μετά την παραίτησή του από την Πολιτική Γραμματεία το περασμένο καλοκαίρι, ενόψει του 4ου Συνεδρίου, τον επόμενο μήνα. «Σύντροφε Στέφανε, και όσοι είστε σε διακριτές θέσεις, στο γραφείο του Προέδρου ή στις Επιτροπές που διαβάζουμε στον Τύπο, δεν υπάρχει καμία διάθεση εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Υπάρχει όμως η αγωνία, αν συνεχίσουμε έτσι, να αποσαθρωθεί κ’ να συρρικνωθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και η ευρύτερη δημοκρατική παράταξη» ανέφερε ο κ. Σπίρτζης, παρατηρώντας πως «έχει επιλεγεί, στην ίδια γραμμή, τα μόνα ή τα κύρια ζητήματα που θέτουμε, να είναι τα ζητήματα των δικαιωμάτων και μάλιστα κατά την άποψη μου, άστοχα, με επιβολή κομματικής πειθαρχίας σε ανύπαρκτο σχέδιο νόμου του Μητσοτάκη».
«Είναι νομίζω μόνο δική μου διαπίστωση, αλλά δεν ξεπερνάμε την δύσκολη φάση που διερχόμαστε ως κόμμα, αν ο κάθε πολίτης ακούει για το ΣΥΡΙΖΑ, για το σχέδιο νόμου του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, για τις Σπέτσες, για την χρηματοδότηση του κόμματος από τον πρόεδρο» σημείωσε, για να προσθέσει πως «είναι επίσης γνωστό ότι εκατοντάδες σύντροφοι μας, με πενιχρά οικονομικά πληρώνουν από την τσέπη τους για να κρατήσουν τα γραφεία μας σε όλη την Ελλάδα. Και άλλοι έχουν δανειστεί και αποπληρώνουν για χρόνια την εκπροσώπηση του χώρου στις δημοτικές εκλογές». «Όλοι αυτοί οι σύντροφοι, δεν έχουν πει λέξη όλα αυτά τα χρόνια και σωστά δεν έχουν πει. Δεν μπορεί να γίνεται ζήτημα η χρηματοδότηση του κόμματος», όπως είπε. Επιπλέον, με ορίζοντα τις ευρωεκλογές, «δεν μπορεί σήμερα ούτε το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς ούτε το κόμμα των Δημοκρατιών και Σοσιαλιστών να αντιμετωπίσουν το καθένα μόνο του το Λαϊκό κόμμα, και σε Ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο», κατέληξε ο κ. Σπίρτζης.
Μεταξύ Αριστεράς και Σοσιαλδημοκρατίας
Τριβές και ζυμώσεις, ωστόσο, σημειώθηκαν και με αφορμή τις Ευρωεκλογές, με αφετηρία την πρόταση των Γιάννη Ραγκούση, Θανάση Θεοχαρόπουλου και Κώστα Ζαχαριάδη να ενταχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στους Ευρωσοσιαλιστές. «Δεν πρόκειται να γίνουμε κόμμα διαχείρισης τύπου ΠΑΣΟΚ. Συζητείστε το στο Συνέδριο, εγώ έχω κάνει γνωστή τη θέση μου ότι θα ήθελα ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι ηγετική δύναμη της Αριστεράς και μάλιστα να δώσουμε και το παράδειγμα της Left, το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για το πως πρέπει να είναι η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Αριστερά» ανταπάντησε, κατά τη δευτερολογία του ο κ. Κασσελάκης, μεταθέτοντας τις όποιες σχετικές αποφάσεις στο σώμα του Συνεδρίου, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείει κατηγορηματικά τη σχετική συζήτηση για την μετάβαση στο κόμμα των Ευρωσοσιαλιστών.
Απαντώντας εμμέσως στην παραπάνω πρόταση, ο πρώην Γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Πάνος Ρήγας περιέγραψε ως ψευτοδίλημμα στην ουσία του την πρόταση ένταξης στους Ευρωσοσιαλιστές, καθώς υπάρχουν προβλήματα τόσο από πολιτική, όσο και από ιδεολογική άποψη. Και αυτό, γιατί μπορεί να υπάρχουν εντός της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και κόμματα με άλλες προσεγγίσεις, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν προβλήματα και στους Ευρωσοσιαλιστές, καθώς πολλά κόμματα εντός τους ρέπουν προς τη δεξιά Σοσιαλδημοκρατία, κατά την άποψή του.Άρα, εσύ ως ηγετική δύναμη και συνεχίζοντας την πορεία του Αλέξη Τσίπρα καλείσαι να παίξεις το ρόλο της μεγάλης συνύπαρξης ως γέφυρα μεταξύ Πρασίνων, Αριστερών και Σοσιαλιστών μέσα στο κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, για να απαντήσεις στα δεξιά κόμματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τον κ. Ρήγα, ο οποίος έθεσε σε στρατηγικό επίπεδο την αναγκαιότητα να διαδραματίσει ο ΣΥΡΙΖΑ το ρόλο γέφυρας.
