Ήταν 29 Μαρτίου 1870 όταν στη Μασσαλία, ήρθε στον κόσμο ο Παύλος Μελάς. Ήταν ένα από τα επτά παιδιά της Ελένης Βουτσινά, κόρης εύπορου Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό, και του Ηπειρώτη έμπορου Μιχαήλ Μελά, γόνου σημαντικής εμπορικής οικογένειας η προέλευση της οποίας στις αρχές του 18ου αιώνα εντοπίζεται στην παλιά Πογδοριανή (σημ. Παρακάλαμος), όπου διασώζονται ερείπια πύργου των Μελάδων.
Το όνομά του το επέλεξε ο πατέρας του για να τιμήσει τον πρόγονό τους, που είχε σκοτωθεί στην Έξοδο του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826, αγωνιζόμενος εναντίον των Οθωμανών.
Η οικογένεια του Μελά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1874 και κατοίκησε σε ένα κτήριο της οδού Πανεπιστημίου, που σήμερα αποτελεί το μέγαρο της Αθηναϊκής Λέσχης. Ο πατέρας του Μελά είχε ενστερνιστεί το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, της διεύρυνσης των συνόρων του ελληνικού κράτους ώστε να συμπεριλάβουν όλες τις περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες, και το 1878 έγινε ταμίας της Εθνικής Άμυνας, μιας οργάνωσης που υποστήριζε αλυτρωτικές κινήσεις στην Ηπειροθεσσαλία και την Κρήτη. Ασχολήθηκε με την πολιτική, το 1890 εκλέχτηκε βουλευτής Αττικής και τον επόμενο χρόνο δήμαρχος Αθηνών.
Ο Μελάς μεγάλωσε σε αυτή την ατμόσφαιρα (κάποια στιγμή μάλιστα έτυχε να ανακάλυψει στο σπίτι τους όπλα που προορίζονταν για την Κρήτη) και συχνά φανταζόταν τον εαυτό του ως αντάρτη. Μεταξύ των δύο συνήθων επιλογών για τους γόνους αστικών οικογενειών, συμπεριλαμβανομένων των αδελφών του, δηλαδή της νομικής και των στρατιωτικών σπουδών, ο Μελάς, υπό την επήρεια του οικογενειακού κλίματος και του αντίκτυπου εθνικών κρίσεων επέλεξε τη στρατιωτική σταδιοδρομία.
Η μοίρα και το όνομά του
O Παύλος Μελάς εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε το 1891, ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού. Διαμέσου της πολιτικής και της ισχύος του στρατού, ανέπτυξε σημαντική εθνική δραστηριότητα, με σκοπό την ανάληψη άμεσης δράσης στη Μακεδονία.
«…Το ψύχος είναι δριμύτατον. Τα πόδια μας παγωμένα, διότι η πυκνοτάτη δρόσος επάγωσε και περιπατούμεν επί πάγου. Πίπτομεν ημιθανείς σχεδόν, τυλισσόμενοι εις την κάπαν μας. Εν τούτοις είναι περίεργον ότι τα βασανιστήριά μας τώρα μόνον τα ενθυμούμεθα. ‘Οταν τα υφιστάμεθα, ο νους μας όλων ήτο εις την Μακεδονίαν…»
Ο Παύλος Μελάς, με υψηλό αίσθημα τιμής και ιστορικής ευθύνης, επιχείρησε τρεις εξόδους στη Μακεδονία, με σκοπό να γνωρίσει την περιοχή, να εκτιμήσει την κατάσταση και να οργανώσει την άμυνα του Ελληνισμού εκεί. Ήταν πεπεισμένος πως ο αγώνας για τη Μακεδονία θα έπρεπε να στηριχθεί στο ντόπιο δυναμικό και για λόγους ιδεολογικούς, στρατιωτικούς αλλά και οικονομικούς, ήταν πράγματι απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή τους, ώστε να ευοδωθεί η εθνική προσπάθεια. Ο Μελάς έβλεπε τη Μακεδονία ως προσωπική του υπόθεση και σε συνδυασμό με τον αυτοφυή ηρωισμό του θα οδηγηθεί το 1904 στη Μακεδονία, στον θάνατο μα και στη Δόξα.
Η μοίρα έμελλε να επιβεβαιώσει το λατινικό ρητό «nomen est omen» (μτφ.: το όνομα είναι οιωνός), αφού έδωσε τη ζωή του αγωνιζόμενος για την εθνική υπόθεση.
Ο περίεργος θάνατός του
Ο Μακεδονομάχος ήρωας πέθανε στις 13 Οκτωβρίου 1904, στο τότε σλαβόφωνο χωριό Στάτιτσα ή Στάτιστα της Καστοριάς που το 1927 μετονομάστηκε σε Μελάς. Εκεί και ενώ επιδίωκε να συναντηθεί με την ανταρτοομάδα των Ευθύμιου Καούδη και Παύλου Κύρου, το σώμα του δέχτηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του οθωμανικού στρατού, που παραπλανημένο από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο νόμιζε ότι επιτίθεται σε ομάδα της ΕΜΕΟ.
Ο τάφος του Παύλου Μελά, όπως δημιουργήθηκε πρώτα στην Καστοριά. Φωτογραφία του Λεωνίδα Παπάζογλου, το Νοέμβριο του 1904 (φωτ.: Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης/Λεωνίδας Παπάζογλου, Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα)
Ο Μελάς τραυματίστηκε από έναν πυροβολισμό και πέθανε υπό ομιχλώδεις συνθήκες. Μετά από περιπετειώδη πορεία η αποτμηθείσα κεφαλή του ενταφιάστηκε τελικά μαζί με το σώμα του στην Καστοριά, ενώ οι ακριβείς περιστάσεις του θανάτου του συσκοτίστηκαν. Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών.