Οι επιπτώσεις των παγκοσμίων οικονομικών μεταβολών στο εκάστοτε ενεργειακό μείγμα δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο.
Η διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος ακολουθούσε πάντοτε την αρχή της υψηλής χρήσης της προηγούμενης πηγής ενέργειας για την επικράτηση της επόμενης πηγής ενέργειας. Αυτό συνέβη με την κατανάλωση του ξύλου για να υποστηρίξει την ανάπτυξη του γαιάνθρακα ως καύσιμη ύλη. Το ίδιο συνέβη κατά την μετάβαση από τον γαιάνθρακα στο πετρέλαιο με αύξηση της κατανάλωσης γαιάνθρακα για τις ανάγκες της μεταλλουργίας, την κατασκευή πετρελαϊκών υποδομών και την χημική επεξεργασία.
Επαναλαμβάνεται σε κάποιο βαθμό με το πετρέλαιο έναντι του φυσικού αέριου, και πιο πρόσφατα με την υποστήριξη των υδρογονανθράκων για την εξισορρόπηση της διαλείπουσας συμβολής των φωτοβολταικών και των ανεμογεννητριών στην ηλεκτροδότηση.
Η είσοδος των σημερινών ΑΠΕ στο παιχνίδι της κλιματικής αλλαγής απέβλεπε μεταξύ άλλων στην υποστήριξη εμπορικών και οικονομικών στόχων και για τουλάχιστον 20 χρόνια οι εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα ήταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα της επικαλούμενης ενεργειακής μετάβασης προς τις ΑΠΕ. Όμως η σημερινή γεωγραφική διασπορά των εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών και ο πολλαπλασιασμός των υποδομών δεν εγγυάται μια οικονομική διανομή του ηλεκτρικού ρεύματος, προκαλεί πρόσθετες εκλύσεις CΟ2 και στηρίζεται σε επιδοτήσεις, δηλαδή στο φορολογούμενο.
Είναι τα βασικά προβλήματα που θα πρέπει να λύσει η βιομηχανία των σημερινών ΑΠΕ που στρέφεται εναλλακτικά στην αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας για να αποφύγει υπερκορεσμό διάσπαρτων υποδομών. Εάν τα επόμενα 10 χρόνια επιτευχθεί μαζική οικονομική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, οι σημερινές μη-καινοτόμες ΑΠΕ ίσως θα συνεχίσουν να πληθαίνουν. Βέβαια το μέλλον εξαρτάται από την ταχύτητα ανάπτυξης της πυρηνικής σχάσης και αργότερα της σύντηξης και της αποδοχής από το κοινό.
Ενεργειακό μείγμα και υδρογονάνθρακες
Στο ενδιάμεσο διάστημα το πετρέλαιο μαζί με το φυσικό αέριο, θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται στο βαθμό που οι άνθρωποι θα μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν προϊόντα διύλισης και παράγωγα υδρογονανθράκων στις τιμές που χρειάζονται οι παραγωγοί για να συνεχίσουν να τα παράγουν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ενεργειακό μείγμα διαμορφώνεται λόγω οικονομικών ανακατατάξεων. Το 1971, μέρος της αγοράς προέβλεπε ότι ο άνθρακας θα τελείωνε και θα έπρεπε η ανθρωπότητα να μεταβεί στην χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Αυτό πρέσβευε η Westing House και η General Electric στα πρόθυρα της κρίσης των τιμών του πετρελαίου του 1973, δηλαδή δύο χρόνια μετά. Εκείνη την εποχή η τιμή του πετρελαίου δεν ξεπερνούσε τα τρία δολάρια το βαρέλι και το πετρέλαιο αντλείτο σε βάθη πετρώματος που δεν υπερέβαιναν τα 300 μέτρα, ενώ οι υποθαλάσσιες γεωτρήσεις δεν ξεπερνούσαν μερικές εκατοντάδες μέτρα θαλάσσιου βάθους.
Οι ανάγκες σε πετρέλαιο αυξάνονταν αστρονομικά και ο γαιάνθρακας υποστήριζε οικονομικά το πετρέλαιο όσο η αποδέσμευση του δολαρίου από το χρυσό δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Οι ΗΠΑ με τις συνεχείς βιομηχανικές επενδύσεις παγκοσμίου χαρακτήρα και την ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας χρειάζονταν περισσότερο πετρέλαιο που έπρεπε να αντληθεί από βαθύτερα στρώματα πετρωμάτων. Την ίδια στιγμή η ευρωπαϊκή οικονομία υποβάλλονταν σε κλυδωνισμούς και αυτό την υποχρέωνε να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας χάριν του πλάνου Werner.
