Η παρουσίαση της ανασκαφής του λόφου και τύμβου Καστά, πραγματοποιήθηκε αργά το απόγευμα της Παρασκευής 10 Μαρτίου στα πλαίσια της «30ης Συνάντησης για το Αρχαιολογικό Έργο Μακεδονίας Θράκης», στην παλαιά αίθουσα τελετών του ΑΠΘ (9 – 11 Μαρτίου 2017). Περιελάμβανε, ουσιαστικά, 4 ανακοινώσεις. Η πρώτη παρουσίαση, «Ανασκαφική έρευνα τύμβου Καστά (2010-2015)» αφορούσε τον απολογισμό του έργου της ανασκαφής, από την επικεφαλής Κ. Περιστέρη. Σε αυτήν δεν είχαμε αξιοσημείωτα νεότερα στοιχεία, αλλά δόθηκε συνοπτικά η γενική εικόνα της ανασκαφής, εστιάζοντας στην αμέλεια την οποία επέδειξε η παρούσα κυβέρνηση προς το μνημείο. Δόθηκαν φωτογραφίες οι οποίες έδειχναν μια προχωρημένη υγρασία και εκφράσθηκε έντονή η ανησυχία της. Ο αρχιτέκτονας της ομάδας Μ. Λεφαντζής απάντησε άμεσα, φανερώνοντας μια διάσταση στις μεταξύ τους σχέσεις: «Θέλω να πω στην κυρία Περιστέρη, ότι το μικρότερο πρόβλημα που έχει το μνημείο είναι υγρασία και οι πρασινίλες. Το μνημείο είναι σε ασφαλή κατάσταση και δεν κινδυνεύει. Το επόμενο διάστημα ξεκινάει το ΕΣΠΑ με πλήρεις εργασίες συντήρησης και στερέωσης».
Στην καθαυτό ομιλία του ο κ. Λεφαντζής, περιέγραψε ιδιαίτερα γρήγορα αλλά με εξαιρετική σαφήνεια το μνημείο. Ως πρώτη φάση του μνημείου προτάθηκε η περίοδος 324-317 π.Χ. (σ.σ.: ιστορικά, η περίοδος σημαίνεται με τον θάνατο του Ηφαιστίωνα το 324, έως την εκτέλεση του Φιλίππου Γ΄ του Αρριδαίου και την επιστροφή της Ολυμπιάδος από την Ήπειρο στην Πύδνα το 317). Σε αυτήν την φάση αρχικά διανοίχθηκε τάφρος, ενώ υπήρχαν προγενέστερες ταφές, «ηρωικές και μη» (σ.σ.: η έκφραση αυτή παρέχει προοπτική ερμηνείας του σημείου, είτε ως του τόπου στον οποίο θα μπορούσαν να υπάρχουν αφηρωισμένοι, όπως η Φυλλίς ή ο οικιστής και βακχικός προφήτης Ρήσος, είτε μια ένδειξη καθαγίασης και άρα δυνατότητας να εγκαθιδρυθεί ένας χθόνιος ιερός χώρος, προς εκφορά εκθεωμένου και λειτουργία χρηστηρίου). Κατασκευάσθηκε πρώτα ο κιβωτιόσχημος τάφος, με δάπεδο καλής ποιότητας πωρόλιθου στον τελευταίο θάλαμο, όπου την πρόσβαση εξυπηρετούσε ένα απλό άνοιγμα. «Μετά κατασκευάσθηκε η καμάρα (στην α΄ φάση) και οι διαφραγματικοί τοίχοι (στη β΄ φάση)». Στην ίδια φάση ανήκει και η ανάγλυφη στήλη με το δένδρο και τον όφι – δράκοντα, για το οποίο η ερμηνεία η οποία δόθηκε, είναι η δήλωση της πρώτης ταφής. Επίσης κάτω από τις σφίγγες υπήρχαν, βέβαια, οι κίονες, αλλά όχι και οι ενδιάμεσοι διαφραγματικοί τοίχοι, αριστερά και δεξιά των κιόνων. Διαπιστώθηκαν στο επιστύλιο πάνω από τις Κόρες, οκτάφυλλοι ανάγλυφοι ρόδακες.
