Το E-PTOLEMEOS.GR παρουσιάζει μια νέα σειρά ηχητικών ντοκιμαντέρ, και σας προσκαλεί να τα εξερευνήσετε. Έρευνες και συνεντεύξεις με πρόσωπα της διπλανής πόρτας που έχουν κάτι διαφορετικό να μας πουν. Αναζητήστε τα podcasts του E-PTOLEMEOS.GR κάθε πρωί του Σαββάτου.
Χορηγός της σειράς είναι η Wattcrop, εταιρεία του Macquarie Green Investment Group. Η Wattcrop προσηλωμένη στις αρχές της αειφορίας, στοχεύει στην βιώσιμη ανάπτυξη για όλους, και επενδύει σε έργα πράσινης ενέργειας.
Ο Κοζανίτης συνθέτης Παναγιώτης Δημόπουλος φιλοξενείται στο 21ο podcast του e-ptolemeos.gr, διηγείται σημαντικές στιγμές της ζωής του, και συζητά με τον Αντώνη Πουγαρίδη κυρίως διαχρονικά, αλλά και κάποια επίκαιρα θέματα για την ταυτότητα μας, τον πλούτο της Κοβενταρείου, και τη συμμετοχή στα κοινά. Μια προσωπικότητα ξεχωριστή που κατά άποψη πολλών, εμπνέει όχι μόνο με αυτά που έχει κάνει στη διαδρομή του, αλλά ακόμη και με αυτά που θα σου πει σε μία καθημερινή κοινωνική συζήτηση.
Ποιος είναι ο Παναγιώτης Δημόπουλος
Ο Παναγιώτης Δημόπουλος γεννήθηκε το 1977, είναι πιανίστας και συνθέτης, έχει εκδώσει ηχογραφήσεις και μελέτες του, αποσπώντας θετικές κριτικές διεθνώς, διδάσκει μουσική από το 2008. Το 2014 υπήρξε πρόεδρος της Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και το 2017 διετέλεσε Αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Κοζάνης. Πρόσφατα εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το οποίο είναι πολύ ιδιαίτερο και δεν είναι απίθανο να μην παραμείνει το μοναδικό. Σπούδασε Μουσική στο Εδιμβούργο, στο Βασιλικό Κολέγιο του Μάντσεστερ και στα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γιορκ. Έχει μια τεράστια εμβέλεια που προφανώς ξεπερνά την περιοχή, ενώ η επιμονή του να δημιουργεί εδώ αποτελεί παρακαταθήκη για τη Δυτική Μακεδονία.
Η καταγωγή του, πορεία του και το “ανήκειν” στην Κοζάνη
Με όλες αυτές τις σπουδές, η πρώτη ερώτηση που εύλογα προκύπτει είναι γιατί ο Παναγιώτης Δημόπουλος βρίσκεται στην Κοζάνη κι όχι κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, όπου άνετα θα μπορούσε να δημιουργεί μουσικά και να έχει διαφορετικές προοπτικές καριέρας στην μουσική. Ο ίδιος απαντά προτάσσοντας την αγάπη του για την περιοχή και ιδιαίτερα για την πόλη της Κοζάνης. Όπως αναφέρει ήθελε να είναι εδώ, αν και έφυγε σχετικά νωρίς, μόλις στα 18 του, καθώς οι μουσικές σπουδές εκείνο τον καιρό στη χώρα μας ήταν αποκλειστικά μουσικολογικές και συνηθιζόταν τότε από τους μουσικούς να μεταβαίνουν σε ξένες χώρες. Η αγάπη του για την Κοζάνη είναι παθολογική. Δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του σε άλλη πόλη, αφού είχε πολύ ισχυρό το αίσθημα του “ανήκειν”.