Η κατάργηση του συστήματος Bretton Woods, με απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον τον Αύγουστο του 1971 ήταν καθοριστική για την Ευρώπη καθώς το δολάριο δεν υποστήριζε πλέον το χρυσό. Υπό αυτές τις συνθήκες η πετρελαϊκή κρίση του 1973 αντικατόπτριζε την οικονομική μετάβαση στην κυριαρχία του δολαρίου με εμφανείς επιπτώσεις στο ενεργειακό μείγμα της εποχής αλλά και στις στρατιωτικές διεκδικήσεις όπως αυτή του Αραβοϊσραηλινού πολέμου του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973.
Η άνοδος από 3 σε 12 μέχρι 15 δολάρια το βαρέλι πετρελαίου με απόφαση του ΟΠΕΚ επέτρεψε την ίδια χρονιά την χρηματοδότηση καινοτόμων ερευνών, εντοπισμού και τεχνικών άντλησης σε βάθη 1500 μέτρων και την προοδευτική εκμετάλλευση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων. Μια άλλη πετρελαϊκή κρίση το 1979 ήταν αποτέλεσμα της Ιρανικής Επανάστασης σταθεροποιώντας το 1981 το βαρέλι στα 32 δολάρια, κάτι που επέτρεψε την υιοθέτηση αποτελεσματικότερων μεθόδων παραγωγής πετρελαίου οδηγώντας σε υπερπροσφορά.
Σήμερα η εξόρυξη ακόμα και παραγωγή υδρογονανθράκων γίνεται σε θαλάσσια βάθη που ξεπερνάνε τα 3000 μέτρα νερού και επιπλέον 2000 μέτρα πετρώματος ενώ το 1988 το παγκόσμιο ρεκόρ ήταν μια πλατφόρμα επάνω από μόνο 415 μέτρα νερό στον κόλπο του Μεξικού. Το φυσικό αέριο που μέχρι το 2000 ήταν πονοκέφαλος και έπρεπε να καίγεται έγινε περιζήτητο και παίζει σημαντικό ρόλο στο διεθνές ενεργειακό μείγμα, ιδιαίτερα στο μπλοκ των δυτικών κοινωνιών. Η άλλη άποψη του νομίσματος είναι ότι το φυσικό αέριο θα υποστηρίζεται για χρόνια από τις σημερινές ΑΠΕ.
Τα τρία μεγάλα πρόσφατα γεγονότα, του Covid, της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και της διεύρυνσης των BRICS, ωθούν την εισροή περισσότερου υγροποιημένου φυσικό αέριου στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα. Η άνοδος των τιμών του 2020-2023 επέτρεψε την κάλυψη σε δολάρια των αναγκαίων μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές υγροποίησης, αεριοποίησης και μέσων μεταφοράς του υγροποιημένου αερίου. Παράλληλα, αγοραπωλησίες πετρελαίου, φυσικού αερίου και παραγώγων, γίνονται εκτός δολαρίου τείνοντας να ξαναφέρουν το χρυσό ως εγγύηση συναλλαγής.
Η παγκόσμια παραγωγή φυσικού αερίου ανέρχεται σε 4,1 δισεκατομμύρια τόνους και απασχολεί περισσότερους από 1100 σταθμούς υγροποίησης και αεριοποίησης. Προς το παρόν, 100 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και 60 εκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου φυσικού αερίου καταναλώνονται παγκοσμίως κάθε ημέρα. Η ναυτιλία ακμάζει και η μεταφορά υδρογονανθράκων απαιτεί επίσης αγωγούς, το συνολικό μήκος των οποίων κάνει 30 φορές τον γύρο της γης (1,18 εκατομμύρια χιλιόμετρα).
Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι «supermajors», με διαφορετικές ταχύτητες, υιοθέτησαν από το 2020 τη μετάβαση από διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες, με ακρωνύμιο IOCs (International Oil Companies), σε ολοκληρωμένες εταιρείες ενέργειας με ακρωνύμιο IECs (International Energy Companies). Αυτή η αλλαγή ενός γράμματος είναι πολύ σημαντική και επιτρέπει να αυξάνουν την παραγωγή πετρελαίου από 500 χιλιάδες μέχρι 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως η κάθε μία, να επικεντρώνονται στις οικονομίες κλίμακας στα διυλιστήρια, στη χημεία υψηλής προστιθέμενης αξίας, στα βιοκαύσιμα, και τη δέσμευση, αποθήκευση αλλά και χρήση άνθρακα.
