Εδώ καιρό, από τη στιγμή, δηλαδή, που αποζημιώθηκαν οι κάτοικοι της Ποντοκώμης, για τις περιουσίες τους, που απαλλοτριώθηκαν, από τη ΔΕΗ, κάθε φορά, που υπάρχει μία είδηση, αναφορικά με το χωριό, πάντα υπάρχουν σχολιασμοί του τύπου:
“Γιατί παραπονιούνται οι κάτοικοι; Πήραν τα λεφτά, να κτίσουν όπου θέλουν”,
“Ξέρεις τί ΠΑΚΕΤΑΡΑ πήραν; ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ!”,
“Δεν έχουν ανάγκη”,
“….Άντε με την κλαψα σας όλα τά χρόνια”,
“Το αζημίωτο φυσικά και χοντρά πακέτα μάλιστα..Για το 80 τοις 100 του χωριού και παραπάνω απασχολούμενο μέσα στη ΔΕΗ με τους Γνωστούς παχυλούς μισθούς”,
“Είναι πολλά τα λεφτά που τους έδωσε η ΔΕΗ”,
“Θα κάνουν νέα σπίτια, να μην μιλάνε”,
Αλήθεια, εξαγοράζονται όλα;Η ζωή, οι αναμνήσεις,τα συναισθήματα;
Η Ποντοκώμη είναι το χωριό της μητέρας μου. Το χωριό της γιαγιάς μου της Μάρθας και του παππού μου του Μιχάλη. Ένα χωριό, που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες του Πόντου, σε ένα μέρος, που όταν έφτασαν εδώ, εκδιωγμένοι από τον τόπο τους, δημιούργησαν μία νέα πατρίδα, γιατί το μέρος τους θύμιζε το σπίτι τους, με τη λίμνη του Σαρηγκιόλ, και τους καταπράσινους λόφους.
Έναν αιώνα, όμως, τα κοιτάσματα του λιγνίτη, που βρίσκονται κάτω, από τους πάλαι ποτέ καταπράσινους λόφους εξαναγκάζουν τους απογόνους του, να ξεριζωθούν από τη νέα αυτή πατρίδα.
Για μένα, η Ποντοκώμη, είναι η Κυριακή στο χωριό. Είναι οι γιορτές και οι Πρωτομαγιές. Η κυριακάτικη βόλτα, για να δούμε τον παππού. Μια θολή ανάμνηση, καθώς έφυγε όταν ήμουν παιδάκι ακόμα, αλλά πάντα θα θυμάμαι το χαμόγελο του και την αγκαλιά του, όταν φτάναμε. Τα ροζιασμένα χέρια του και τη γλυκύτητα που έλεγε το όνομα μου, που του θύμιζε τη γιαγιά μου, που έχασε πολύ νωρίς.
Είναι οι θείοι και οι θείες, τα ξαδέλφια μου, που μας περίμεναν όλο χαρά. Είναι οι γιορτές, που μαζευόμασταν όλο το σόι της μαμάς και γιορτάζαμε. Είναι οι Πρωτομαγιές, που πηγαίναμε στο “Παρχάρ” και παίζαμε, χαιρόμασταν τη φύση, αποκοιμόμασταν σε αυτοσχέδιες κούνιες, με κουβέρτες και σχοινιά. Είναι η γιορτή των Φώτων, που κατεβαίναμε στην “πισινούλα”, όπως τη λέγαμε, και έριχνε ο παπάς το Σταυρό, μέσα στα παγωμένα νερά.
Είναι το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα, που περιμέναμε πώς και πώς, να πάμε, τα φώτα, οι ήχοι, ο κόσμος, τα παιχνίδια, οι γεύσεις. Οι συναυλίες, οι μουσικές και τα ποντιακά τραγούδια.
Είναι τα ατελείωτα παιχνίδια και οι βόλτες, οι παππούδες και οι γιαγιάδες του χωριού, να μας συναντούν και να λένε: “ τα κορτσόπα της δικαιορίνας”. Το μισό χωριό συγγενείς.
Οι κήποι από τις θείες μου, τα τραπεζώματα, η αγάπη.
Το παλιό σπίτι, που μεγάλωσε η μαμά μου, αλλά και το σπίτι, που για ένα μήνα μας φιλοξένησε, μετά το σεισμό του 1995.
Οι στιγμές χαράς, στους γάμους από τα ξαδέλφια μου και τα γλέντια, αλλά και οι στιγμές της θλίψης.
Το “14”, που ήταν ο μύλος, που πριν λίγο καιρό γκρεμίστηκε.
Η επιστροφή το βράδυ στην Κοζάνη, να βλέπεις τα φώτα από τα φουγάρα να αναβοσβήνουν και τον ουρανό με τα χιλιάδες αστέρια του και να αποκοιμιέσαι…
Οι άνθρωποι που φύγανε…
Και οι άνθρωποι που μένουν.
Και σε όλα αυτά, σαν άλλος σιδηροδρομικός σταθμός του Ντε Κιρίκο, φόντο τα φουγάρα της ΔΕΗ.
Οι πιο πολλοί από τους κατοίκους του χωριού, αλλά και του κάθε χωριού, που χάθηκε από το χάρτη, λόγω του λιγνίτη, θα προτιμούσαν να έχουν τα σπίτια τους και την περιουσία, που, με κόπο και θυσίες, δημιούργησαν και όχι τις αποζημιώσεις.
Ξέρω, ότι, όσοι πιστεύουν και εκφράζουν αυτές τις απόψεις, δεν πρόκειται να τις αλλάξουν, αλλά την επόμενη φορά, που θα υπάρχει μία είδηση, για την Ποντοκώμη, ας κάτσουν λίγο να σκεφτούν, ότι η ζωή δεν εξαγοράζεται.
Αφιερωμένο σε όλα τα χωριά του λιγνίτη.