Στα 30 του, είχε τελειώσει τη διδακτορική του διατριβή και ήταν η στιγμή που έπρεπε να αποφασίσει αν θα γυρίσει να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία ή θα μείνει στο εξωτερικό. Επέλεξε να υπηρετήσει και να εργαστεί στον τόπο του. Παρά το γεγονός ότι η χρονική συγκυρία δεν ήταν η ιδανική για την χώρα (μιλάμε για το 2008 και τη δεκαετία που ακολούθησε) υπήρξε αρχικά ο προβληματισμός με την Σκωτσέζα σύζυγό του για το εάν θα έπρεπε να επιστρέψουν ή να παραμείνουν στο εξωτερικό, τελικά το αίσθημα του ανήκειν υπερίσχυσε. Ο ίδιος λέει «Δεν είναι απλά ότι έχω το αίσθημα το πατριωτικό, που εγώ θεωρώ ότι το έχω, σ’ ένα βαθμό το έχω, θέλω να πιστεύω ότι και στον τόπο μας μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Δεν υπάρχει λόγος δηλαδή να φεύγουμε σαν ..μαδημένες κότες από εδώ κι από εκεί. Να κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε εδώ. Αλλά ακόμη κι έτσι, αν κανείς θέλει να πάει σε πιο εύφορα λιβάδια, δεν είναι πάντα τόσο εύκολο, ειδικά στις ανθρωπιστικές τέχνες. Ίσως στις Θετικές Επιστήμες να είναι πιο εύκολο, αλλά στις δικές μας Εφαρμοσμένες Τέχνες, τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα και πράγματι αυτοί που το τολμούν και πηγαίνουν αλλού και τα καταφέρνουν είναι αξιέπαινοι.»
Προέρχεται από μουσική οικογένεια, της οποίας η ιστορία πάει πολύ πίσω. Ο θείος του, μετέπειτα Μητροπολίτης Διονύσιος, είχε δάσκαλο τον Νικόλαο Λάβδα, μουσικοδιδάσκαλο στην Άνδρο, στην Αθηναϊκή Μαντολινάτα, της οποίας ήταν ο δημιουργός. Η αγάπη για την μουσική δεν ήταν δεδομένη για τον ίδιο, αλλά ήρθε σταδιακά. Ως παιδί αγαπούσε τον αθλητισμό και τη συναναστροφή με τις παρέες του, αλλά από την άλλη πλευρά ήταν ένα τεράστιο προνόμιο η ενασχόληση με την μουσική. Είχε μία πρόσβαση σε κάτι το οποίο θα έπρεπε να ζει σε άλλη πόλη για να το απολαμβάνει. Επομένως κατόπιν εορτής, όπως αναφέρει, μπορεί να πει ότι ήταν νομοτελειακό.
Το δεύτερο σημαντικό συστατικό της προσωπικότητας του, ήταν η επιρροή της εκκλησιαστικής ζωής. Ο Παναγιώτης Δημόπουλος προέρχεται από εκκλησιαστική οικογένεια, με αναφορά στον μακαριστό Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης, Διονύσιο. Γι’ αυτό άλλωστε διακατέχεται από έναν σεβασμό και με μια θρησκευτικότητα σε ό,τι κι αν καταπιάνεται: “Τρεις-τέσσερις γενιές πίσω στο γενεαλογικό του δέντρο φαίνεται ότι υπάρχουν κυρίως δάσκαλοι και ιερείς, που συνήθως ήταν οι ίδιοι άνθρωποι. Αυτό δημιουργεί μια θεωρητική παράδοση, δηλαδή αναλύεις τα πράγματα με θεωρητικό τρόπο, πάντα με το πρίσμα της πίστεως. Αυτό οπωσδήποτε επιδρά στα πάντα, και ένα excel να πας να φτιάξεις, έχεις μια πιο θεωρητική ματιά, όχι μια τόσο τυπικά πρακτική. Το οποίο στη δική μου εργασία που είναι η διδασκαλία και η μουσική είναι αρκετά κοντά Η τριβή με τους πνευματικούς ανθρώπους σε βοηθά να μην λειτουργείς διεκπεραιωτικά”.
