Είναι γνωστό ότι η Ιστορία που διδάσκεται στα σχολεία, ασχολείται με την αρχαία ιστορία και ελάχιστα με την ιστορία των νεοτέρων χρόνων και καθόλου με την τοπική ιστορία κάθε περιοχής. Έτσι γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για την ιδιαίτερη πατρίδα μας και αυτά κυρίως από ακούσματα γερόντων.
Έχουμε τις λέξεις : Εορδαία, Καϊλάρια και Πτολεμαϊδα, τις οποίες θα προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε, δίδοντας περισσότερη έμφαση στη λέξη Καϊλάρια.
Το όνομα «ΕΟΡΔΑΙΑ» αποδίδεται στην αρχαία θεότητα Eόρδα ή κατ΄άλλους στα ρόδα που αφθονούσαν στην περιοχή. Η Εορδαία ήταν μια πόλη της αρχαιότητας, χωρίς μέχρι σήμερα να γνωρίζουμε την ακριβή τοποθεσία της. Κατά το Μαργαρίτη Δήμτσα, η αρχαία πόλη Εορδαία βρίσκονταν στην περιοχή γύρω από την Κατράνιτσα. Η Κατράνιτσα (τούρκικη ονομασία, σημερινή ονομασία, Πύργοι), βρίσκονταν στο κέντρο υποχρεωτικής διάβασης από το οροπέδιο της Εορδαίας προς Έδεσσα και Θεσ/νίκη. Από την περιοχή της αρχαίας Εορδαίας περνούσε και η αρχαία Εγνατία οδός.
Το 1918 τα Καϊλάρια αναγνωρίστηκαν ως Κοινότητα.
Το 1927 τα Καϊλάρια ονομάστηκαν Πτολεμαϊδα (ΦΕΚ Α 18/1927), έπειτα από πρόταση του Παντελή Μελανοφρύδη, προς τιμή του ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ Α’ του Λάγου.
Το 1928 Η Επαρχία Καϊλαρίων μετονομάστηκε σε Επαρχία Εορδαίας (ΦΕΚ.256/1928).
Το 1942 η Κοινότητα Πτολ/δος αναγνωρίστηκε ως Δήμος Πτολ/δος (ΦΕΚ. 228/1942).
Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-24, οι τούρκοι (μουσουλμάνοι) που ήταν και η συντριπτική πλειοψηφία στην περιοχή, μετανάστευσαν στην Τουρκία, στην Αμάσια, στην Τοκάτ, στη Σίβα και 7.000 μουσουλμάνοι πήγαν στη Σαμψούντα.
Κατά την Οθωμανική περίοδο τα Καϊλάρια ήταν ένα τουρκοχώρι γνωστό ως :
Sarigol, Cuma, Cumapazari, Kaylar, Serfice – Cymasi με κατοίκους που ήταν κυρίως εργάτες γης.
