Ταμπούραν εκατόρθωνεν,
ταμπούραν κατορθώνει,
οφίδια κόρδας έβαλεν,
στρεφτάρας κοβοτσούτσας.
Ακριτικό Ποντιακό άσμα
Αρχαία Πανδωρίς 400 π.χ. – Βυζαντινή Ταμπούρα – Τουρκοκρατία Ταμπουράς
Η ποντιακή μουσική παράδοση αποτελεί ένα άγνωστο κεφάλαιο με θεμελιακά ερευνητικά κενά και ατεκμηρίωτες μελέτες και έρευνες.
Οι νεότερες προσεγγίσεις δεν έτυχαν μιας ενδελεχούς ιστορικής έρευνας, με αποτέλεσμα σήμερα να μην έχουμε μια τεκμηριωμένη μελέτη για τα μουσικά όργανα, που χρησιμοποιήθηκαν στον ιστορικό πόντο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Βέβαια η έρευνα πάνω στην ποντιακή μουσική και την οργανολογία έχει καταγράψει τα νεότερα στοιχεία, που διασώζονται είτε στη βιβλιογραφία είτε στις ζώσες και βιωματικές εμπειρίες των μουσικών της πρώτης προσφυγικής γενιάς και είναι οι λύρες ,οι αυλοί και τα κρουστά.
Στα ποντιακά μουσικά όργανα απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην αρχαία κιθάρα και τον βυζαντινό ταμπουρά. Όργανα που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον τόσο στην ελληνική αρχαιότητα όσο και στη βυζαντινή περίοδο.
Στην τεκμηριωμένη και πολύπλευρη έρευνα του μουσικού συντάκτη του κέντρου έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Σταύρου Καρακάση, με τίτλο: “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ” παρατηρείται το μοναδικό παράδοξο, μα μην υπάρχει δίπλα στη λύρα συνοδευτικό έγχορδο όργανο της οικογένειας των λαουτοταμπουράδων.
Την απουσία κιθαροειδών οργάνων στη μεταβυζαντινή εποχή την επεξηγεί ο Καρακάσης πληροφορώντας μας στον πρόλογο του παραπάνω βιβλίου του ως εξής: “Στα δημοτικά μας τραγούδια αναφέρονται πολλά μουσικά όργανα ,που έχουν πάψει να είναι σε χρήση ή εξελίχθηκαν και τώρα έχουν άλλο όνομα”.
Την άποψη του Καρακάση επιβεβαιώνει ένας από τους μεγαλύτερους λαογράφους του Πόντου, ο αείμνηστος Παντελής Μελανοφρύδης, που με την ενδελεχή έρευνα και παρατηρητικότητα, που τον διέκρινε, μας αποκάλυψε στην ποντιακή παραλλαγή του ακριτικού τραγουδιού “Του Γιάνν’ ο γάμος ” ότι στον Πόντο κατά τον 10ο αιώνα ήταν διαδεδομένος ο ταμπουράς και μάλιστα περιγράφεται η χρήση ,ο τρόπος κατασκευής, τα υλικά και οι χορδές του ταμπουρά.
Το ακριτικό τραγούδι αναφέρεται στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Τσιμισκή, που το 970 μ.Χ. πήγε ακάλεστος στο γάμο του Γιάννη και αντιγράφοντας την ενέργεια του Διγενή Ακρίτα έφτιαξε έναν ακριβοθώρητο ταμπουρά ( λαούτο), με τον οποίο έπαιξε και μάγεψε τους προσκεκλημένους στο γάμο.
Στην Ποντιακή λαϊκή γκραβούρα με θέμα ο Ποντιακός γάμος του 19ου αιώνα, βλέπουμε: Το κρουστό, τη λύρα και δεξιά τον ταμπουρά ( Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού ελληνισμού σ. 561.)
Αν διαβάσουμε την παραλλαγή από το ακριτικό ποντιακό άσμα: Του Γιάνν’ ο γάμος,
Οι πληροφορίες ,που εμπεριέχει, είναι ίσως από τις πιο σημαντικές αναφορές στην ποντιακή μουσικολογία…
..Οξέαν ξύλον έκοψεν, της Δάφνης την καρδίαν,
ταμπούραν εκατόρθωνεν, ταμπούραν κατορθώνει.