Ο Χριστιανισμός, η ελληνική ταυτότητα, και αυτό που οι ξένοι περιμένουν από τους Έλληνες
Γιατί βλέπουμε τον Χριστιανισμό μόνο σαν τελετουργία; Δεν έχει όμως πολλά να μας διδάξει; Δεν έχει και πρίσμα ιδεολογικό, πρίσμα φιλοσοφικό; Ο Παναγιώτης Δημόπουλος απαντά: “Είναι από τα πιο πολύτιμα πράγματα. Η χώρα μας για τους χ – ψ λόγους έχει για παράδειγμα, να δώσω ένα παράδειγμα η Βυζαντινή υμνογραφία, η αρχαιότερη λόγια, καταγεγραμμένη σε συνέχεια μουσική παράδοση στον κόσμο, δηλαδή το “φως ιλαρόν” σε έναν εσπερινό είναι ένας ύμνος του 3ου – 4ου αιώνα ένα μικρό αρχαιολογικό θαύμα. Όλες αυτές οι ψηφίδες, όλο αυτό το DNA το οποίο υπάρχει στην πίστη, στην γλώσσα μας. Αυτή τη στιγμή, έτσι όπως είναι ο διεθνής διάλογος κι αυτό είναι κάτι για το οποίο λυπάμαι όταν βλέπω μια τάση στη δυτική μας πορεία, να υπάρχει και μία συστολή να το πούμε ότι αυτό είναι το DNA μας γιατί ίσως να μην είναι πολύ συμβατό. Αυτό είναι λυπηρό γιατί αυτό είναι που οφείλουμε να δώσουμε, είναι αυτό που χρειάζεται ο υπόλοιπος κόσμος. Ένα πράγμα έχουμε να δώσουμε, αυτό είναι. Ίσως αργότερα καταφέρουμε να αποβάλλουμε αυτή τη συστολή και να δεχθούμε τη πορεία μας. Δεν μιλάμε τώρα για την επιστροφή στο Βυζάντιο, μιλάμε για το ότι αυτή είναι η πορεία μας, αυτή είναι η φυσική μας νοοτροπία και να μην προσπαθούμε να την κρύψουμε ή να την καλύπτουμε με υπεκφυγές και απλά να την αφήσουμε να υπάρχει για να είμαστε πιο φυσικοί.”
Η συζήτηση συνεχίζει να κινείται γύρω από την ελληνική ταυτότητα. Ζητήσαμε από τον Π. Δημόπουλο, να μας πει πόσο ισχυρή είναι η δικιά μας ταυτότητα, η Δυτικομακεδονική στο πέρασμα του χρόνου. Αν πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτήν, και το αν είναι εργαλείο για μας στο μέλλον. Αφορμή για την “πάσα” αυτή, ήταν μια παλιά ανάρτησή του, στην οποία είχε εξηγήσει γιατί η Χάρτα του Ρήγα που βρίσκεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, είναι τόσο πολύτιμη κι επίσης τι συνδέει την Κοζάνη με τον Ι.Ν Αγίου Γεωργίου στο Κάρτσα της Ουγγαρίας, της πόλης των Ελλήνων εμπόρων. Ο ίδιος σχολιάζει: “Για να είσαι χρήσιμος κάπου, στη διεθνή κοινότητα για παράδειγμα, θα πρέπει να είσαι γενναιόδωρος, θα πρέπει να μπορείς να δώσεις κάτι. Δεν αρκεί να είσαι πρώτος, πρέπει να είσαι γενναιόδωρος. Οι Έλληνες στο παρελθόν ήταν γενναιόδωροι. Δεν ταξίδεψαν για να πάρουν μόνο, ταξίδεψαν και για να δώσουν. Αυτό το περίφημο Δυτικομακεδονικό καραβάνι ας πούμε, ήταν κάτι το οποίο έφερε πολύ μεγάλο πλούτο στις περιοχές που πήγε, όχι μόνο οικονομικό πλούτο, διανόηση ολόκληρη. Και αν κάτι πρέπει να μιμηθούμε από εκείνη την εποχή και να κρατήσουμε και να θαυμάσουμε είναι ότι η τόλμη των συντοπιτών μας στην εκπομπή τους πανευρωπαϊκά ήταν ότι έφεραν μαζί τους πράγματα για να δώσουν, δεν πήγαν μόνο για να πάρουν. Αν έχεις