Η οστεοπόρωση είναι χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών, κατά την οποία παρατηρείται σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητάς τους, με αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου τα οστά να γίνονται πιο εύθραυστα και λεπτά. Έτσι προκαλείται αυξανόμενος κίνδυνος κατάγματος των οστών, καθώς μειώνεται η ανθεκτικότητα και η ελαστικότητά τους.
Πριν το έτος 1982 ουσιωδώς δεν υπήρχε σοβαρή ενασχόληση της ιατρικής με την Οστεοπόρωση, ούτε αξιόπιστες διαγνωστικές μέθοδοι. Θεωρούνταν ένα “φυσιολογικό” επακόλουθο των ατόμων της τρίτης ηλικίας. Το έτος 1995 η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας όρισε την οστεοπόρωση με βάση τον στατιστικό δείκτη ZSCORE της μέτρησης Οστικής Πυκνότητας. Πρόκειται για το στατιστικό δείκτη σύγκρισης με άτομα της ιδίας ηλικίας, εθνικότητας και φύλου. Αυτό ίσχυε μέχρι το έτος 2001. Από το έτος 2001, μετά το παγκόσμιο Συνέδριο Οστεοπόρωσης, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας όρισε την οστεοπόρωση με βάση τον στατιστικό δείκτη ΤSCORE της μέτρησης Οστικής Πυκνότητας. Πρόκειται για το στατιστικό δείκτη σύγκρισης με νέα άτομα, ιδίας εθνικότητας και φύλου. Αυτό ισχύει μέχρι σήμερα 2011. Έτσι η ισχύουσα διαβάθμιση σήμερα είναι:
Άτομα με ΤSCORE μικρότερο (-2,5): Eχουν Οστεοπόρωση
Άτομα με TSCORE μεταξύ (-2,5) και (-1,0): Εχουν Οστεοπενία
Άτομα με TSCORE μεγαλύτερο (-1,0) είναι φυσιολογικά
Η νόσος διακρίνεται σε δύο βασικές κατηγορίες ανάλογα με την αιτιοπαθογένεια της. Στην πρωτοπαθή οστεοπόρωση ανήκουν: α) Η μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση, β) Η γεροντική οστεοπόρωση και γ) Η ιδιοπαθής οστεοπόρωση, που εμφανίζεται σε αγόρια και κορίτσια στην εφηβική ηλικία.
Η Δευτεροπαθής Οστεοπόρωση προκαλείται πάντοτε από συγκεκριμένη πάθηση, όπως η νόσος του Cushing, ο διαβήτης, ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η χρήση κορτικοειδών, η δρεπανοκυτταρική αναιμία, το πολλαπλούν μυέλωμα, η παρατεταμένη ακινητοποίηση, κ.ά.
Η κλινική εικόνα μπορεί να είναι σιωπηρή χωρίς συμπτώματα. Διάχυτοι, επίμονοι, ήπιας έντασης πόνοι στην πλάτη, ιδιαίτερα σε γυναίκες άνω των 45 ετών, ή στην οσφυική χώρα αποτελούν τις πρώτες κλινικές εκδηλώσεις. Μερικές φορές μεσολαβούν οξέα επώδυνα επεισόδια που οφείλονται σε μικροδοκιδικά κατάγματα ιδίως στους θωρακικούς σπονδύλους. Ο πόνος σ’ αυτές τις περιπτώσεις επεκτείνεται ζωστηροειδώς θωρακικά κατά μήκος των πλευρών, δεν βελτιώνεται με την κατάκλιση και υποχωρεί μετά από 4 εβδομάδες. Αρκετά συχνά σε μεγάλης ηλικίας άτομα παρατηρείται προοδευτική παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης σε κάμψη (κύφωση) ή απώλεια ύψους. Πολλές φορές αιφνίδιος πόνος κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής κίνησης ή άρσης μικρού βάρους, αποτελεί την πρώτη κλινική εκδήλωση, που οδηγεί σε έλεγχο και διάγνωση της πάθησης με την αποκάλυψη ενός συμπιεστικού σπονδυλικού κατάγματος. Εκτός από τα σπονδυλικά κατάγματα η οστεοπόρωση είναι αιτία, στο μεγαλύτερο ποσοστό (70%), των διατροχαντηρίων καταγμάτων και εκείνων του αυχένος του μηριαίου, καθώς και των καταγμάτων του περιφερικού άκρου της κερκίδας ή του κεντρικού άκρου του βραχιονίου.
Οι συστάσεις για την αποφυγή ανάπτυξης της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης συνοψίζονται στις ακόλουθες εντολές: Διατροφή πλούσια σε ασβέστιο, επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D , αποφυγή απότομης απώλειας σωματικού βάρους, αποφυγή καπνίσματος, αποφυγή χρήσης οινοπνευματωδών ποτών.
Η θεραπεία είναι φαρμακευτική με πληθώρα σκευασμάτων που μπορούν να μας βοηθήσουν τόσο στο να μην υπάρχει περαιτέρω απώλεια οστού, όσο και “χτίσιμο” νέου οστού.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΕΡΖΙΔΗΣ
ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