Τεμπονέρας: Ευκαιρία πρωτοβουλιών οι Ευρωεκλογές
Με φόντο την πρόταση του Διονύση Τεμπονέρα περί «Μετώπου Δημοκρατίας», δεν μπορείς να θολώνεις το μήνυμα, τη στιγμή που η ανάλυση αυτή εμπεριέχεται στο Κείμενο Θέσεων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ από την ίδρυσή του φτιάχνει μέτωπα. Τα μέτωπα είναι για συγκεκριμένες διεκδικήσεις του κοινωνικού συνόλου και δεν μπορεί όμως να ρευστοποιείται το πολιτικό υποκείμενο που καλείται να παίξει ρόλο σε αυτό, σύμφωνα με τον κ. Ρήγα. Από πλευράς του, ο Διονύσης Τεμπονέρας, σε μια υπερβατική λογική περιέγραψε την ανάγκη συνάντησης των Πρασίνων, της Αριστεράς και των Σοσιαλιστών, με επίδικο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για την συνοχή της και το ρόλο της στις παγκόσμιες διεργασίες, επαναφέροντας την πρότασή του για συγκρότηση «Μετώπου Δημοκρατίας» απέναντι στην ΝΔ. «Να πρωταγωνιστήσουμε για μια νέα, μεγάλη, συμπεριληπτική Αριστερά προοδευτικού χώρου και όχι να κυνηγάμε προβληματικές επιλογές, που ανήκουν στο παρελθόν», σημείωσε.
Επιστροφή στον… Τσίπρα
Το γεγονός, πάντως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ επίκειται να επανακαταθέσει την συμφωνία, την οποία είχε διαμορφώσει ο τότε Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας το 2018 με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, κ.κ. Ιερώνυμο συμβαίνει για δεύτερη φορά μέσα σε μια εβδομάδα, καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση κατέθεσε εκ νέου την πρόταση νόμου του κόμματος για τα ομόφυλα ζευγάρια, η οποία φέρει την σφραγίδα της διακυβέρνησης Τσίπρα, αντίστοιχα. Η διπλή επιστροφή στο νομοθετικό έργο του προκατόχου του συνιστά για ορισμένους «απτή απόδειξη της συνέχειας του Αλέξη Τσίπρα» από μέρους του κ. Κασσελάκη, όπως περιέγραφαν ορισμένα στελέχη, την ώρα που ενισχύει κατά άλλα την «δυστοκία παραγωγής πολιτικής σε κεντρικό επίπεδο» από την νέα ηγετική ομάδα.
Η συμφωνία Πολιτείας-Εκκλησίας του 2018
Σημειωτέον ότι αντικείμενο της συμφωνίας που ανακοινώθηκε στα τέλη του 2018 ήταν ένας διπλός συμβιβασμός επ’ αμοιβαία ωφελεία των μερών. Αφενός, η Πολιτεία αποδεσμεύεται από τη μισθοδοσία του κλήρου, διασφαλίζοντας όμως στην Εκκλησία τους πόρους που απαιτούνται γι’ αυτή. Αφετέρου, Πολιτεία και Εκκλησία συμφωνούν στην από κοινού αξιοποίηση αμφισβητούμενων μεταξύ τους εκτάσεων χωρίς να περιμένουν να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.
Η συμφωνία αποτυπώθηκε σε δύο κείμενα. Το πρώτο ήταν ένα σχέδιο συμφωνίας 15 σημείων, με τον τίτλο «Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας», την οποία παρουσίασαν οι κ.κ. Τσίπρας και Ιερώνυμος, στις 6 Νοεμβρίου 2018. Το δεύτερο ήταν ένα δεκασέλιδο κείμενο με τον τίτλο «Σχέδιο υλοποίησης της συμφωνίας Πολιτείας – Εκκλησίας» που εκπονήθηκε από την κυβέρνηση Τσίπρα μετά από διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία και δόθηκε στη δημοσιότητα στις 12 Φεβρουαρίου 2019. Ειδικότερα, το πρώτο κείμενο, η συμφωνία των 15 σημείων, ξεκινά με την αναγνώριση ότι το ελληνικό κράτος είχε αποκτήσει στο παρελθόν περιουσία της Εκκλησίας χωρίς να καταβάλει πλήρη αποζημίωση και, ως ανταπόδοση, ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου. Συμφωνείται ότι εφεξής η Πολιτεία παύει να μισθοδοτεί η ίδια τους κληρικούς, αλλά θα καταβάλλει σε ειδικό ταμείο ετήσια επιδότηση από την οποία η Εκκλησία θα μισθοδοτεί τους υπηρετούντες κληρικούς.
Η Εκκλησία παραιτείται από οποιεσδήποτε αξιώσεις για πλημμελώς αποζημιωθείσα περιουσία της που απέκτησε στο παρελθόν το ελληνικό κράτος, διασφαλίζονται οι οργανικές θέσεις των υπηρετούντων κληρικών και η Εκκλησία θα μπορεί εφεξής να ιδρύει νέες θέσεις κληρικών μόνο από δικούς της πόρους. Παράλληλα, συμφωνείται ότι η διαχείριση και αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων που διαμφισβητούνται μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας ανατίθεται στο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο ιδρύεται και διοικείται από κοινού από Πολιτεία και Εκκλησία, με επιμερισμό κατά ίσο μέρος των εσόδων και υποχρεώσεών του.