όμως κάτι να δώσεις και να πεις, τότε προκύπτει μια ταυτότητα, την οποία την εκτιμούν όλοι. Κι έτσι λοιπόν είναι παράδοξο ότι αν δίνεις, θα λάβεις, αν πας να πάρεις, θα χάσεις. Κατά τη γνώμη μου. Τουλάχιστον αυτό διακρίνω ιστορικά. Σίγουρα τον 18ο αιώνα οι Έλληνες της Ευρώπης , όπως και 15ο, 16ο στην Ιταλία, δεν πήγαν εκεί τυχοδιωκτικά, αλλά πήγαν εκεί ως φορείς μίας στάσης ζωής, ενός τρόπου ζωής και γι’ αυτό κατάφεραν να ενσωματωθούν πολύ καλύτερα από πολλούς άλλους λαούς στην Ευρώπη”.
Υπήρχε πολύ μεγάλη αίγλη κάποτε στην περιοχή, και μάλιστα από την Κοζάνη εκπέμφθηκαν ηχηρά μηνύματα σε όλη την Ευρώπη, που εδώ, σήμερα, δεν ακούγονται. Ο Παναγιώτης Δημόπουλος ρωτήθηκε αν κάναμε κάτι λάθος και …ξεχάστηκαν όλα αυτά: “Όχι. Καμιά φορά είναι και περιστασιακά. Είναι τα πρόσωπα που πολλές φορές που φεύγουν οι άνθρωποι, όταν απελευθερώθηκε η περιοχή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κι ενσωματώθηκε στο Ελληνικό κράτος, αυτό σήμανε μια μεγάλη νομίζω γεωπολιτική αλλαγή. Είχαμε μια ολόκληρη καταστροφή, την Μικρασιατική. Ο εκσυγχρονισμός του κόσμου, οι αλλαγές εκτός χώρας για το πώς βλέπουν την ελληνική σκέψη. Καμιά φορά και αυτή η αμυντικότητα, η ενοριακή στάση των πραγμάτων ή το ότι είμαστε πολύ περιδεείς γι’ αυτό που συμβαίνει αλλού. Είναι νομίζω μία συστάδα από τάσεις, ρεύματα και γεγονότα, τα οποία αποδυνάμωσαν κάπως την αίσθηση της δυνατότητάς μας να δώσουμε κάτι το οποίο χρειάζεται ο κόσμος για να έχουμε τη σημασία μας. Έχοντας ζήσει για ένα αρκετό μεγάλο διάστημα εκτός και μάλιστα χωρίς μεγάλη επαφή με το ελληνικό στοιχείο, αυτό που κατάλαβα είναι ότι οι άλλοι λαοί περιμένουν κάτι. Όχι τη σωτηρία τους, ούτε τη μεγάλη σοφή κουβέντα, αλλά κάτι περιμένουν. Αναγνωρίζουν στη λέξη Ελλάδα κάτι από το εγχειρίδιο τους, ότι κάτι πρέπει να κάνει αυτή η χώρα, κάτι πρέπει να πει κι επομένως νομίζω πρέπει να είμαστε πιο ελεύθεροι να το πούμε γιατί το περιμένουν. Υπάρχει μια ηττοπάθεια δηλαδή, η οποία δεν συμπλέει με αυτό το οποίο χρειάζεται ο κόσμος από μας”
Πως γράφει Μουσική ο Παναγιώτης Δημόπουλος; Είναι τρόπος έκφρασης και εκτόνωσης, όπως είδαμε και στο βιβλίο του; “Στη μουσική είμαι πάρα πολύ πιο τεχνικάριος. Δηλαδή γράφω μουσική για σχολεία ή γράφω μουσική για την αίθουσα συναυλιών και τείνω να είμαι πάρα πολύ τεχνικός στο πως αντιμετωπίζω το κείμενο αρχικά, αλλά το παραληρηματικό στοιχείο είναι πάντα στη μουσική, πάντα εκεί. Ως προς τον γραπτό λόγο, θέλω να το διατηρώ αυτό το λίγο πιο αυθόρμητο, λίγο παραληρηματικό ας πούμε ύφος επί τούτου, γιατί δεν μου αρέσει όταν προσπαθεί κανείς να διατυπώσει μια ελεύθερη σκέψη να παρεμβαίνει ο καθωσπρεπισμός της “χωροφυλακής του λάθους” ας πούμε. Ότι αν πεις κάτι ή το διατυπώσεις λάθος, θα σπεύσουν όλοι να το εντοπίσουν και να σε καταδικάσουν”.
