Κατά την προηγούμενη 15ετία, οι Ελληνικές Κυβερνήσεις επέδειξαν μια απίστευτη αδράνεια και απραξία στον τομέα του εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, σε βαθμό που ετέθη κυριολεκτικά σε κίνδυνο η ισορροπία δυνάμεων με την καραδοκούσα Τουρκία και η ασφάλεια της χώρας.
Η σημερινή Κυβέρνηση πηρέ, επιτέλους, αποστάσεις από την πολιτική αυτή, κάτω από την πίεση της επείγουσας ανάγκης, και προέβη σε σημαντικές αμυντικές παραγγελίες για την ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού. Εξήγγειλε επίσης αλλά προγράμματα για την ενίσχυση γενικά των Ενόπλων Δυνάμεων.
Διαπιστώνει όμως κάνεις αφ’ ενός τις μεγάλες καθυστερήσεις που παρατηρούνται σε μια σειρά προγράμματα και τα μεγάλα κενά που υπάρχουν σε ορισμένους τομείς. Αφ ‘ετέρου, την επικίνδυνη απραξία της Κυβερνήσεως στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Συγκεκριμένα, σε ο,τι αφορά το πρώτο, καθυστερεί η ολοκλήρωση του προγράμματος εκσυγχρονισμού του Πολεμικού Ναυτικού, που περιλαμβάνει την προμήθεια κορβετών, τον εκσυγχρονισμό των παλαιών φρεγατών, την ενδεχόμενη προμήθεια νέων μεταχειρισμένων φρεγατών και την παραγγελία νέων υποβρυχίων. Καθυστερεί επίσης η υλοποίηση πολλών εξαγγελιών για την αγορά οπλικών συστημάτων αιχμής και πυραύλων.
Σε ο,τι αφορά το δεύτερο, είναι εμβληματική η έλλειψη στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η Άγκυρα κατόρθωσε να καταλάβει σ’ αυτά μια περίοπτη θέση διεθνώς και έχει, δυστυχώς, την ικανότητα να αναπτύσσει συνεχώς νέες σχεδιάσεις με χαμηλό κόστος, με ολοένα αυξανόμενες δυνατότητες. Η απόφαση της Ελληνικής πλευράς να αναπτύξει το σχέδιο “Αρχύτας” κατόπιν διετίας, με τη συνεργασία της ΕΑΒ με Ελληνικά Πανεπιστήμια και με την υποστήριξη του Υπουργείου Οικονομικών, είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Αυτή όμως δεν αρκεί από μόνη της. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει άμεσα επιχειρησιακά προβλήματα με τα Τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη και χρειάζεται κατεπειγόντως απαντήσεις σ’ αυτά τα προβλήματα, μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδίου “Αρχύτας” και άλλων προγραμμάτων που βρίσκονται σ’ εξέλιξη. Αυτό πρακτικά σημαίνει κατεπείγουσα προμήθεια υπαρχόντων και δοκιμασμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών και συστημάτων εξουδετερώσεώς τους για να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες.
Το πρόβλημα όμως της Τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Η τελευταία έχει κάνει επίσης μεγάλες προόδους στον τομέα των κάθε είδους πυραύλων, των συγχρόνων πυρομαχικών, περιλαμβανομένων των θερμοβαρικών οπλών, των επικοινωνιών, του ηλεκτρονικού πολέμου, των ραντάρ, των τορπιλών και των μη επανδρωμένων επιθετικών σκαφών στη θάλασσα.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμείνει αδρανής και να παρακολουθεί παθητικά την ανάπτυξη της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας και, το χειρότερο όλων, τον υποσκελισμό της στην τεχνολογία από την Τουρκία. Θα πρέπει τάχιστα:
- Να εξυγιάνει και να ανασυγκροτήσει τις υπάρχουσες αμυντικές της βιομηχανίες.
- Να αναλάβει πρωτοβουλία για την ανάπτυξη νέων τομέων, στους οποίους υστερεί η Ελληνική βιομηχανία, όπως, π. χ. , η πυραυλική τεχνολογία, τα σύγχρονα πυρομαχικά και ο ηλεκτρονικός πόλεμος.