Για την προέλευση του ονόματος ΚΑΪΛΑΡΙΑ, έχω ακούσει και έχω διαβάσει πολλές εκδοχές ορισμένες από τις οποίες παραθέτω στη συνέχεια :
- Η λέξη Καϊλάρια αποτελεί εξελληνισμένη μορφή της τουρκικής λέξης Kayilar (Κάιλαρ) η λέξη βρίσκεται στον πληθυντικό αριθμό και είναι τύπος της λέξης Kayi (=Καγί). Kayi που σημαίνει Καγής ή Γιουρούκος/Κονιάρος,( όπως είναι περισσότερο γνωστός ο όρος στην ελληνική ιστορία). Οι Καγήδες ή Κονιάροι/Γιουρούκο ήταν ένα νομαδικό, τουρκικό φύλο, που προέρχονταν από την κεντρική Μικρά Ασία. Κατά την διάρκεια του 15ου αιώνα, ο Σουλτάνος Σελήμ Β΄ διέταξε την άμεση μεταφορά Καγήδων ή Γιουρούκων/Κονιάρων από τα υψίπεδα της κεντρικής Μικράς Ασίας στο λεκανοπέδιο της Δ. Μακεδονίας. Τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία μας οδηγούν αυτόματα στο συμπέρασμα ότι Kayilar (=Κάιλαρ) σημαίνει Καγιδοχώρια ή καλύτερα η περιοχή των Καγήδων ή Γιουρούκων Κονιάρων. Με άλλα λόγια, η Πτολεμαΐδα δεν υπήρξε ποτέ μία οργανωμένη οθωμανική πόλη. Ήταν σύνολο μικρών οικισμών που ήταν διασκορπισμένοι στο λεκανοπέδιο της Εορδαίας. Οι περιβόητες ονομασίες που έχουν προταθεί κατά καιρούς, όπως «λασποχώρι» δεν ισχύουν, γιατί η λάσπη μεταφράζεται στα τούρκικα ως camur (=τσαμούρ). Αν ίσχυε αυτή η εκδοχή, η πόλη θα λέγονταν camurkoy =τσαμούρκιοι ( Ι. Κουντούδης 2019 Eordaia.com).
- Τα Καϊλάρια, η τουρκική ονομασία προέρχεται από το ρήμα Kaymak που σημαίνει γλιστρώ. Οι Τούρκοι της έδωσαν το όνομα Καϊλάρια, διότι το έδαφος της είναι αργιλώδες και μετά τις βροχοπτώσεις οι άνθρωποι όταν περπατούσαν, γλιστρούσαν (Σ. Πανταζή πτυχ. Εργ.2019 στην Παιδαγωγική σχολή Φλώρινας ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΟΠΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΔΑΙΑ 1918-2018).
- Η λέξη Καϊλάρια ίσως να προέρχεται από την τούρκικη λέξη καγιά που σημαίνει λίθος και κατ΄ εφημισμόν , λόγω του αργιλώδους εδάφους και της παντελούς έλλειψης λίθων (Μακεδονικό Βήμα 17-3-1930).
- Η φυλή Kayı ή η φυλή Kai (Τουρκικά: Kayı boyu ) ήταν δυτικός τούρκικος λαός Oghuz και κλάδος της φυλετικής ομοσπονδίας Bozok . Τον 11ο αιώνα, ο Μαχμούντ αλ- Κασγκάρι αναφέρθηκε στους Kayı (Kayiglardir ). Η λέξη kayı σημαίνει “αυτός που έχει δύναμη και δύναμη μέσω σχέσης”. Ως ομάδα οι Kayitag (Ρωσικά Kaitag), η φυλή Kayi έπαιξε εξέχοντα ρόλο στην ιστορία του Καυκάσου και τώρα η γλώσσα Kayitag χαρακτηρίζεται ως μία από τις πέντε διαλέκτους της γλώσσας Kumyk η οποία για δέκα αιώνες (10 – 19) ήταν μία lingua franca στον Βόρειο Καύκασο ( Νικ. Κωτίδης 2020. Η Αλήθεια για το όνομα Καϊλάρια ,άρθ. στο διαδίκτυο).
- ΚαΪλάρια είναι τούρκικη ονομασία και προέρχεται από το ρήμα kaymak που σημαίνει γλιστρώ. Οι Τούρκοι έδωσαν αυτό το όνομα, διότι το έδαφος είναι αργιλώδες και μετά τις βροχές ήταν ολισθηρό (Βαλσαμίδης Πασχάλης 2002.Τα τούρκικα σχολεία των Καϊλαρίων το 1913-1914. Μακεδονικά 33 225-279).
Από όλες αυτές τις αναφορές θεωρώ ως πιο ευδόκιμη αυτή των Ι. Κουντούδη και Ν. Κωτίδη. Ότι δηλαδή η ονομασία ΚΑΪΛΑΡΙΑ προήλθε από τη φυλή των Καγήδων (Γιουρούκοι/Κόνιαροι) που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Σαριγκιόλ (κίτρινη λίμνη η οποία αποξηράθηκε το 1952) περίπου το 1400 και δημιούργησαν μικρούς οικισμούς με κεντρικό οικισμό τo Kaylar ή ΚΑΪΛΑΡΙΑ (Άνω και Κάτω ΚΑΪΛΑΡΙΑ).