Η συμμετοχή στα κοινά
Πως ένας άνθρωπος που έχει κάνει όλα αυτά, έχει αυτές τις προσεγγίσεις για την ταυτότητά μας, για το ποιοι είμαστε, για το που πάμε κτλ. γίνεται υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος; Χαμογελώντας, ο φιλοξενούμενος απαντά:” Το 2011 στα 33 μου, κάποιος φίλος μου το πρότεινε στο γήπεδο και είπα ένα απλά αφελές όχι. Όμως η κατάσταση στη χώρα ήταν αυτή που ήταν, εγώ αισθανόμουν ότι παλιμπαιδίζω, ότι τέλος πάντων δεν μπορεί στην ηλικία αυτή να μην κάνω τίποτα για την κατάσταση, κάτι πρέπει να κάνω. Ήταν κάτι σαν υποχρεωτική παρουσία, σαν να έπρεπε να σηκώσεις το χέρι”. Σε ότι αφορά τα “μαθήματα που πήρε, και το τι αποκόμισε από το πώς λειτουργούν οι πολίτες στο σύνολο αυτό, απαντά: Στην πολιτική λειτουργία ένα ελάττωμα που εντοπίζω και σε μένα είναι η φλυαρία και η ταχύτητα, η έλλειψη μάλλον ταχύτητας. Η διοίκηση ασκείται εγγράφως, η συζήτηση καταγράφεται και η διατύπωση και η τοποθέτηση καταγράφεται. Από εκεί και πέρα το λεγόμενο «μιλητό» το μόνο που κάνει, ενώ φαίνεται να διευκολύνει και να επιταχύνει τα πράγματα, ενώ φαίνεται ότι είναι καταλύτης, μακροσκοπικά το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί έναν τεράστιο θόρυβο, μία μεγάλη παρερμηνεία, μία σειρά από παρεξηγήσεις και από σπασμένα τηλέφωνα και τελικά μια παντελή έλλειψη αποτελεσματικότητας. [..] Υπάρχει μια περιτοίχιση από ένα σημείο και μετά, η οποία ίσως και λίγο ύποπτη, αλλά η αλήθεια είναι ότι έχει υπάρξει και μια φιλολογική παρεξήγηση. Δηλαδή η λέξη εξουσία θεωρείται σχεδόν ένοχη, ενώ επί της ουσίας είναι εξουσιοδότηση ενός υπευθύνου από όλους, μία εντολή”.