Επιλογές και αδιέξοδα
Οι υψηλές τιμές ενέργειας αναμένεται να γίνουν η νέα κανονικότητα. Η οικονομική σταθερότητα και η ενεργειακή ασφάλεια έχουν καταστεί πρωταρχικά ευρωπαϊκά ζητήματα και θα πρέπει να καθοδηγήσουν τους πολιτικούς για μια ισορροπημένη διαχείριση αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος όπως της παρεμπόδισης ευρωπαϊκών δανειοδοτήσεων για έργα έρευνας και υποδομών φυσικού αερίου, σταθμών ηλεκτρικής χρήσης πυρηνικής 1 ή τον οικονομικό εγκλωβισμό περιουσιακών στοιχείων κρατών και εταιρειών κατά τη διάρκεια της «ενεργειακής μετάβασης». Απτό παράδειγμα τα ελληνικά «stranded assets» (εγκλωβισμένα περιουσιακά στοιχεία) όπως ο λιγνίτης, αν και χαμηλής απόδοσης, και οι υδρογονάνθρακες που συγκυριακά ξαναβρήκαν την κλεμμένη τους τιμή.
Το αδιέξοδο που δημιουργεί η σημερινή ζήτηση φυσικού αερίου, έχει τις ρίζες του στις αρχές του αιώνα με τον κλιματικό ιδεαλισμό να επιμένει στην ταχεία κυριαρχία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Με απαγορεύσεις, μορατόριουμ και εσωτερικές αντιφάσεις, όμως, η Ευρώπη χάνει την ενεργειακή της μετάβαση τόσο στο φυσικό αέριο όσο και στην πυρηνική ενέργεια. Ίσως η έρευνα και εκμετάλλευση του σχιστολιθικού αέριου στην Ευρώπη και όχι μόνο η προσκόλληση στην εισαγωγή σχιστολιθικού αέριου θα έπρεπε να επανεξετασθεί μετά από χρόνια αδράνειας και απαγόρευσης. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη του σχιστολιθικού αερίου στην Ευρώπη μαζί με την πυρηνική ενέργεια θα αποτελούσε ένα από τα συστατικά ενεργειακής ανεξαρτησίας, όπως διαφαίνονταν δειλά στο τέλος της δεκαετίας του 2000.
Από την στιγμή που το επίκεντρο της επικαιρότητας αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας αφορούσε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η μετάβαση από τα συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας με βάση τα ορυκτά καύσιμα σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας, άρχισε να παρουσιάζεται στο κοινό με μια δόση ειλικρίνειας. Μόνο τελευταία, η επιβολή οικονομικών κυρώσεων που έγινε για χρόνια στο όνομα του CO2 αμφισβητήθηκε και επίσημα από τα βιομηχανικά λόμπι. Μια από τις τελευταίες αντιδράσεις είναι η τοποθέτηση τον Ιούλιο του 2023 των ευρωπαϊκών εταιρειών όπως η BP, η Shell και η TotalEnergies, οι οποίες αφού ανέλαβαν δεσμεύσεις για την οικολογική μετάβαση, θέτουν σήμερα το ζήτημα της βιωσιμότητας των πετρελαϊκών εταιρειών όπως το έθεσαν εδώ και καιρό οι αμερικανοί ανταγωνιστές τους Exxon και Chevron.
