Η ψευτιά και η κλεψιά είναι θεία μ’ ανιψιά.
Ελληνική παροιμία
Μια νέα πολιτική σοκαριστική αποκάλυψη ήρθε στο φως της δημοσιότητας με την υπόθεση Καρατζαφέρη, ενός ομιλητικότατου και “πληθωρικότατου” πολιτικού της μεταπολίτευσης, που πέραν των κομματικών του μεταμορφισμών, ψηφίστηκε κατ’ επανάληψη από τον ελληνικό λαό για τον άμεμπτο και ασυμβίβαστο πολιτικό ρόλο, που υποδύονταν.
Βέβαια το συνεπές πολιτικό σύστημα της χώρας προσέτρεξε, για τις θεάρεστες υπηρεσίες του, να του παράσχει τηλεοπτικό προπαγανδιστικό βήμα.
Η αποκάλυψη αυτή είναι η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της πολιτικής υποκρισίας στη χώρα μας και θα πρέπει να αποτελέσει την απαρχή μιας γενικευμένης και καθολικής διερεύνησης του “πόθεν έσχες” όλων των πολιτικών, γιατί διαφαίνεται, ότι κανείς δεν μπορεί να είναι υπέρ άνω υποψίας, κατά πως λέει κι ο λαός “ο κλέφτης και ψεύτης γίνεται”.
Με αφορμή ακριβώς την αποκάλυψη του πολιτικού σκανδάλου, που ακούει στο όνομα Καρατζαφέρης, ενός πολιτικού δηλαδή, που υποδυόταν τον αρχάγγελο της ηθικής, αφού ξέπεσε από τους πολιτικούς θώκους εκδιώκεται “ως δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται”,
προσέτρεξα στη λαϊκή θυμοσοφία προκειμένου να αναζητήσω τους τρόπους, με τους οποίους προσεγγίζει παρόμοιες συμπεριφορές.
Στην αναζήτησή μου βρέθηκα μπροστά στο αμίμητο και μοναδικό λαϊκό ποντιακό άσμα, που προφητικά μας περιγράφει τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα:
Που έκλεψεν εβάρκιξεν, (φώναξε)
π’ έχασεν εφοέθεν, (φοβήθηκε)
το ψέμαν εκυρίεψεν, (κυριάρχησε)
‘ς σον κόσμον εμαθεύτεν. (μαθεύτηκε)
Τα ερωτήματα, που πλανιόνται μπροστά στο πολυεπίπεδο οικονομικό σκάνδαλο με τις μακροσκελείς πολιτικές του προεκτάσεις, είναι, γιατί αυτό δεν αποκαλύφθηκε μέχρι τώρα;
Κι ακόμη πότε και πώς θα ελεγχθούν όλοι οι Έλληνες πολιτικοί και ανώτεροι υπάλληλοι, που διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα και πλούτισαν στη διάρκεια της θήτευσής τους σε θέσεις κυβερνητικής εξουσίας, που επέτρεπαν την αποδοχή δώρων, μιζών, γρηγορόσημων ,προμηθειών και όλων των άλλων εκμαυλισμών, που οι μετέχοντες της εξουσίας τις χαρακτήρισαν πολιτικό χρήμα ή εξυπνάδα ενώ την τιμιότητα τη βάφτισαν βλακεία και πολιτική αφέλεια.
Το πολιτικό σύστημα της χώρας, αν θέλει να επανακτήσει τη χαμένη του αξιοπιστία, έχει μόνο μία επιλογή, να περάσει τους φυσικούς εκφραστές του από οικονομική “ιερά εξέταση” και αν βρεθούν αγνοί και αμόλυντοι να τους παραδώσει εξαγνισμένους στο λαό.
Αν όμως αποκαλυφθεί ότι “έκλεψαν οπώρας” να επιστραφούν αυτές στο λιμοκτονούντα ελληνικό λαό και αυτοί να απολογηθούν στα παιδιά και στα εγγόνια τους.
Η κατάχρηση του δημοσίου χρήματος θα πρέπει να ποινικοποιηθεί διαχρονικά για να διευκολύνει τον αέναο και διαρκή έλεγχό του από την πολιτεία.
Αν η φοροδιαφυγή και η υπεξαίρεση στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί εγκληματική πράξη, στην μέχρι πρόσφατα τουρκοκρατούμενη βαλκανική μας χώρα, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ιδιαζόντως απεχθής και καταδικαστέα.
Στην έννομη και ηθική διαχείριση των οικονομικών της χώρας η εκκλησία με τους θεσμούς και τις παραδόσεις της θα πρέπει να συμβάλει σε μια νέα ηθική λαϊκή συμπεριφορά και να σταθεί επικριτικά και αφοριστικά σε κάθε επίδοξο ληστοσυμμορίτη της πολιτικής.
Η οικονομική κοινωνική ευρωστία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και προαπαιτούμενο της ισόνομης και δίκαιης διανομής του εθνικού πλούτου.
Εξ άλλου η αφοπλιστική ομολογία του Θεανθρώπου με τη ρήση “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ” είναι μια ηθική παρότρυνση του ρόλου της εκκλησίας για να εμπλακεί στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας δικαίου.
Χιλιάδες Έλληνες καταχραστές και φοροκλέφτες έχουν υποκρύψει τα κεφάλαιά τους σε μαγικές offshore εταιρίες, ο αριθμός των οποίων ξεπερνάει τις είκοσι χιλιάδες.
Στις εταιρίες αυτές ξεπλένουν το ένοχο χρήμα και υποκρύπτουν τις μεγάλες ακίνητες περιουσίες τους.
Και αυτό την ίδια στιγμή, που οι κύριες κατοικίες και τα πενιχρά εισοδήματα των Ελλήνων υπερφορολογούνται.
Η ποντιακή ηθικοπλασία αναδύεται μέσα στο δημοτικό δίστιχο, όπου ενυπάρχει ο λαϊκός διαχρονικός στιγματισμός για τους αποθρασυνθέντες καταχραστές του εθνικού μας πλούτου, που, αφού τον έκλεψαν, εβάρκιξαν, ενώ ο λαός μας, αφού τα έχασε όλα, περιέπεσε σ’ έναν εθνικό φόβο (εφοέθεν…)