Η περιοχή της Εορδαίας καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς επί Βογιαζήτ Α΄, στα τέλη του 14ου αιώνα, μετά από τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), η οποία μάχη, έκρινε την τύχη όλων των Βαλκανίων και στη συνέχεια οι Οθωμανοί κατέβηκαν χωρίς σοβαρή αντίσταση, μέχρι και στην Πελοπόννησο. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Σουλτάνος των Οθωμανών Μουράτ Α΄και ανέλαβε το θρόνο ο πρωτότοκος γιός του Βαγιαζήτ Α΄. Έτσι γύρω στο 1400, η περιοχή του Σαρί-Γκιολ, και των Καϊλαρίων δόθηκε από το Σουλτάνο, σε Τούρκους Μπέηδες αξιωματούχους του οθωμανικού στρατού και σε Δερβίσηδες (φανατικούς μουσουλμάνους και πολεμιστές). Κατόπιν στην περιοχή για γεωργικές δουλειές, εγκαταστάθηκαν Γιουρούκοι, γνωστοί ως «Κονιάροι», οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερο βοηθητικό στρατιωτικό σώμα του Οθωμανικού στρατού.
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής επικράτειας, από το 1400 έως το 1912, δεν έχουμε σχεδόν καμία αξιόλογη πληροφόρηση για τα Καϊλάρια, εκτός από κάποιες αναφορές των Ελβιγιά Τσελεμπή το 1661 και Φραγκίσκο Πουκεβίλ το 1806.
Το 1661 o Tούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1679) επισκέφτηκε την επαρχία Καϊλαριών για την είσπραξη φόρων και περιγράφει : Από την Καστοριά πήγαμε στο Μεγάλο Παλιοχώρι (Φούφας) και από εκεί στο Ναλμπάκιοϊ (Περδίκας), χωριό που έχει 150 σπίτια, ένα τζαμί, ένα λουτρό, ένα χάνι και είκοσι μαγαζιά. Από εκεί βαδίσαμε δύο ώρες και φτάσαμε στο Καϊλαρ, ένα μουσουλμανικό χωριό με διακόσια σπίτια, τζαμί, χάνι, λουτρό και μερικά μαγαζιά. Εδώ έμενε ο Καδής από το Τζουμά-Παζαρί ( Χαραυγή), χωριό όπου υπήρχαν τρις τεκέδες των Δερβίσηδων.
Ο γιατρός ,περιηγητής και διπλωμάτης Francois-Charles Pouqueville (1770-1838) γνώριζε την ελληνική γλώσσας και οι σημειώσεις του κατά τις περιηγήσεις στον Ελληνικό χώρο, αποτέλεσαν σημαντικές πηγές για τις χαρτογραφικές απεικονίσεις της εποχής του 21. Στα κείμενα των οδοιπορικών του επισυνάπτει και πολλές ιστορικές, αρχαιολογικές, εθιμοτυπικές κλπ. πληροφορίες για τις περιοχές που ταξίδευσε (Κρήτη, Πελοπόννησο, Ήπειρο, Στερ. Ελλάδα, Μακεδονία κ.α.). Τη Δυτ. Μακεδονία επισκέφτηκε την Άνοιξη του 1806 και αφηγείται (3ος τ. βιβλ. 7ο κεφ.4ο σσ. 19-24) : ..