Ενεργειακό μείγμα και πίεση στο περιβάλλον
Η μετάβαση από ορυκτά καύσιμα σε μια πηγή χαμηλότερης ενεργειακής απόδοσης, τείνει να ασκήσει περαιτέρω πίεση χρήσης σε άλλες εναπομένουσες πηγές ενέργειας παγκοσμίως, όπως το ξύλο και ο άνθρακας. Η έστω και πρόσκαιρη επιστροφή στον άνθρακα θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω πιέσεις στους επιφανειακούς και υπόγειους πόρους με ισχυρό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, το οποίο παραμένει σήμερα απρόβλεπτο από διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς. Η ενεργειακή μετάβαση προς καθαρότερες μορφές ενέργειας πρέπει να λαμβάνει υπόψιν αυτές τις ενδείξεις για την διατήρηση της κοινωνικής και οικονομικής ισορροπίας, δηλαδή παροχή φθηνής ενέργειας που να καλύπτει τις ανάγκες, τις συνήθειες και την ανάπτυξη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο το φυσικό αέριο παραμένει συμπλήρωμα και σανίδα σωτηρίας για μια ισορροπημένη μετάβαση σε ανώτερες μορφές ενέργειας αλλά προς το παρόν εξυπηρετεί εν μέρει κατώτερου πόρους ενεργειακής απόδοσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενεργειακοί πόροι χαμηλής ενεργειακής απόδοσης, δεν συνάγουν με μεγάλους ή αυξάνοντες πληθυσμούς. Χώρες με υψηλή βιομηχανική δραστηριότητα, εκτός από τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, συνεχίζουν να καταναλώνουν άνθρακα, να επενδύουν σε καινούργιες μονάδες καύσης του γαιάνθρακα με καινούργιους καταλύτες, να παράγουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο, να εκμεταλλεύονται την πυρηνική ενέργεια και να παράγουν υδρογόνο ανεξαρτήτως της « χρωματικής του απόκλισης ».
Η Ελλάδα, μέρος του ευρωπαϊκού οχήματος, με καταστροφικό δημογραφικό πρόβλημα, παραμένει προς το παρόν στην ίδια θέση με επίκεντρο τον τουρισμό και την διαμετακόμιση ελπίζοντας την αναβάθμισή της σε βασικό «service provider» της ΕΕ για την μεταφορά ηλεκτρισμού από ΑΠΕ και φυσικού αερίου από την ΝΑ Μεσόγειο και την Β. Αφρική.
Η χώρα αναγνωρίζει την στρατηγική γεωγραφική θέση της ως το δυτικότερο άκρο της ανατολικής Μεσογείου και το ανατολικότερο της δυτικής Μεσογείου αλλά η μετριασμένη αντιμετώπιση της ενεργειακής ανεξαρτησίας, η μέχρι τώρα υποβάθμιση του ενδιαφέροντος των πιθανών εγχώριων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην επικράτεια και η προσηλωμένη υπεράσπιση της μάχης ενάντια σε μια κλιματική αλλαγή για την οποία δεν αποφασίζει ο άνθρωπος, συνετέλεσαν στην πρωτοφανή ανάπτυξη των φωτοβολταικών και αιολικών εγκαταστάσεων, προϊόντων κατά τα άλλα εισαγόμενων από την Βόρεια Ευρώπη και τώρα πιά από την Κίνα. Η γρήγορη απομάκρυνση του λιγνίτη, χωρίς προσπάθεια για την διατήρησή του με καινοτόμες λύσεις δέσμευσης και χρήσης του διοξειδίου του άνθρακα, όπως γίνεται σε άλλες χώρες, ολοκλήρωσε το εθνικό κάδρο ενεργειακής διαχείρισης την τελευταία δεκαετία.
Είναι ενεργειακή ή οικονομική η μετάβαση;
Ο όρος ενεργειακή μετάβαση δεν αντικατοπτρίζει παρά μόνο μια υποενότητα των οικονομικών παγκοσμίων ανακατατάξεων. H μετάβαση είναι οικονομική και πραγματοποιείται σε παγκόσμιο επίπεδο δημιουργώντας επιπτώσεις στο ενεργειακό μείγμα, στο επισιτιστικό καθεστώς και στις γεωπολιτικές/στρατιωτικές ανακατανομές. Όταν οι γεωπολιτικές και οικονομικές ισορροπίες μεταβάλλονται επηρεάζουν κάθε μέρος της αλυσίδας του κόστους των πηγών ή μορφών ενέργειας από την εξόρυξη μέχρι την παράδοση στον τελικό καταναλωτή. Το 2023 ο πλανήτης έχει μπει πιά στην φάση οικοδόμησης των ισορροπιών του μοντέλου της νέας οικονομικής μετάβασης.
Από το 2000, και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια 2011 μέχρι 2022, η οικονομική μετάβαση ακολουθούσε μια πορεία αναζήτησης με αποκορύφωμα την περίοδο 2019-2022 όπου η πανδημία, ο πόλεμος, και οι εκατέρωθεν κυρώσεις προσδιόρισαν την περίμετρο των οικοδομούμενων οικονομικών μπλοκ. Αυτή η «αρχική διαμόρφωση » έχει ήδη φέρει στην επιφάνεια την δυσανασχέτηση των αναπτυσσόμενων χωρών, την αυξάνουσα γεωγραφική παρουσία των πετρελαιοπαραγωγών της μέσης ανατολής και την επικείμενη διεύρυνσης των BRICS που όπως φαίνεται θα ενσωματώσουν και άλλα γράμματα στο ακρωνύμιό τους.
