Τα γεράματα (γεράτεια) είναι απευκταία για τον άνθρωπο που, προκειμένου να τα εξωραΐσει, τα σαρκάζει και τα διακωμωδεί.
Σαρκάζει ιδιαίτερα τη γερουσία (δημογεροντία) που είναι η μεγάλη πολιτική εξουσία στις ποντιακές κοινωνίες.
Οι τίτλοι, που φέρνουν οι γερασμένοι άρχοντες, είναι χαρακτηριστικοί: Γιώρ -αγάς,
Σαββά- κιαάς, Κώστη- εφέμ, Αντών -πασάς.
H τρίτη ηλικία στον Πόντο απολάμβανε το σεβασμό και την αποδοχή των νεοτέρων. Υπήρχε η αντίληψη, ότι οι ηλικιωμένοι, μειζοτέρ’, ( από το αρχαίο επίθετο μέγας)είναι έμπειροι , σοφότεροι και μπορούν κατά τις αρχαίες αντιλήψεις να διαχειριστούν τα οικογενειακά όσο και τα κοινωνικά ζητήματα πιο αποτελεσματικά: Το γεροντικόν το βούδ’ εβγάλ’ το αυλάκ’
Αυτοί αποτελούσαν και τη γερουσία (γεροσία) τη βουλή δηλαδή των γερόντων, τη δημογεροντία, (αυτοδιοίκηση), αποκαλώντας τους και τρανούς. Οσεβασμός προς τους τρανούς εκφραζόταν με τη φράση :
Οι τρανοί μουν ήντιαν λέγ’νε εκείνο θ’ εφτάμε.
Οι μειζοτέρ’ κατά κανόνα γέροντες ( γερόντ’, γεροντάδες) και τα γεράματα ( γεράτεια , ή γερατεία), πολλές φορές σαρκάζονταν ως παρωχημένη και συντηρητική μορφή εξουσίας.
Μαζί με την αμφισβήτηση συνυπήρχαν και οι κοινωνικές κρίσεις στον καθημερινό λόγο όπως:
το γέρος = γέλος, δηλαδή το γήρας κάνει τον άνθρωπο γελοίο, ή η φράση: ο γέρον πάντα γέρος έν, πάντα ενί μυξέας. Και ακόμα πιο σκωπτική ακουγόταν η παροιμία : ο λύκον, όντες γερά, ‘ς σα σκυλία κεπεζές ίνεται.
Μια άλλη μορφή εξουσίας, που χαρακτήριζε τις δομές της ποντιακής πατριαρχικής οικογένειας ήταν η γεροντοκρατία , όπου ο ρόλος του γέροντα τέτε, του αρχηγού της, ήταν ηγεμονικός και εξουσιαστικός.
Ο παππούς (ο πάππον) ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός, προς τον οποίον όλα τα μέλη της οικογένειας, όφειλαν σεβασμό και υπακοή. Γι αυτό το λόγο ο γέρος (ο γραίον) και η γριά ( η γραία) επιδέχονταν το μεγαλύτερο σαρκασμό από τους νεότερους, που τους στερούσαν την πρωτοβουλία στη ζωή και τον έρωτα. Πράγμα, που το έβλεπαν οι γέροι ως εισαγωγή ανατρεπτικών αντιλήψεων και ανήθικων πρακτικών:
Εσκυλογέρασεν και τα σκυλότιας ‘κι αφήν’.
Τον ερωτόλυπτο γέρο τον χαρακτήριζαν γεροντοπάλαλο ή γεροπόρνο, όταν επεδίωκε απολαύσεις, που δεν άρμοζαν στην ηλικία του.
Μια φορά έναν θυμόσοφο γέροντα και μασχαριάνο, το θείο – Στοφόρο, τον ρώτησε κάποιος:
-Θείο Στοφόρε, τη ζουρνά σ’ έγκες;
Ο γέροντας τον κοίταξε υπαινικτικά με τα έξυπνα μάτια του και του είπε:
Γιάβρι μ’, εγώ εκείνο, ντο λές, πολλά χρόνια έχ’ ας σ’ τ’ έσ’κωσα κ’ εθέκα ‘το κά’. Διακωμωδώντας με εύστοχο τρόπο το πείραγμα του νέου.
Το δίκαιο του ισχυρότερου κατέστρεφε την κοινωνική γαλήνη του τόπου.
Στο τέλος όμως επικρατούσε ο ισχυρότερος και ο γέρος έχάνε την αίγλη και την επιρροή, που διατηρούσε μέσα στα πλαίσια της πατριαρχικής οικογένειας.
