Είναι αλήθεια, ότι η βιωματική σχέση του ανθρώπου με τη φύση αμέσως μετά τη βιομηχανική επανάσταση και τον παγκόσμιο ανταγωνισμό φαντάζει σαν μακρινή ουτοπία μιας άλλης ρομαντικής εποχής.
Σήμερα μπορούμε να επικαλεστούμε τη λαϊκή μας παράδοσή, μέσα στην οποία θα βρούμε τη σχέση και την αισθητική των προγόνων μας με τη φύση και το περιβάλλον, όπου έζησαν χιλιάδες χρόνια.
Η χώρα μας μετά την αποβιομηχάνισή της θα πρέπει να εκπαιδεύσει τις νέες γενιές, ώστε να κατανοήσουν μέσα από τη δύναμη της παράδοσης την ανάγκη σεβασμού και διατήρησης του φυσικού μας περιβάλλοντος.
Μια νέα περιβαλλοντική εκπαίδευση, στηριγμένη στα αιώνια στοιχεία και της ηθικές αξίες, είναι απαραίτητο να εδραιωθεί, προκειμένου να διαμορφώσουμε το νέο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της χώρας μας.
Στοιχεία αυτής της πολιτιστικής μας παράδοσης, που εμπεριέχονται μέσα στα δημοτικά τραγούδια και τις παροιμίες όλων των περιοχών του ελληνισμού, μπορούν να σηματοδοτήσουν τη νέα περιβαλλοντική αντίληψη και σκέψη, προκειμένου να γίνει η ελληνική φύση όμορφη και ελκυστική για τον τουρισμό και την ανάπτυξη.
Ο ιστορικός πόντος περιγράφεται από τους διάφορους περιηγητές ως ένας μυθικός τόπος ( μυθική Κολχίδα ) ή ως παραδεισένιος τόπος λόγω της μεγάλης υγρασίας και των πολλών ποταμών, που τον διαρρέουν. Η πολυποίκιλη χλωρίδα και πανίδα των ορεινών ποντιακών Άλπειων είναι μοναδική στον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο έλληνας περιηγητής στον Πόντο, Κώστας Παπαμιχαλόπουλος στα 1903, τις χαρακτήρισε ομορφότερες και από τις αυστριακές Άλπεις.
Το άμεσο φυσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο κατοικούσαν οι Έλληνες του Πόντου, ήταν τα βουνά (ραχία), οι βουνοκορφές (ραχομύτια), τα δάση (ρακάνια), τα ορεινά λιβάδια (λιβαδότοπια), οι ορεινές εξοχές (παρχάρια), καθώς και οικισμοί στις όχθες των ποταμών (ποταμάκρυα).
Το ποντιακό τραγούδι είναι ένας ατέλειωτος ύμνος προς τις φυσικές ομορφιές με ιδιαίτερη αναφορά στο βουνό (ραχίν – ραχόπον ). Είναι αμέτρητα τα λαϊκά άσματα, που δείχνουν τη μεγάλη ευλάβεια και αγάπη του ευξείνιου ρωμιού προς τη μητέρα φύση.
Αν σκύψουμε στα ποντιακά τραγούδια, που περιγράφουν τη φύση, θα βρισκόμασταν μπροστά σ’ ένα φυσιολατρικό έπος, μοναδικό στον κόσμο.
Τα βουνά (ραχία) ή όρη (όρια), όπως τα έλεγαν με την αρχαία τους ονομασία οι Πόντιοι, τραγουδήθηκαν ιδιαίτερα από το λαϊκό αοιδό:
Κρύον νερόν, κρύον νερόν κι απόθεν κατηβαίνεις;
Ας σ’ όρια, όρια έρχουμαι και ς’ σ’ όρια κατηβαίνω.
Το όρος ή ραχίν από το αρχαίο ουσιαστικό ραχίον ήταν ο μέγιστος συμβολισμός στην καθημερινή ζωή ενός λαού, που βίωνε με τη θέαση των ποντιακών ορέων του Παρυάδρη, στα πρανή του οποίου ήταν χτισμένοι οι ποντιακοί οικισμοί.
Τραγούδια, φράσεις, γνωμικά και παρομοιώσεις κάνουν αναφορά στα βαθύσκιωτα ποντιακά βουνά:
Για τον αγέρωχο και δυνατό άνθρωπο: άμον ραχίν άνθρωπος.
Για την ανατολή του ήλιου: εχάραξεν το ραχίν.
Γι αυτόν, που πέφτει σε περισυλλογή: φορτούται τα ραχιά και νουνίζ’
Γι αυτόν, που ανέλαβε πολλές ευθύνες: εφορτώθεν το ραχίν.