Ο Παναγιώτης Δημόπουλος δηλώνει υπερήφανος για τη συμβολή του, και τη συμβολή όλης της τότε ομάδας στην μεταφορά και λειτουργία της νέας Βιβλιοθήκης της Κοζάνης. Στάθηκε δε, στην συζήτηση που είχε ανοίξει σχετικά με την ενδεχόμενη υποψηφιότητα του για Δήμαρχος Κοζάνης: Με ενδιαφέρει η πολιτική πάντα. Δεν ξέρω αν θα ασχοληθώ ποτέ έτσι, με εκλογές κτλ. Με ενδιαφέρει η πολιτική επιστήμη που έχει να κάνει με τις σχέσεις των ανθρώπων, τις σχέσεις ισχύος. Ήμουν σε μία κίνηση, η οποία αν και δεν ήμουν απαραίτητα σύμφωνος με τις ιδεολογικές καταβολές, πάντως οφείλω να αναγνωρίσω ότι αισθάνθηκα πάρα πολύ φιλόξενα. Δεν θυμάμαι κάτι πραγματικά δυσάρεστο σε αυτήν την παράταξη. Θεώρησα κάποια στιγμή το 2020 ότι θα μπορούσα να συμβάλω βλέποντας την κατάσταση με την απολιγνιτοποίηση και θεώρησα ότι θα μπορούσα να είμαι συνδρομητής θετικός στα του Δήμου Κοζάνης, αλλά οι καταστάσεις αλλάζουν. Άλλαξε τελείως το περιβάλλον το πολιτικό. Άλλαξε τελείως η οικονομική στόχευση του Δήμου. Άλλαξαν πάρα πολύ ακόμη και τα διοικητικά εργαλεία της κατάστασης. Επομένως κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι αυτό μάλλον, δεν θα συνδράμω ιδιαίτερα καλά αν κάνω κάτι τέτοιο και δεν έθεσα υποψηφιότητα στο συνδυασμό”
Γιατί είναι ταμπού το να συνυπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι και να συνεννοούνται, ενώ έχουν άλλες καταβολές; “Υπάρχει ένα στερεότυπο, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις τέχνες και τα γράμματα, οφείλουν μετά βδελυγμίας να αποκηρύσσουν κάθε πολιτική λειτουργία ως ένοχη. Είναι μια εύκολη υπεκφυγή για να κάθεσαι σε ένα θεωρείο ως δικαστής και να λες ποιος φταίει. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ αυτό να το χωνέψω και θαυμάζω πάντα τους ανθρώπους του πολιτισμού οι οποίοι παίρνουν μέρος στις εκλογές”
“Στερεότυπα πάρα πολλά. Όπως το ότι οι άνθρωποι της θρησκείας δεν μπορούν να πάνε στην Αριστερά. Δεν μας έχει πάει πίσω αυτό;” – “Ναι αλλοίμονο. Ελεύθερα κινούμαστε και υπάρχουν ιδέες από τα δεξιά οι οποίες είναι πάρα πολύ έντονες, υπάρχουν ιδέες από την αριστερά που είναι πάρα πολύ σημαντικές, δεν αισθάνομαι την ανάγκη ντε και καλά αν διαφωνώ με κάτι να μην το συνθέτω. Άλλωστε αυτό που λέτε για τη σύνθεση το είχα σκεφτεί κι εγώ: τι κάνουμε εμείς σαν συνθέτες; Το πιο σημαντικό πράγμα είναι το πότε, ο χρόνος.”
Η οικουμενικότητα της Βιβλιοθήκης
Ένας σημαντικός σταθμός στη ζωή του, είναι η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης. Τον ρωτήσαμε αν εμείς οι πολίτες έχουμε κατανοήσει, αν μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο σημαντικός είναι ο πλούτος της; Ο Παναγιώτης Δημόπουλος απάντησε θετικά, βάζοντας τον παράγοντα της οικουμενικότητας: “Υπάρχουν μορφές, πρόσωπα, γεγονότα, τεκμήρια στη δημοτική βιβλιοθήκη Κοζάνης, τα οποία μπορεί να αναγνωρίσει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος στον πλανήτη γη και να τα γνωρίσει αξιακά, να πει ότι αυτό είναι κάτι ενδιαφέρον. Νομίζω ότι κατά βάθος το ξέρουμε όλοι ότι πρόκειται για πραγματικό θησαυρό”.