Η δεύτερη φάση προσδιορίσθηκε κατά την περίοδο 317-300 π.Χ. Τότε αφαιρέθηκαν αρκετοί λίθοι του δαπέδου του τελευταίου θαλάμου, ενώ έγινε εκφορά ή ανακομιδή της άκαυτης γυναίκας με σπασμένα οστά, λεκάνη και κρανίο και ηλικίας περί τα 60 χρόνια, η οποία ρίφθηκε πάνω από τον κιβωτιόσχημο τάφο Χαρακτηριστικό της β΄ φάσης είναι, πως αποφασίσθηκε να προστεθεί στο αρχικό τελευταίο δωμάτιο, μνημειακή μαρμάρινη θύρα. Έτσι είχαμε σφράγιση του τελευταίου χώρου, ο οποίος δεν είχε τέτοια πρόβλεψη. Για να επιτευχθεί, λοιπόν, αυτό, η θύρα έγινε, αναγκαστικά, πολύ μεγάλη και με ανάλογο βάρος. Στα ίδια πλαίσια είχαμε διπλασιασμό του πάχους του τοίχου, το αρχικό υπέρθυρο αφαιρέθηκε για να γίνει κατώφλι, ενώ «έγινε ανακατασκευή του κεντρικού τμήματος του τυμπάνου και ως επίστεψη του νέου μαρμάρινου θώρακα, μια μαρμάρινη οροφή για την στήριξη της δίφυλλης θύρας». Φυσικά το ότι ο αρχιτέκτονας διαπίστωσε πως ο σχετικός θώρακας εδράζεται στο βοτσαλωτό απευθείας, αυτό σημαίνει νέα δεδομένα στην χρονολόγηση, αν όχι αναχρονολόγηση πολλών ψηφιδωτών: δείχνει πως το ψηφιδωτό είναι εκτελεσμένο πριν, δεδομένα προ του 300, αν όχι προ του 317 π.Χ. Τοποθετήθηκε, επίσης, η γραπτή ζωφόρος, στην οποία φιλοτεχνήθηκε, πιθανόν, μια εξιστόρηση του μνημείου, από την α΄ φάση, έως την προσθήκη της θύρας. Δίπλα στους κίονες οι οποίοι στηρίζουν το επιστύλιο κάτω από τις σφίγγες, προστέθηκαν δεξιά και αριστερά διαφραγματικοί τοίχοι. Τα σημεία αυτά διερευνώνται για κρυφά σημεία από τον κ. Τσόκα. Άλλες εξελίξεις της παρούσας φάσης, συνδέονται, ίσως, με αλλαγή χρήσης του χώρου, όπως η αφαίρεση, τότε, της κεφαλής της αριστερής σφίγγας. Φθορές στο ανεικονικό ψηφιδωτό, φανερώνουν ιδιαίτερη χρήση του σημείου την περίοδο αυτή, ενώ προστέθηκαν γραπτοί 9φυλλοι ρόδακες στα πλευρικά επιστύλια στο χώρο όπου οι Κόρες (και οι 8φυλλοι ρόδακες της α΄ φάσης).
Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει λόγος για την πρόταση του πρόπυλου. Υπήρχε δίρριχτη κεραμοσκεπή. Κεραμίδια της στέγης βρέθηκαν στο χώρο α΄. Όπως ανέφερε ο κ. Λεφαντζής, η περυσινή χρονολόγηση C 14 του κ. Παυλίδη, η οποία έβγαλε μέσο αποτέλεσμα 2250+-30 χρόνια από σήμερα (330-270 π.Χ.), αφορά και το πρόπυλο, μέσω της ξύλινης δοκού. Γλυπτά τμήματα από διάφορα μουσεία (Καβάλας, Κωνσταντινούπολης, Γλυπτοθήκη Κοπεγχάγης) έχουν ταυτιστεί με μέλη της ανάγλυφης ζωφόρου και του αετώματος. Ως μορφές των προτεινόμενων ως μελών του αετώματος (μελετώνται από τον Α. Corso), αναφέρθηκαν οι Ζευς, Περσεφόνη, Διόνυσος Ζαγρεύς ως βρέφος, Άρτεμις (η οποία στεφανώνεται) και ένας αφηρωισμένος. Χαμηλότερα στη ζωφόρο ανακοινώθηκε η παρουσία Διοσκούρων (σ.σ.: μια πρώτη θεολογική εκτίμηση την οποία μπορούμε να κάνουμε, είναι η παρουσία της παράδοσης του ορφικού και δελφικού Διονύσου, η σύνδεση με την μητέρα των Μεγάλων Θεών, τα καβείρια και η ναυτική προστασία. Το δε στεφάνωμα της Αρτέμιδος (η οποία ως πολεμίστρια συμβολίσθηκε με τον λέοντα), θυμίζει το στεφάνωμα στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, στον οποίο η Αρτέμιδα συνδέεται με την Μητέρα των Μεγάλων Θεών, την Εκάτη, τον Πάνα και τους Κορυβάντες (141-144).
Κατά την γ΄ φάση του μνημείου, η ομάδα εδώ κάνει συχνά αναφορά στους τελευταίους Μακεδόνες, ή την πρώιμη ρωμαιοκρατία, τοποθετείται η διάρρηξη της θύρας και η κατάχωση του μνημείου. Αποκολλούνται, συνολικά, τα φτερά των σφιγγών και η κεφαλή της δεξιάς σφίγγας. Για το θέμα αυτό, ας αναφερθεί και ο αντίλογος, ο οποίος εξετάζει το ενδεχόμενο της κατάχωσης κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα.
Κατά την δ΄ φάση, 1ος με 2ος αιώνας μ.Χ., αποκαθηλώθηκε ο λέων, ο οποίος ερμηνεύεται στην παρουσίαση ως ταφικό σήμα. Βρέθηκαν στην ανατολική πλευρά του περιβόλου τα αντίβαρα του γερανού. Ως προς τα ανάγλυφα τμήματα του βάθρου του λέοντα, δόθηκε μια πιο ευκρινής φωτογραφία της ασπίδας, στην οποία διακρίνεται πως υπάρχει σχέδιο, μορφή η οποία φέρει κράνος κ.α.
Μετά τον Μ. Λεφαντζή, ακολούθησε ο Ε. Καμπούρογλου, ο οποίος στα κύρια σημεία του επέμεινε στο ότι ο τάφος είναι μεταγενέστερος της α΄ φάσης του μνημείου, ότι τα τμήματα τύμβου στο μνημείο είναι ελάχιστα και πως το σημείο στο οποίο προτείνεται ως έδραση του λέοντα, δεν άντεχε το υπολογιζόμενο βάρος του. Ωστόσο οφείλουμε να πούμε πως η εν λόγω προβληματική είχε απαντηθεί επαρκώς με ειδικές μελέτες, οι οποίες παρουσιάστηκαν στην ΑΕΜΘ του 2016, από τους κ.κ. Παυλίδη, Εγγλέζο, Συρίδη. Σχετικά ο καθηγητής του ΑΠΘ Γρ. Τσόκας, στην παρουσίασή του «Γεωφυσική διασκόπηση αρχαιολογικών χώρων στη Μακεδονία και τη Θράκη στη δεκαετία 2007-2016: βασική έρευνα και εφαρμογές», τόνισε τα σημεία της διαφοροποίησης του Καστά ως λόφου και ως τύμβου. Παράλληλα ανέπτυξε το πλούσιο έργο της ομάδας του, καθώς και διαπιστώσεις της αποτελεσματικότητας της διασκόπησης αρχαιολογικών χώρων και ειδικά τύμβων, συγκρινόμενη με τα αποτελέσματα τα οποία αργότερα έφερε στο φως η σκαπάνη.