Ανηφορίζοντας, από την πόλη της Φλώρινας τις νοτιοανατολικές πλαγιές της οροσειράς του Βαρνούντα ή Περιστέρι, που είναι κατάφυτες από δάση οξιάς και πολλούς μήνες το χρόνο χιονοσκέπαστες, ο δρόμος οδηγεί στον αυχένα του Πισοδερίου, που χωρίζει τον Βαρνούντα από το Βίτσι, αποτελώντας ένα από τα κυριότερα φυσικά περάσματα της ορεινής Μακεδονίας.
Στην «καρδιά» του αυχένα αυτού, και σε υψόμετρο 1.420 μέτρων, βρίσκεται χτισμένο το γραφικό Πισοδέρι, το οποίο αποτελεί διαχρονικά φυσικό πέρασμα. «Βίγλα» όπως το αποκαλούν οι γηγενείς Βλάχοι κάτοικοί του, «κλεισουροφύλακες» από την εποχή της αρχαίας Μακεδονίας έως το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία.
Το φυσικό τοπίο, σε συνδυασμό με τη μοναδική αρχιτεκτονική των σπιτιών, κάνουν το μικρό χωριό να ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά, θυμίζοντας τα άλλα φημισμένα και γραφικά βλαχοχώρια της περιοχής, Νυμφαίο και Κλεισούρα.
Στην εποχή της ακμής του, αρχές του 20ου αιώνα, το Πισοδέρι άγγιζε τους 1000 κατοίκους. Σήμερα ο μόνιμος πληθυσμός, δεν ξεπερνάει τα δάχτυλα του ενός χεριού. Ωστόσο τα μεγάλα πέτρινα σπίτι, οι εκκλησίες και τη μεγαλοπρεπής «Μοδέστειος Σχολή» -που ευτυχώς έχουν διασωθεί και αναδειχθεί- μαρτυρούν τον πλούτο και την πρόοδο του χωριού, που έλαβε μέρος σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Κατά την Επανάσταση του 1821 ο ντόπιος Κωνσταντίνος Κασομούλης αντιστάθηκε μέχρι θανάτου στην πολιορκία και στην πτώση της Νάουσας (13/4/1822). Ο γιος του Νικόλαος (1795-1872), μέλος της Φιλικής Εταιρείας, αρχικά συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Ολύμπου και της Χαλκιδικής και το 1826 έλαβε μέρος και επέζησε της Εξόδου του Μεσολογγίου. Ο ίδιος μάλιστα συνέταξε την απόφαση της εξόδου, καθ’ υπαγόρευση του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ, και επιφορτίστηκε με την αποστολή να συντονίσει τις ενέργειες όλων των τμημάτων για την επιχείρηση. Προτομή του Νικόλαου Κουσουμούλη, δεσπόζει στο κέντρο του χωριού.
Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα το χωριό ήταν ένα από τα κέντρα του ελληνικού αγώνα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Ο ντόπιος ιερέας Σταύρος Τσάμης (1870-1907), υπήρξε οργανωτής και αρχηγός της «Επιτροπής Αγώνα του Πισοδερίου» και έμπιστος συνεργάτης του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη και του καπετάν Κώττα. Στις 18/10/1904 ο παπά Σταύρος έθαψε με μεγάλη μυστικότητα το κεφάλι του ήρωα Παύλου Μελά κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου του Αγίου Χαραλάμπους, που βρίσκεται δίπλα ακριβώς από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.
Τον Απρίλιο του 1907 η κεφαλή του ήρωα μεταφέρθηκε στην Καστοριά, όπου παραδόθηκε στην Ναταλία Μελά που την έθαψε μαζί με το σώμα του ήρωα σε κόγχη του βυζαντινού παρεκκλησίου των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Τιμώντας την κίνηση του ιερέα Σταύρου Τσάμη και των ντόπιων που διαφύλαξαν ως «κόρη οφθαλμού» την κεφαλή του Παύλου Μελά, η σύζυγός του δώρισε -με ιδιόχειρη αφιέρωση- εικόνα του Αποστόλου Παύλου, που εκτίθεται σήμερα στο μικρό σκευοφυλάκιο. Για την ιστορία ο τολμηρός ιερέας, προτομή του οποίου υπάρχει στη θέση «βίγλα» απέναντι από το χιονοδρομικό κέντρο, έπεσε νεκρός μετά από δολοφονική ενέδρα Βούλγαρων κομιτατζήδων το καλοκαίρι του 1907.
Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, με τη μεγάλη λιθόστρωτη πλατεία μπροστά της, προϋπήρχε της ανακαίνισης του 1848 σύμφωνα με εντειχισμένη μαρμάρινη πλάκα. Είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με πολλές αγιογραφίες στο τέμπλο και εντυπωσιακό άμβωνα και δεσποτικό θρόνο. Το επιβλητικό λιθόκτιστο καμπαναριό, ανοικοδομήθηκε το 1905 από τον Αρχιμανδρίτη Μόδεστο, που συνδέεται και με το παρακείμενο εντυπωσιακό σχολικό συγκρότημα που φέρει το όνομά του.
Δίπλα ακριβώς από την εκκλησία, βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο θεωρείται παλαιότερο, κάτω από την Αγία Τράπεζα του οποίου ετάφη η κεφαλή του Παύλου Μελά. Στο χώρο της εκκλησίας λειτουργεί μικρό σκευοφυλάκιο, με παλαιά ιερά σκεύη, άμφια, εικόνες ανάμεσά τους και αυτή της Ναταλίας Μελά, με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Εντυπωσιακό είναι το ψηφιδωτό μνημείο έξω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που απεικονίζει τον Παύλο Μελά και τον Μέγα Αλέξανδρο και στο κάτω μέρος τη στιγμή της παράδοσης της κεφαλής του Μελά στον ιερέα Σταύρο Τσάμη από δύο οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα.
Στο μικρό λαογραφικό και ιστορικό μουσείο, δίπλα στο πετρόκτιστο σκέπαστρο με θέα τα τριγύρω καταπράσινα βουνού, εκτίθενται αντικείμενα από την καθημερινή ζωή των κατοίκων του χωριού τα παλαιότερα χρόνια.
Πραγματικό στολίδι του χωριού, αποτελεί η «Μοδέστειος Σχολή», που κτίστηκε το 1904 με δωρεά 6.000 χρυσών νομισμάτων του Αγιοταφίτη Αρχιμανδρίτη Μόδεστου (Γεώργιος Μηνοϊδης) ο οποίος καταγόταν από το Πισοδέρι (1831-1906). Για δεκαετίες η «Μοδέστειος Σχολή», που οι ντόπιοι αποκαλούν και «Παρθενώνα» του Πισοδερίου, υπήρξε κέντρο ελληνικής παιδείας έως το 1970 οπότε και έκλεισε απουσία μαθητών. Ευτυχώς ο δραστήριος Δασικός Συνεταιρισμός Πισοδερίου, ανέλαβε πρόσφατα την ριζική ανακαίνιση του ιστορικού κτιρίου, δίνοντας του και πάλι την παλιά του αίγλη.
Στόχος να λειτουργήσει ως ξενώνας και συνεδριακό κέντρο, συμβάλλοντας και στην οικοτουριστική ανάπτυξη του χωριού. Από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια του πετρόκτιστου κτιρίου, η θέα προς τα καταπράσινα, και ενίοτε χιονοσκέπαστα βουνα που περιβάλλουν το χωριό, εντυπωσιάζει και ηρεμεί.
Περίπου 4 χλμ δυτικά του χωριού, κατηφορίζοντας προς τα ξακουστά Κορέστεια, βρίσκεται το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, που χρονολογείται το 1050 μ.Χ σύμφωνα με την εντοιχισμένη πέτρινη πλάκα στην θύρα του καθολικού. Κτισμένο στη θέση «Εικόνα», σε υψόμετρο 1.395 μ και μέσα σε ένα κατάφυτο δάσος από οξιές περιοχή, το μοναστήρι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα αφού υπήρξε σημείο συνάντησης και κρησφύγετο αγωνιστών και χώρος αποθήκευσης όπλων.
Το 1906 η πυρπόληση της μονής από Βούλγαρους κομιτατζήδες είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν παλιά χειρόγραφα και κειμήλια. Το καθολικό ανακαινίστηκε με πρωτοβουλία -και εδώ- του Δασικού Συνεταιρισμού Πισοδερίου και αποτελεί σημείο τερματισμου διαδρομών μέσα στα πλούσια δάση της περιοχής.
Στο Πισοδέρι λειτουργεί ένα από τα καλύτερα χιονοδρομικά κέντρα στην Ελλάδα, με εννέα πίστες ολυμπιακών προδιαγραφών, οι οποίες μπορούν να εξυπηρετήσουν όλες τις κατηγορίες των σκιέρ και των snowboarders.
Στα «ισχυρά σημεία» του, συγκαταλέγεται το γεγονός ότι βρίσκεται επάνω στο εθνικό δίκτυο (Φλώρινας-Καστοριάς) και έτσι ο δρόμος είναι πάντα ανοιχτός τον χειμώνα, ενώ η πανοραμική θέα προς την περιοχή των Πρεσπών από τις κορυφές των πιστών (υψόμετρο 1.890 μ.) είναι εντυπωσιακή.
Διαβάστε περισσότερα στο https://www.travel.gr