Το δένδρο αποτελεί ένα δυσεπίλυτο ερμηνευτικά στοιχείο στις παραστάσεις με θέματα την Γέννηση του Χριστού, που πάντως με διάφορες μορφές απαντά πρώιμα. Απαντά στο κάλυμμα της σαρκοφάγου του Μάρκου Κλαυδιανού (330-335 μ.Χ.), όπου οριοθετεί αποτροπαϊκά την Φάτνη του Χριστού, ακολουθώντας ανάλογες οριοθετικές αρχαίες εικαστικές και θεολογικές πρακτικές Ανάλογη χρήση έχει και στην ανάγλυφη ναξιακή πλάκα με την Γέννηση του Χριστού (τέλη 4ου-αρχές 5ου αιώνα), από το Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών (Τ. 95). Υπάρχει βέβαια και παλαιότερα, όπως στη παράσταση του Χριστού Ποιμένος ανάμεσα σε δύο δένδρα (250-300), από τις Κατακόμβες της Αγίας Πρισκίλλης. Θυμίζουμε τις παραστάσεις του Αιώνος – Διονύσου, ο οποίος απεικονίζονταν εν μέσω δύο δένδρων. Κοντά χρονικά με το παράδειγμα από την Νάξο είναι μία ανάλογη παράσταση σε ναό στο Tur’ Abdin της Συρίας που ο Αναστάσιος ο Α΄ ίδρυσε το 512 μ.Χ.. Εκεί εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης ανέθεσε δύο ορειχάλκινα δένδρα, τα οποία στολίζονταν ανάλογα με τα σημερινά χριστουγεννιάτικα δένδρα (A. Grabar, L’art de la Fin de L’antiquité et du Moyen-Âge, II (1968), σ. 640). Τέτοια δένδρα υπήρχαν και στην ιουστιανιάνεια Αγία Σοφία. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να δικαιολογηθεί η μη ύπαρξη στην εικόνα της Γεννήσεως των ιστορικά παρόντων εντός του Σπηλαίο και της Φάτνης, αφού τα πέριξ δένδρα, έθεταν στην Αγία Σοφία το όριο της Ωραίας Πύλης και των αβάτων χώρων του ιερού του ναού (Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, Μυσταγωγία, PG 91, 669B).
Γενικότερα η εικόνα της Γεννήσεως δεν χαρακτηρίζεται από έντονη βλάστηση. Στη «Γέννηση» από το Μηνολόγιο του Βασιλείου του Β΄, υπάρχει μια σχετική ανθοφορία χαμηλά, ενώ στις παρυφές του Όρους προς τα δεξιά και μπροστά σε ποιμένα, βρίσκεται ανεπτυγμένο ένα δένδρο. Ο φυτικός διάκοσμος συχνά απουσιάζει, ειδικά στα ψηφιδωτά έργα, όπως στον Όσιο Λουκά. Ανάλογα ξηρό εκτελέσθηκε το Όρος στην Ι. Μ. Δαφνίου, ωστόσο εκεί υπάρχουν δύο δενδρύλλια, ένα μεγαλύτερο και ένα μικρότερο. Ένα παρόμοιο δένδρο συναντούμε στο φ. 5β, από το Τετραευάγγελο της Ι. Μ. Ιβήρων (ΝΣ 507) του 1250-1299 (Γ. Γαλαβάρης, Ιερά Μονή Ιβήρων. Εικονογραφημένα χειρόγραφα (2000), σσ. 77 και 82, εικ. 51). Στη Γέννηση της Cappella Palatina του Παλέρμο, τα πέριξ του Σπηλαίου εδάφη είναι καταπράσινα, αν και εκλείπει βλάστηση από το σπηλαιώδες Όρος. Στην Παναγία του Άρακος (1192 μ.Χ.) και τη Γέννηση του Κώδικα αρ. 974 από την Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου (13ος αιώνας), υπάρχει χαμηλότερα μια μικρή χλωρίδα, αλλά το Όρος είναι και πάλι ξερό. Αντίθετα στον Άγιο Νικόλαο Ορφανό (1310-1321), ένα διττά αναπτυσσόμενο δενδρύλλιο, ίσως άγριος κέδρος, φύεται μπροστά στον προβληματισμένο Ιωσήφ (Ο.-Μ. Μπακιρτζή, «Τα φυτά και η βλάστηση», στο Χ. Μπακιρτζής (επιμ.), Άγιος Νικόλαος Ορφανός: Οι τοιχογραφίες (2003), σ. 133, εικ. 26). Την ίδια φιλοσοφία ακολουθεί η περίπου σύγχρονη Γέννηση στην Μονή της Χώρας (1315-1321), αφού από ένα μάλλον κομμένο δένδρο, ένα κλαδί έχει ξεπεταχθεί, πάλι ενώπιον του Ιωσήφ (Ν. Χατζιδάκη, Ελληνική Τέχνη – Βυζαντινά Ψηφιδωτά» (1994), σσ. 208 και 258, εικ. 195. Πλησιάζοντας προς το τέλος της βυζαντινής περιόδου, βλέπουμε πως στην σχετική εικόνα του Andrei Rublev του Μουσείου του Κρεμλίνου (περ. 1410 μ.Χ.), το δενδρύλλιο τέθηκε παράπλευρα του Λουτρού.