Οφίδια κόρδας έβαλεν , στραφτάρας κοβοτσούτσας…
Τσάλια, τσάλια την ταμπουράν και κελαηδεί μαγείας…!
Για τον ποντιακό ταμπουρά ( λαούτο) ο Παντελής Μελανοφρύδης γράφει :
“Η ταμπούρα ( ταμπουράς ή μπανδούρα) ως μουσικόν όργανον δεν διεσώθη εν Πόντω μέχρι των τελευταίων ετών, φαίνεται όμως, ότι στην εποχήν του Ιωάννη Τσιμισκή υφίστατο παράλληλα με την λύραν”. Και τέλος υπογραμμίζει στα ποντιακά:
“Αοίκον ταμπούραν άμον το ποντιακόν ‘ς σα τράμερα τη κόσμονος ‘κ’ ευρέθεν”.
Στην ποντιακή αναφορά μαθαίνομε, ότι τον ταμπουρά στον Πόντο τον έλεγαν με την θηλυκή του εκφορά “η Ταμπούρα” γένος που συναντάται και στην αρχαία του ονομασία ως “Πανδούρα” ή “Πανδουρίδα”.
Η παρουσία βέβαια του ταμπουρά έχει τις ρίζες του στους αρχαίους πολιτισμούς των λαών της ανατολής από τον Καύκασο μέχρι και την Ινδική χερσόνησο.
Η πρώτη απεικόνιση Πανδούρας στον ελληνικό χώρο βρέθηκε στην Κύπρο και χρονολογείται από το 1200 π.Χ.
Υπάρχουν εκατοντάδες απεικονίσεις με τον αρχαίο ελληνικό ταμπουρά μετά το 400 π.Χ. Ο ταμπουράς συναντάτε και με το όνομα “τρίχορδον”. Κατά τον Πυθαγόρα το όργανο αυτό κατασκευάζονταν από τους λαούς της Ερυθράς θάλασσας από λευκή δάφνη ,δηλαδή με το ίδιο ξύλο, που κατασκευάζονταν και στον Πόντο.
Στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο διασώζεται πλάκα με μια μούσα, που παίζει την ελληνική Πανδούρα, κρατώντας την όπως και ένας σύγχρονος λαϊκός οργανοπαίχτης.
Στα χρόνια του Βυζαντίου ο λαουτοταμπουράς απεικονίζεται στις αγιογραφίες και καταγράφεται στα ακριτικά άσματα, όπως μας καταθέτει ο Στ. Κυριακίδης στο βιβλίο του “Ο Διγενής Ακρίτας” στη σελ. 71. μια όμοια παραλλαγή με αυτήν του Πόντου.
Και κόβει κόρμην της ελιάς και κάμνει την ταμπούραν,
σκοτώνει φίδια και θεριά και βάνει του τις κόρδες.
Και έπαιζεν ο ταμπουράς του κόσμου τις γλυκάες..
Από τους παραπάνω στίχους συμπεραίνουμε, ότι το όργανο, που κατασκεύασε και έπαιζε ο Διγενής Ακρίτας, ήταν το λαούτο.
Η ποντιακή λύρα με συνοδευτικό όργανο τον ταμπουρά στο Βυζάντιο
“μονή Κουτλουμουσίου Άγιον όρος 16ος αιώνας”
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας επίσης συναντάται σε όλα τα μέρη της σκλαβωμένης Ελλάδας, και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη. Στον Πόντο διασώθηκε στις πόλεις Σαμψούντα, Κερασούντα ,Οινόη, Κοτύωρα, όπως και στα μεταλλεία του Ακ Νταγ Ματέν , Κεσκίν Ματέν κ.τ.λ.
Η πανελλαδική χρήση του ταμπουρά συνοδεύει τις λύρες, τους αυλούς και τα αγγεία ( γκάιντες.)
Για τον ταμπουρά μας εξηγεί Ο Σταύρος Κουρούσης στο βιβλίο του: “Από τον Ταμπουρά στο Μπουζούκι” ότι ο ταμπουράς ή το λαούτο μαζί με τη λύρα, τη φλογέρα κα το αγγείο είναι της ίδιας οικογένειας και αναμειγνύονται χωρίς όρους και συστηματοποιημένους κανόνες” .
Τα όργανα στη βυζαντινή περίοδο ονομάζονται παίγνια στην ελληνική , παιγνιτόρια στην ποντιακή. Είναι δηλαδή άτυπες ορχήστρες αποτελούμενες κύρια από νταουλοζουρνάδες, ή λύρα -λαούτο ή Φλογέρα -λαούτο.
Τακτικός σύντροφος της λύρας ήταν το λαούτο, που αποτελούσαν τα δύο μαζί τα λεγόμενα ζυγιά. (SAMUEL BAUD-BOVY δοκίμιο για το ελληνικό τραγούδι σ.37.)
Η συνύπαρξη των δύο οργάνων παρατηρείται ακόμα και σήμερα στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κύπρο .
Γάμος στην Κύπρο με λύρα και λαούτο.
Η διαχρονική συνύπαρξη της λύρας με τον ταμπουρά φαίνεται από πολλά δημοτικά τραγούδια στην περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως το παρακάτω:
Πάρε τη λύρα σου εσύ κι εγώ τον ταμπουρά μου,
να πάμε, να γλεντήσουμε κάτω στην πεθερά μου.
Μιχάλης Λελέκος ( Δημοτική ανθολογία Αθήνα 1868.)
Η ταύτιση του ταμπουρά με το λαούτο, που αποτελεί μετεξέλιξή του, είναι δεδομένη και καταγράφεται από το δημοτικό τραγούδι ΄΄ Η αιχμαλωσία ΄΄
Φέρτε μου το λαγούτο μου, τον δόλιο ταμπουρά μου ,
να τ’ αρχινήσω θλιβερά και να τα πω καημένα…
( Passow σελ.. 329.)
Ο Σταύρος Καρακάσης στο βιβλίο του ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ σελ.46, μας επεξηγεί, ότι:
η Πανδούρα ή Φανδούρα των βυζαντινών, που αναφέρεται στο ακριτικό έπος, είναι της οικογένειας του λαούτου. Και υπογραμμίζει κάτι το πολύ ενδιαφέρον, ότι η Πανδούρα( ταμπουράς) δεν εξελίχθηκε από το αραβικό ud (ούτι).
Η ελληνική επανάσταση σ’ όλες της τις εξάρσεις τραγουδήθηκε με τον ταμπουρά.
Είναι πολλοί γνωστοί οι ταμπουράδες στο Σούλι του Μάρκου Μπότσαρη ,του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ,του Μακρυγιάννη και του Ρήγα Φεραίου.
Στα νεότερα χρόνια ο ταμπουράς παίρνει τη μορφή πρώτα του μαντολίνου και αργότερα του μπουζουκιού. “Το μπουζούκι είναι ένα μαντολίνο με μακρύ μανίκι, που κρατάει από την αρχαία πανδούρα και το βυζαντινό ταμπουρά”.
( Samuel baud-bovy. Ελληνικό δημοτικό τραγούδι σ 69.)
Δεν είναι γνωστό, πότε και γιατί σταμάτησε να παίζεται ο ταμπουράς στον Πόντο ως συνοδευτικό όργανο της λύρας.
Ίσως η ταύτισή του με τα επαναστατικά τραγούδια των Ελλήνων αγωνιστών και ιδιαίτερα του Ρήγα Φεραίου να αποτέλεσε απαγορευτικό λόγο για την μη χρήση του στον Πόντο…
Για το βυζαντινό ταμπουρά της ανατολής η πρώτη αναφορά στον τρόπο κουρδίσματος γίνεται από τον πόντιο μουσικό Χρύσανθο , ο οποίος μας λέει, ότι η Πανδούρα είναι τρίχορδη και το κούρδισμά της γίνεται ως εξής: η πρώτη χορδή δι ( σολ) ,η δεύτερη γα (φα), και η Τρίτη πα ( ρε)
Ένα είναι βέβαιο, ότι σε όλα τα μέρη της Ελλάδας το λαούτο είναι συνοδευτικό όργανο της λύρας μέχρι τις μέρες μας.