Για τον οκνηρό, τον τεμπέλη: τον άρκον έστειλαν σ’ σα ξύλα κ’ εφορτώθεν όλεν το ραχίν.
Γι αυτούς που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις : το τρανόν, το ραχίν ,τρανόν φουρτούναν έχ’.
Για απροσδόκητη συνάντηση δύο ανθρώπων: Ραχίν με το ραχίν ‘κι ανταμών’.
Για την ταπείνωση του ανθρώπου: τ’ άγρια τ’ άλογα, τ’ άγρια ραχία ημερών’ ατά.
Τα δημοτικά ποντιακά τραγούδια χρησιμοποιούν το δέος και τη μεγαλοπρέπεια των ψηλών και απάτητων πολλές φορές βουνοκορφών, που τόσο θαυμάζουν και αγαπούν. Ένα δίστιχο, που το τραγουδούσε ο αείμνηστος παππούς μου, Ιάκωβος, είναι ακόμα χαραγμένο στη μνήμη μου:
Ψηλά ραχιά και πράσινα, πάντα χλωροφοράτεν,
διαβαίν’νε χρόνια και καιροί, καμίαν ‘κι γεράτεν.
Τα ζώα και τα αντικείμενα τα παίρνουν και αυτά την επωνυμία του βουνού, όπως:
ραχιοχόρταρον (χόρτο του βουνού) ραχιοτσίτσεκον ( αγριολούλουδο) ραχιοκάλαθον ( καλάθι του βουνού) ραχιόπουλον ( πουλί του βουνού) και ραχιοκόρφιν , ραχιοκέφαλον ή ραχιομύτιν (κορυφή του όρους).
Τα ποντιακά δίστιχα πολλές φορές αναφέρεται στις απολήξεις των βουνοκορφών:
Ραχιά και ραχιοκέφαλα, ‘ς σα λίβια απές κρυμμένα,
ανοίξτεν σεβταλίν ταφίν και θάψετεν εμέναν.
Η λαϊκή ποίηση τραγούδησε το τολμηρό πέρασμα του ανθρώπου από τις ψηλές βουνοκορφές. Κάτι αντίστοιχο με τον θαυμασμό, που κερδίζουν οι σημερινοί ορειβάτες.
Αυτός που διαπερνούσε τα βουνά και ξενιτεύονταν λεγόταν ραχιοπιδιαβαγμένος ή ραχιοπιδιαβάχτρα (ξενιτεμένη).
Πολλές φορές ο λαϊκός στιχουργός θέλοντας να εξευμενίσει ή να προσεγγίσει πιο φιλικά το ψηλό βουνό το ονομάζει υποκοριστικά ραχόπον, δείχνοντας την αγάπη και το θαυμασμό του γι’ αυτό, με την αιωνιότητα του οποίου θέλει να ταυτιστεί.
Αν αποθάνω θάψτε ‘μεν ‘ς σ’ έναν ψηλόν ραχόπον,
ν’ ακούω τσοπάν’ σύριγμαν και γαβαλί’ λαλόπον.
Τα χρόνια εκείνα οι κορυφογραμμές, που όριζαν τον στενό οπτικό ορίζοντα, οριοθετούσαν κατά μίαν έννοια και τα όρια του φιλικού και γνώριμου τόπου.
Πέρα από αυτά υπήρχε το ξένο, το άγνωστο. Γι’ αυτό και το ξεπροβόδισμα ( το παρεύγαλμαν) ήταν μια διαδικασία κοινωνικής ευαισθησίας, που συνόδευε τους ξενιτεμένους μέχρι την κορυφή του πλησιέστερου βουνού.
Το ποντιακό τοπίο με το πλουσιότατο ανάγλυφο στον κόσμο, τις αμέτρητες γάργαρες πηγές και τη δροσερή θαλασσινή αύρα του Εύξεινου Πόντου ήταν τα στοιχεία, που διαχρονικά επηρέασαν και διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του.
Οι ίδιοι λόγοι καλλιέργησαν και ανέπτυξαν ηθογραφικές ενασχολήσεις με την φυσιογραφία ,τη φυσιοκρατία και τη φυσιολατρία των Ελλήνων του πόντου.
Το παρχάρ ( εύφορο ορεινό μέρος παρά το χωρίον) ήταν ο φυσικός χώρος μιας διαχρονικής παραδεισένιας διαβίωσης μέσα στη φύση ,σε ένα αδιάλειπτο και αδιάσειστο πάντρεμα του ανθρώπου με αυτήν.
Ήταν μια ισορροπημένη διαβίωση, που κράτησε ανθρώπους και φύση ενωμένους διαχρονικά, διασώζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τα πρωθύστερα πολιτιστικά στοιχεία του αρχαίου ιωνικού πολιτισμού.