Για τις νέες ο γέρος άντρας ήταν ανεπιθύμητος, γι’ αυτό έλεγαν:
Ο γέρον πάντα γέρος, έν πάντα μυρίζ κοσέαν.
Ο γέρος δεν είχε την κοινωνική αποδοχή για να συνάψει ερωτική σχέση με μια νέα. Κάτι τέτοιο ήταν κατακριτέο και το απεύχονταν:
Κόρη, το δέσ’ και το κακό σ’ να παίρν’ οι γεροντάδες
και το γλυκίν το φίλεμαν να παίρν’ τα παλικάρια.
Η νέα, που για κάποιους λόγους παντρεύονταν γέρο άντρα, παραπονιόταν στη μάνα της :
Αλί εμέν νε, μάνα μου, ντ’ εφτάγω με τον γέρον;
Ο γέρον πάντα γέρος έν’, τη νύχταν ‘κ’ εγνεφίζει.
Η κοινωνική σκληρότητα προς τους νεανίζοντες γέρους ήταν καθολική. Το γέρο τον ήθελαν συμβιβασμένο και εναρμονισμένο με τη μοίρα του:
Ο γέρον ντο θ’ εφτάει τ’ αμάραντα; Ας μυρίσκεται τα σκυλαντίτας. ( σκυλοβρωμιές )
Το ίδιο σκληρή και άστοργη ήταν η άποψη για την γεροντοκρατία, που δεν ήθελε να παραχωρήσει τη θέση της στους νέους, πιστεύοντας πως είναι αναντικατάστατη: Ατώρα ‘ς σα γεροντάγματα θα δειξίζω ‘σε την αγουροσύνια μ’!
Όταν κάποιος παντρεύονταν σε μεγάλη ηλικία γνώριζε τις χαρές και τις πίκρες της ζωής ετεροχρονισμένα :
Ατώρα ‘ς σα γεράτεια μ’ έρθαν, τ’ ενεμείνα ‘ς σα νεότητα μ’.
Οι οικείοι πάντοτε έβλεπαν την προσφορά του γέροντα ως κέρδος και τα έξοδά του ως ζημιά:
Ο γέρον ,ντο κάμν’ ,κέρδος έν και ,ντο τρώει, ζεμίαν.
Ήταν πολύ αποκαλυπτικό το παράπονο ενός γέροντα:
Ούλ’ λέγνε ‘με: Μη τρώς πολλά ! Μη πίντς πολλά! Μη καπνίεις πολλά. Κανείς ακόμαν ‘κ’ ‘είπε ‘με, μη δουλεύεις πολλά…!
Το πιο σκληρό λογύδριο αφορούσε τη ρεαλιστική αντιμετώπιση του θανάτου κάποιου γέροντα, που έκλεινε τον κύκλο της ζωής του φυσιολογικά.
Χαπάρια τη χάρονος, ‘ς ση γεροντάδων την πόρταν.
Στο παρακάτω φιλοσοφημένο τραγούδι του γέρου οι παράκαιρες φωνές του πετεινού συμβολίζουν τις νεανικές εξεγέρσεις της εποχής του με μία σειρά διεκδικήσεων, που επιφέρουν στο τέλος την απώλεια κάθε εξουσίας:
Έτον ένας γέροντας κ’ είχεν έναν πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας, παραζάμανα
κ’ εγνέφιεν τον γέρον, τον γέρον τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο αλεπόν κ’ έφαεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας- παρώρας ,παραζάμανα
κ’ εγνέφιζεν τον γέρον, τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ο σκύλον, έφαεν τον αλεπόν, π’ έφαεν τον πετεινόν,
π’ εκούιζεν παρώρας- παρώρας ,παραζάμανα
κ’ εγνέφιεν τον γέρον τον παραπονεμένον.
Έρθεν και ν’ ο θάνατον, επέρεν τον γέροντα,
π’ εγνέφιεν παρώρας- παρώρας, παραζάμανα….
Οι παροιμίες, τα ανέκδοτα και τα παραμύθια για το γέρο και τη γραία ήταν πολλές και ατελείωτες ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τη νύφη και την πεθερά.
Στο πλαίσια της οικογενειακής ζωής η μητριαρχία ήταν έντονη. Οι νύφες και οι θυγατέρες ήταν ιδιαίτερα καταπιεσμένες.
Τα τελευταία όμως χρόνια οι νύφες σήκωσαν κεφάλι και άρχισε η αμφισβήτηση των πεθερικών. Το γαμήλιο τραγούδι: Τίμα, κόρη, την πεθερά σ’ ας ση μάνας καλλίον , δεν επενεργούσε πλέον στη συμπεριφορά της νύφης.