- Να αξιοποιήσει υπέρ της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, δημόσιας και ιδιωτικής, τις νέες δυνατότητες και προοπτικές, που παρέχουν η Ευρωπαϊκή αμυντική διάσταση, τα προγράμματα Ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας και τη διάθεση από την ΕΕ πολύ αυξημένων πόρων για αμυντικούς σκοπούς.
Τι πράττει όμως η Κυβέρνηση; Ένα παράδειγμα είναι τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ). Με τις σφαίρες της ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη, η Ελλάδα πολέμησε στην Πίνδο και έγραψε την εποποιΐα του 1940. Θα φτάσει στο σημείο σήμερα να μην παράγει ούτε σφαίρες, ούτε αλλά βασικά πυρομαχικά, που έχει ανάγκη ο Στρατός μας; Το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται εξωφρενικό και απίθανο. Εξετάζοντας όμως τα πράγματα από κοντά, δεν είναι, δυστυχώς, τόσο απίθανο όσο φαίνεται. Η Κυβέρνηση, ένα χρόνο μετά την πομπώδη εξαγγελία της για τη μετατροπή του εργοστασίου των ΕΑΣ στον Υμηττό σε Πάρκο Υπουργείων, δεν εχει ακόμη προχωρήσει σε κανένα ουσιαστικό σχεδιασμό για την οργανωμένη μεταφορά των δραστηριοτήτων και των γραμμών παραγωγής του εργοστασίου του Υμηττού στα άλλα εργοστάσια της εταιρείας στο Λαύριο και στη Μάνδρα.
Αντί δηλαδή, η απόφαση αυτή να οδηγήσει σε ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό, που να λάβει υπόψιν τις νέες επείγουσες ανάγκες και την οφειλόμενη Ελληνική απάντηση στη ραγδαία ανάπτυξη της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, οδηγεί, αντιθέτως, την εταιρεία σε μεγαλύτερη ακόμη συρρίκνωση και απαξίωση, με το ουσιαστικό κλείσιμο του εργοστασίου του Υμηττού και τη διάθεση του προσωπικού του στα εργοστάσια του Λαυρίου και της Μάνδρας.
Η Πατριωτική Ένωση καταγγέλλει την απραξία της Κυβερνήσεως στο μέγα θέμα της αμυντικής βιομηχανίας. Το χάσμα που δημιουργεί η Τουρκική αμυντική βιομηχανία, με την αλματώδη ανάπτυξή της, οδηγεί σε Τουρκική τεχνολογική υπεροχή, που απειλεί ευθέως την εθνική μας ασφάλεια. Η Ελλάδα έχει το απαραίτητο επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό για να ανταπεξέλθει σ’ αυτή την πρόκληση. Η Κυβέρνηση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της και να διαμορφώσει, επιτέλους, μια εθνική στρατηγική για την ταχύρρυθμη ανάπτυξη της αμυντικής μας βιομηχανίας.
Σε ο,τι αφορά ειδικότερα τα ΕΑΣ, η Πατριωτική Ένωση καταγγέλλει τη σχεδιαζόμενη απαξίωσή τους, με την υποτιθέμενη μεταφορά του εργοστασίου του Υμηττού στο Λαύριο και στη Μάνδρα. Αυτό που χρειάζεται σήμερα η χώρα δεν είναι η απαξίωση των ΕΑΣ και το ουσιαστικό κλείσιμο του εργοστασίου του Υμηττού, αλλά η στρατηγική τους ανασυγκρότηση και αναβάθμιση, με τον εκσυγχρονισμό των παλαιών γραμμών παραγωγής και τη δημιουργία νέων, ειδικότερα στους τομείς των συγχρόνων οπλών Πεζικού, των συγχρόνων πυρομαχικών και των πυραύλων και πυραυλικών συστημάτων.
Με το ίδιο σκεπτικό και με την ίδια αίσθηση του κατεπείγοντος, πρέπει, άλλωστε, ν’ αντιμετωπισθεί η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) και η ανασυγκρότηση της Ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας.
Πρόδρομος Εμφιετζόγλου
Πρόεδρος
Πανελλήνια ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