Κατά το ότι η Π. Διαθήκη και ο Νόμος διέπονται από την ιδέα του «παιδαγωγού εις Χριστόν», ο Κόσμος παρομοιάζεται μ΄ ένα χωράφι, υπό την προοπτική της έλευσης του Σπορέα – Μεσσία (Προς Γαλάτας 3:23-24. Βλ. και G. Krug, Σημειώσεις ενός εικονογράφου (1998), σ. 77). Από την μία, η εικόνα του «αφύτου» Όρους, παραπέμπει στην αρχέγονη ιδέα της ύλης, η οποία αναμένει τον δημιουργικό Λόγο για να τη διαμορφώσει σε βιολογικά είδη. Από την άλλη βλέπουμε αναλογίες με τη διήγηση της Γενέσεως, όπου η ξηρά ονομάσθηκε «Γη» και επ’ αυτής ο Δημιουργός εν λόγω δημιούργησε βλάστηση χόρτου και καρποφόρων δέντρων (Γένεση 1:10-11).
Ο Μάξιμος ο Ομολογητής, αλληγορεί τον τόπο της χλόης ως την πρακτική αρετή και την σκιά του θανάτου, ως τον πεπερασμένο ανθρώπινο βίο (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς, Κεφάλαια περὶ ἀγάπης, PG 90, 1016B). Στην εικόνα μας, η γη συχνά δεν αποτελεί ένα ομαλοποιημένο πεδίο, ένα γήλοφο. Παρατηρείται μια κίνηση και αντίδραση, η οποία συχνά αποδίδεται ως ομολογία της γης απέναντι στον Σωτήρα (G. Krug, ό.π., σ. 78-79). Ίσως υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να εξετάσουμε εικόνες όπως η κοπτική της Ι. Μ. Σινά ή η Γέννηση από τον Κώδικα 587 της Ι. Μ. Διονυσίου, οι οποίες διαθέτουν ένα διακριτικό φυτικό διάκοσμο.
Το κατά πόσο τέτοια δενδρύλλια στην εικόνα μας τίθενται ως το δένδρο της Ζωής, ως εσχατολογική, παραδείσια και χριστολογική αναφορά, πρέπει να εξετάζεται κατά περίσταση. Στα ευαγγέλια, ο Χριστός χαρακτήρισε εαυτόν «άμπελο» (Κατά Ιωάννη 15:1 και 5.) και έθεσε ως κριτήριο των «δένδρων» την ποιότητα των καρπών τους (Κατά Ματθαίον, 12:33). Παρομοίασε την Βασιλεία των Ουρανών με κόκκο σινάπεως, γονιμοποιημένο σε δένδρο ουράνιας κατασκήνωσης, όταν τον φέρει ο άνθρωπος στο «χωράφι» του (Κατά Ματθαίον 13:31-32. Στην εσχατολογική παρουσία του δένδρου της ζωής, τα φύλλα του τίθενται προς θεραπεία των εθνών (Αποκάλυψη, 22:2).