Ματιά στο μέλλον
Ο ήλιος, το νερό, ο άνεμος και το ξύλο ήταν για χιλιετηρίδες οι βασικές ΑΠΕ. Η ενέργεια δεν παράγεται από τον άνθρωπο αλλά χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο που την μετασχηματίζει ανάλογα με τις ανάγκες του. Ο πληθυσμός και το βιοτικό επίπεδο των λαών αναπτύσσονται, εν τούτοις, η διάμετρος της γης παραμένει η ίδια και αυτό θα απαιτήσει να γίνουν στο μέλλον, σημαντικά καινοτόμα τεχνολογικά βήματα ώστε να διατηρηθεί η πρόσβαση στην ενέργεια. Τέτοια βήματα οι σημερινές ΑΠΕ δεν εγγυώνται, και ο κίνδυνος συρρίκνωσης της οικονομίας πολλών αναπτυγμένων χωρών παραμένει.
Η πολυσυζητημένη “πράσινη μετάβαση” στην Ευρώπη όπως και παγκόσμια, είναι στην ουσία μια οικονομική μετάβαση βασιζόμενη σε ένα μοντέλο που θα χρειαστεί τρισεκατομμύρια ευρώ, να αντληθούν από τους καταναλωτές, για να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα αβέβαιο λόγω της πολυπλοκότητας των μεταβλητών, η κάθε μία των οποίων εμπεριέχει δικές της εσωτερικές μεταβλητές.
Αναμφισβήτητα το ανθρωπογενές CΟ2 αυξάνεται με την ανάπτυξη των παροχών υπηρεσιών και για να έχει όλος ο πληθυσμός της γης τις συνθήκες ζωής όπως αυτές του δυτικού κόσμου θα χρειαστούν 1,7 πλανήτες γη για να καλυφθούν. Το 2050, με πληθυσμό μεταξύ 9 και 10 δισεκατομμύρια, εάν η προσφορά ενέργειας παραμείνει όπως σήμερα ο κάθε κάτοικος στη γη θα πρέπει να μειώσει την ενεργειακή του κατανάλωση κατά 22%.
Αντίθετα, για να διατηρηθεί η σημερινή δυνατότητα κατανάλωσης ενέργειας κατά κεφαλή θα χρειαστεί 70 φορές περισσότερη ενέργεια διαθέσιμη στον πλανήτη. Λόγω της ταχείας αύξησης των αναγκών σε μέταλλα και σπάνιες γαίες οι αμέσως επόμενες γενιές, θα χρειαστούν τόσα μέταλλα όσο χρειάστηκαν οι προηγούμενες δυο χιλιάδες πεντακόσιες γενιές, δηλαδή από την εποχή του Homo Sapiens! Η μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης εάν υπάρχει λανθασμένη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων ενέχει κινδύνους να οδηγήσει σε συρρίκνωση της οικονομίας και υπο-ανάπτυξη.
Οι άνοδος της θερμοκρασίας και οι επιπτώσεις της δεν αντιμετωπίζονται με την κατασκευή ανεμογεννητριών και φωτοβολταικών. Χρειάζεται δραστική ανανέωση των συστημάτων αποχέτευσης για την αντιμετώπιση δυνατών βροχοπτώσεων, της γρήγορης τήξης των πάγων, την χρήση έξυπνων συστημάτων κλιματισμού, την αλλαγή των μεθόδων αγροτικής καλλιέργειας, την επικαιροποίηση των ασφαλιστικών διαδικασιών, την ανακατεύθυνση των τουριστικών κυμάτων.
Η ενεργειακή μετάβαση των καιρών στοχεύει στο πέρασμα από τα συστήματα μετασχηματισμού και κατανάλωσης ενέργειας, με βάση τα ορυκτά καύσιμα, σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας αλλά υπόκειται και προφανώς ευθυγραμμίζεται με τις σημερινές ανακατατάξεις του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος. Προς το παρόν είναι ένας αγώνας δρόμου στο στίβο του φυσικού αερίου με δύο ξεχωριστές σκυτάλες, την δέσμευση και χρήση του άνθρακα, και την ηλεκτρόλυση.
Γιάννης Μπασιάς
*Ενεργειακός αναλυτής και τέως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).
Πηγή: energia.gr