Στην περίπτωση της ποντιακής μουσικής τουλάχιστον για μετά το 1821, όπου υπάρχουν ιστορικές καταγραφές δεν αναφέρεται η παρουσία του ταμπουρά ως συνοδευτικό όργανο της λύρας.
Τα δημοτικά ποντιακά τραγούδια, που διασώθηκαν μετά τον 19ο αιώνα δεν κάνουν καμία αναφορά στον ταμπουρά, αλλά στα γνωστά ποντιακά όργανα: κεμεντζέ, τουλούμ, ταούλ.
Αυτό όμως δεν θα πρέπει να αποτρέψει την επαναφορά του ως συνοδευτικού οργάνου, όταν αυτό απαιτείται για τις ηχητικές ή τις ρυθμικές ανάγκες της ποντιακής λύρας ή του αυλού.
Αν θα πρέπει να εφεύρουμε το φυσικό συνοδευτικού όργανο της λύρας, αυτό θα πρέπει να είναι το βυζαντινό λαούτο και όχι το ξενόφερτο και συγκερασμένο ηλεκτρονικό αρμόνιο, που οργανολογικά, ιστορικά και αισθητικά είναι τελείως ξένο και ασυνταίριαστο με την ποντιακή λύρα.
Αν στη δεκαετία του 1970 ο λαϊκός βάρδος της ποντιακής μας παράδοσης , ο αείμνηστος Γιώργος Αμαραντίδης ( Σιμούλτς) με τη γνώση και την ευαισθησία, που τον κατείχε, απομάκρυνε από την ποντιακή μουσική την αμερικάνικη ντράμς και το γερμανικό αρμόνιο, σήμερα δυστυχώς κάποιοι αδαείς ασχημονούν και πάλι πάνω στην ποντιακή μουσική επαναφέροντάς τα.
Ο πρώτος πόντιος λυράρης, που χρησιμοποίησε το λαούτο στη δισκογραφία, ήταν ο Κωστίκας Τσακαλίδης και ακολούθησε ο Μιχάλης Καλιοντζίδης. Οι παραπάνω καλλιτέχνες πάντρεψαν τα δύο όργανα με επιτυχία χωρίς να αλλοιώσουν τα βυζαντινά χαρακτηριστικά της ποντιακής μας παράδοσης.
Ο καταξιωμένος εθνομουσικολόγος μας, Λάμπρος Λιάβας, γράφει για τον ταμπουρά στο βιβλίο “Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη” σελ. 20 τα εξής: “Έχει αρχίσει να αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον για τα όργανα της οικογένειας του ταμπουρά με την εισαγωγή της διδασκαλίας τους στα μουσικά σχολεία και την συμμετοχή τους σε μουσικές κομπανίες. Εμφανίζεται επιτακτική η ανάγκη για όργανα, που να πατάνε στέρεα στην παράδοση και να αξιοποιούν τη σύγχρονη γνώση”.
Κλείνοντας την πρώτη αναφορά και έρευνα, που γίνεται για τον ποντιακό ταμπουρά,
ανοίγεται ένα νέο κεφάλαιο έρευνας για τους πόντιους μουσικούς και μουσικολόγους, οι οποίοι πρέπει να μας απαντήσουν πότε και κάτω από ποιες συνθήκες ο ελληνικός ταμπουράς έπαψε να συνοδεύει την ποντιακή λύρα και τον αυλό.
Ταμπουράς , αυλός και λύρα:
τα τρία δημοτικά όργανα της ελληνικής μουσικής ( Λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος)
Στην Ελλάδα πάντως θα πρέπει να γίνει γνωστό, ότι ο καλύτερος ταμπουρωδός ήταν ο πόντιος Γεώργιος Κικίδης που έπαιζε με τον επίσης πόντιο Γιοβάν Τσαούς, από την Κασταμονή του Πόντου, στις πρώτες τους ηχογραφήσεις το 1936.