Οδοιπορικό στις Πρέσπες: Παρακολουθήσαμε τον αγώνα ΠΑΣ Πρέσπα-Τροπαιούχος Τροπαιοφόρος με θέα τα βουνά της Αλβανίας.
Πως είναι, άραγε, να παίζεις ποδόσφαιρο ακριβώς πάνω στη συνοριογραμμή; Πριν ξεσπάσει η πανδημία του νέου κορωνοϊού, ταξιδέψαμε ως τις μαγευτικές Πρέσπες και περάσαμε τρεις μέρες με τους ακρίτες, συζητώντας για την μπάλα και τη ζωή δίπλα στη λίμνη. Περπατήσαμε όλα τα χωριά της, φάγαμε τα πεντανόστιμα φασόλια της και παρακολουθήσαμε τον αγώνα του ΠΑΣ Πρέσπα σ’ ένα γήπεδο με θέα τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
4 το μεσημέρι. Λίγο έξω από την Ελασσόνα. Το λεωφορείο σταματά. Μπροστά μας υψώνεται ένα ρεστοράν. Ο δρόμος είναι μακρύς και πρέπει να φάμε κάτι μέχρι να φτάσουμε στη Φλώρινα. Μπαίνω μέσα. Πρόκειται για το κλασικό εστιατόριο εθνικής οδού. Λίγοι πελάτες και τραπεζομάντιλα έτοιμα για να υποδεχθούν τους πεινασμένους ταξιδιώτες. Στην τηλεόραση παίζει αγώνα της Γ’ Εθνικής. Δυο ντόπιοι πελάτες φαίνεται να τον κοιτούν με μεγάλη προσοχή, παρόλο που η τηλεόραση βρίσκεται σε λειτουργία σίγασης.
Φτάνω μπροστά από τον πάγκο με τα φαγητά. Η ποικιλία δεν είναι μεγάλη. Πέφτω πάνω στα μπριζολάκια κατευθείαν. Λίγο δίπλα έχει και μπιφτέκια, ωστόσο, τα απορρίπτω καθώς δεν θα ήθελα να περάσω τις επόμενές μου μέρες σε κάποιο τοπικό νοσοκομείο ελέω τροφικής δηλητηρίασης. Οι μπριζόλες πρέπει να έχουν ψηθεί εδώ και ώρες, καθώς πριν ετοιμάσει το πιάτο, τις περνά μερικά λεπτά από τον φούρνο μικροκυμάτων. «Τζατζίκι ή τυροκαυτερή;» με ρωτάει. Διαλέγω ασυναίσθητα το πρώτο. Με το που με ακούει γυρνάει και ανοίγει ένα μεγάλο μπολ. Παίρνει μια μεγάλη κουταλιά από τζατζίκι να την πετάει άγαρμπα στην άκρη του πιάτου. Στέκομαι να φάω. Δίπλα μου κάθεται ο οδηγός του λεωφορείου, ο οποίος έτρωγε για δεύτερη φορά καθώς είχε προλάβει ήδη να τσιμπήσει λίγο κοτόπουλο με πατάτες στη πρώτη στάση μας, στη Λαμία. Με ρωτάει τον λόγο της επίσκεψής μου στην πόλη. Του απαντάω πως είμαι δημοσιογράφος και έρχομαι για να κάνω ένα οδοιπορικό. Δεν φαίνεται να δείχνει ενδιαφέρον. Η σιωπή επανέρχεται. Σηκώνομαι να πληρώσω. «6 και 10 παρακαλώ». Της δίνω δεκάρικο. Ο κρότος από τα κέρματα πάνω στο ανοξείδωτο σπάει τη σιωπή στον χώρο. Φοράω το παλτό μου και βγαίνω λίγο θυμωμένος μην μπορώντας να δικαιολογήσω τον εαυτό μου για τη σπατάλη που μόλις έκανα. Μπαίνουμε στο λεωφορείο. Ήξερα πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα έμπαινα στο συγκεκριμένο εστιατόριο.
Διαβάστε τη συνέχεια στο athensvoice.gr