Στο ότι οι πολίτες δεν έχουν καν βιωματική σχέση με τη Βιβλιοθήκη, απαντά απόλυτα και αφοπλιστικά με την περίπτωση του Νικολάου Δελιαλή: “Αν σας περιγράψω σε 10 σειρές αυτό που και εμένα μου περιγράφει σε 10 σειρές ποιος είναι ο Νικόλαος Δελιαλής θα δούμε ξαφνικά μπροστά μας μια οικουμενική προσωπικότητα. Η δράση του, η πράξη του, η στάση ζωής μπορεί να την καταλάβει κανείς από την Ιαπωνία μέχρι τον Καναδά και την Χιλή. Κάποιος που πρέπει να μείνει και κάνει καλό. Αυτό το πράγμα υπάρχει εκεί 350 χρόνια πλέον, τα οποία συλλέγουν σαν ψηφιδωτό, σαν αποθετήριο αυτή την αγαθή πρόθεση ενός ολόκληρου λαού. Αυτή η βιβλιοθήκη συστήθηκε από δωρεές. Δεν αποκτήθηκε με αγορές. Τώρα όταν έχεις πλήρη άγνοια και περνάς έξω από το κτήριο, βλέπεις απλά το κτήριο. Πάντως εγώ θεωρώ βλέποντας ως άτυπος ξεναγός ότι υπάρχει κάτι αγνό στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν αυτά τα παλιά τεκμήρια και την παλιά συλλογή. Ήταν κάτι συγκινητικό, να βλέπεις τους απογόνους των δωρητών, να βρίσκονται κοντά σε αυτά. Υπάρχει μία συνέχεια η οποία δεν βρίσκεται αλλού, ούτε και στη Γεωγραφία. Είναι αυτό που γράφει ο Πιραντέλλο ίσως ότι μερικοί χώροι φυλάνε τη στοργή των ανθρώπων. Οι ναοί, τα μουσεία, οι βιβλιοθήκες φυλάνε τη στοργή των ανθρώπων.
Ο Παναγιώτης Δημόπουλος είναι ένας από τους καταλληλότερους ανθρώπους να ρωτήσει κανείς για το μέλλον της περιοχής σχετικά με την μουσική, και για το τι πρέπει να γίνει: “Έχουμε μια καλή μαγιά ανθρώπων εδώ, έχουμε μια παράδοση συχνά ίσως την ξέρουμε καλά ή υπερβάλλουμε προς τα πάνω προς τα κάτω. Υπάρχει συχνά ένας εορτασμός του ημιτελούς ή ένας πρόωρος θρίαμβος στα πράγματα. Γίνεται ένα βήμα και υπάρχει ένα χειροκρότημα, ενώ θα έπρεπε να γίνουν πενήντα βήματα για το χειροκρότημα. Υπάρχει μία εύκολη θριαμβολογία ή καταστροφολογία που δεν μας αφήνει ίσως να προχωρήσουμε τα πράγματα σταδιακά και χρειάζεται μάλλον μια συνένωση δυνάμεων. Η περιοχή έχει πάρα πολλούς φορείς πολιτισμού πάρα πολλούς φορείς μουσικής εκπαίδευσης κι αυτό δημιουργεί ναι μεν ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό, αλλά δεν υπάρχει και συντονιστικό κέντρο. Είμαστε μία περιοχή χωρίς πραγματικά συμφωνικά σύνολα ενώ υπάρχουν ενδεχομένως 30 σύνολα ευρωπαϊκής μουσικής ή ορχήστρες κτλ. Δεν υπάρχει ένας επαγγελματικός φορέας ο οποίος να κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά”.
Πριν ευχαριστήσουμε τον Παναγιώτη Δημόπουλο για τη μεγάλη τιμή να μας παραχωρήσει αυτή τη συνέντευξη, τον ρωτήσαμε αν συνεχίζει να δημιουργεί. Επίσης αφοπλιστικά και με τον χαρακτηριστικό αυθορμητισμό του, απάντησε: “Μοιραία και με μοιραία αποτελέσματα.”