Χαρακτηριστικό είναι το ανέκδοτο, που σχολιάζει την επαναστατημένη νύφη. Οι νέοι ερωτόληπτοι ( σεβταλήδες ) καταριούνταν τη γεροντική ηγεμονία και το γεροντικό πουριτανισμό, που απαγόρευε στο ελάχιστο τη χαλάρωση των ηθών.
Γι’ αυτό τραγουδούσαν σε κάθε ευκαιρία:
Να ίνουσον κατακλυσμόν κ’ εχάσαν οι γραιάδες
κ’ εκείσαν κ’ εκοιμούσανε άφοβα οι νυφάδες.
Η γριά πολλές φορές γινόταν αντικείμενο σαρκασμού, γιατί δεν ήθελε να αποδεχθεί τη φυσική σωματική της φθορά και το τέλος της σεξουαλικότητάς της:
Χάστε ατέν, την τσουνόγραιαν, εγέρασεν κι ακόμαν τάεται…
Ή το επίσης σαρκαστικό για την ερωτομανία της γριάς: Ενοστιμιάεν η γραία τα σύκα
και θέλ’ να τρώει και τα συκόφυλλα…
Ή το επίσης περιπαικτικό : Εστολίεν η γραία κ’ ενεμείνεν…
Και το αποκορύφωμα : Η γραία ας τ’ εποίκεν α’ κι υστέρ’ ,εσπάλτσεν την πόρταν…
Τις ιδιοτροπίες της απαιτητικής γριάς, που πολλές φορές κούραζαν, τις σάρκαζαν: Η γραία Καλανταρί σύκα εραύευεν.
Με την ίδια πειρακτική διάθεση σχολίαζαν τις γεροντικές της αταξίες: Όλια εποίκεν η γραία ,κ’ επεκεί τα σαχτάρια πα εφύσεσεν…
Πολλές φορές τη χαρακτήριζαν υποχόνδρια και εγωκεντρική γιατί δε συμμετέχει στις αγωνίες και στα προβλήματα των νέων :
Η πόλ’ επάρκουτον κι η γραία εξεροχτενίουτον…
Τέλος η γερόντισσα γίνονταν αντικείμενο σαρκασμού από τα παιδιά, που ήθελαν να την πειράξουν παροτρύνοντας την να χορέψει ,όπως μας καταγράφει το παιδικό τραγούδι:
Γραία, γραία, χόρεψον. Γραία είμαι ‘κ’ επορώ.’
κι αν καλοκρατείτε ‘μεν, πέλκι σείουμαι κ’ εγώ.
Η πιο αδυσώπητη κριτική, που στιγμάτιζε τη γραία στον Πόντο ήταν η ιδιότητά της ως πεθερά . Η κοινωνία καυτηρίαζε το δυναστικό της ρόλο προς τη νύφη, η οποία έχει μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα.
Το δημοτικό τραγούδι όμως είναι η μοναδική φορά που δικαιώνει την πεθερά καταγγέλλοντας τη ζωηρή νύφη:
Είνας νύφια έναν ημέραν, τη γαϊδίάρ’ την θεγατέραν,
ταβίζ’ με την πεθεράν ατς, σκούται, χοβλαεύ’ απάν ατς.
Πάντοτε όμως στην ανθρώπινη και ουμανιστική ποντιακή κοινωνία η ευγένεια και ο σεβασμός ( το σέβας) ήταν διάχυτες και κυρίαρχες .
Οι ηλικιωμένοι δέχονταν την αγάπη και την αποδοχή από τους νεότερους, που έπρεπε να γεροκομήσουν ( γεροταφίζ΄νε) τον ανήμπορο γέρο τους μέχρι το θάνατο.
Ο γεροντοκομισμός και η φροντίδα των γερόντων ήταν το κοινωνικό κριτήριο της αξιοσύνης για άνδρες και γυναίκες. Η φράση: ό,τι εφτάς, θα έρται εμπροστά σ’.
ήταν το φοβικό σύνδρομο σε μια θεοφοβούμενη και ηθικοκεντρική κοινωνία.
Η συμπάθεια αυτή είναι καταγεγραμμένη στο τραγούδι:
Τρείοι γέροντες απέμειναν απάν ‘ς σο σταυροδρόμιν
Ο έτερον εγέρασεν και κ΄επορεί να πάγει..
Κλάψον ατόν, π’ εγέρασεν και κ’ επορεί να πάγει…