Άραγε σε τι είδους δένδρο, θα πρέπει να αναζητήσουμε την απεικόνιση του δένδρου της ζωής; Στην ανάγλυφη ναξιακή πλάκα, αριστερά υπήρχε κωνοφόρο δένδρο, ενώ δεξιά οι γνώμες διίστανται μεταξύ δρυός, συκής ή αμπέλου. Κατά την εβραϊκή παράδοση το δένδρο της ζωής είναι ελιά (Κ. Καλοκύρης, Ἀπό τὸν κύκλο τῶν μεγάλων ἑορτῶν: το Δέντρο τῶν Χριστουγέννων, ἡ Φάτνη & ὁ Ἀστέρας (2005, σ. 59). Από την άλλη ο κότινος / αγριελιά και η ελιά ως ιερό δένδρο στην Αρχαία Ελλάδα, συνδέθηκε με την οίκηση και αφιέρωση της πόλης στη θεά Αθηνά, με την Εκκλησία να είναι όντως μια οίκηση παροικίας προσδοκώντας τα Έσχατα (N. Kourou, «The Sacred Tree in Greek Art. Mycenaean versus Near Eastern Traditions», στο S. Ribichini κ.α. (επιμ.), La questione delle influenze vicino-orientali sulla religione Graeca (2001), σσ. 50-51).
Από τα δέντρα τα οποία πλαισιώνουν της εικόνα μας, πάντα κοντά στο Σπήλαιο, αλλά όχι πάντα δίπλα στην ίδια μορφή, θα σταθούμε στο φ. 216β από τον Κώδικά 2 (1120-1170 μ.Χ.) της Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμωνος. Υπάρχει μια ευδιάκριτη τριττή ανάπτυξη του δενδρυλλίου, ακριβώς δίπλα στη Θεοτόκο. Τονίζει τον Χριστό ως παρθενική αναβλάστηση και εξάνθηση, όπως μαρτυρεί και η υμνολογία των Χριστουγέννων (Κ. Καλοκύρης, ό.π., 79). Δεν αποκλείεται η παρουσία δενδρυλλίων να ακολουθεί τον Ρωμανό τον Μελωδό, κατά το οποίο μέσα στο σπήλαιο εμφανίσθηκε ρίζα απότιστη, η οποία αποφέρει την άφεση («ἐντὸς τοῦ σπηλαίου· ἐκεῖ ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος βλαστάνουσα ἄφεσιν», Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός, Τῆς Ἁγίας καί Πανσέπτου Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Οἶκος Α΄).
Ένα εξεζητημένο, πάλι στοιχείο των Ποιμένων, είναι η ανάρτηση σε δένδρο του σάκου των ποιμένων. Τη συναντούμε στη Δύση σε δύο τουλάχιστον ψηφιδωτές παραστάσεις με το θέμα της Γεννήσεως, περί το 1080 μ.Χ. στη Βασιλική Καθεδρική του Monreale στην Σικελία, και στα 1291-1296 μ.Χ., στη S. Maria Maggiore. Αποτελεί ζήτημα το αν η σκηνή του ευαγγελισμού των Ποιμένων αντιπαραβάλλεται με το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Θείας Λειτουργίας, στιγμή κατά την οποία ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα, ο αρχιερέας – ποιμένας, απέθετε το ωμοφόριο («ἡνίκα γὰρ αὐτὸς ὁ ἀληθινὸς ποιμὴν παραγένηται διὰ τῆς τῶν Εὐαγγελίων τῶν προσκυνητῶν ἀναπτύξεως, καὶ ὑπανίσταται καὶ ἀποτίθεται τὸ σχῆμα τῆς μιμήσεως ὁ ἐπίσκοπος», Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, Ἐπιστολῶν βιβλία πέντε, ΡΛϞ΄, «Ἑρμίνῳ κόμητι, Περὶ τάξεως ἐπισκόπου καὶ τίνος τύπον φέρει», PG, 78, 272D). Τέλος, επισημαίνουμε το ότι ο απ. Παύλος χαρακτηρίζει ως «αγριελιά» τον εθνικό, ενώ «ελιά» τον Ιουδαίο (Προς Ρωμαίους, 11:17-27). Χριστός γεννάται δοξάσατε!