Από Καστοριά ανεβήκαμε στη Βλαχοκλεισούρα (Κλεισούρα),μια κωμόπολη με πεντακόσιες φαμίλιες, Βλάχους Δασσαρήτες που οι περισσότεροι είναι πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη. Μισή λεύγα κάτω από τη Βλαχοκλεισούρα αφήσαμε δεξιά μας το χωριό Μόκριανη (Βαρικό) για να πάμεστα χαλάσματα μιάς αρχαίας πόλης που οι οδηγοί μου ονόμαζαν Παλιοχώρι (Φούφας). Ανάμεσα στα απομεινάρια δεν βρήκα παρά λίγα συντρίμμια από κολόνες, σημάδια από μία πολύ παλιά καταστροφή. Μετά περπατήσαμε ως τη Ρακίτα (Ολυμπιάδα) και από εδώ άλλα πέντε μίλια για να φτάσουμε στο Καϊλαρ, ένα σταυροδρόμι από δρόμους που οδηγούν από την Ήπειρο στη Φιλιππούπολη και στη Βοσνία. Στο επόμενο ταξίδι του περιγράφει ότι από το Μοναστήρι πάει στη Φλώρινα και από εκεί πάλι στο Καϊλαρ (3ος τ. βιβλ. 8ο σσ. 180-188) : …..δέκα και μισή ώρες από τη Φλώρινα ως το Καϊλαρ. ……μετά τη Μπάνιστα (Βεύη) μπήκαμε σε μια κλεισούρα που οι ντόπιοι τη λένε Μπουγάζι και περπατήσαμε μιάμιση ώρα. Μετά περάσαμε ανάμεσα από το Ναλμπάνκοϊ (Περδίκας) και Τσαρτζιλάρ (Φιλώτας), χωριά που και τα δύο μαζί έχουν διακόσιες φαμίλιες . Τέλος φτάσαμε στο Καϊλαρ, μία κωμόπολη με διακόσια σπίτια και οι τάταροι το λένε Σαριγκιόλ ή Καραγιάννα. Από εκεί ο Πουκεβίλ συνέχισε για το Γρεβενό (Γρεβενά).
Σημ.Οι γραμμές μεταξύ πόλεων είναι οι διαδρομές που ακολουθούσαν τα καραβάνια για τη Θεσ/νίκη ή το Μοναστήρι και προς βορά για την κεντρική Ευρώπη.
Σε απόσπασμα του χάρτη της Μακεδονίας του 1826, από το Γάλλο επίσημο χαρτογράφο Pierre Lapie (1777-1850), αναγράφονται οι πόλεις : Μοναστήρι (Monastir), Έδεσσα (Vodina), Φλώρινα (Florinα), Άρνισσα (Ostrovo), Πύργοι (Castranitza), Περδίκας (Ilbankeui), Κλεισούρα (Vlacho Kleisoura), Καστοριά (Castoria), Βογατσικό (Bogatzico), Σιάτιστα (Chatista), Κοζάνη (Cojani), Γρεβενά (Grevno). Στο χάρτη της περιοχής μας δεν αναγράφεται το Αμύνταιο (Sorovits ή Συροβίτσεβο), πιθανόν διότι εκείνη την εποχή ήταν ένας μικρός οικισμός και αργότερα (μετά το 1882) όταν αποφάσισε ο Σουλτάνος την επέκταση της σιδηροδρομικής γραμμής Κων/πολη – Θεσ/νίκη, μέχρι το Μοναστήρι, (έργο που ανέλαβε να εκτελέσει Γαλλική εταιρεία και χάραξε τη γραμμή να περνάει από το Αμύνταιο) τότε έμποροι και πολλοί κάτοικοι των γύρω περιοχών μετοίκισαν στο Αμύνταιο, το οποίο αναπτύχθηκε και έγινε κωμόπολη της περιοχής. Επίσης δεν αναγράφεται ούτε η πόλης των Καϊλαρίων και αντί αυτής, αναγράφεται η περιοχή Sarigeul. Πιθανόν διότι στην περιοχή υπήρχαν πολλά μικρά και ασήμαντα τούρκικα χωριά ή οικισμοί, με επίκεντρο τα Καϊλάρια.