Ομιλία του Συντονιστή Θεολόγων Βορ.Αιγαίου Νικόλαου Ματθαίου, που εκφωνήθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγ.Αθανασίου Μυτιλήνης την 18η Μαΐου 2019.
Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού
1919-2019
Κυρίες, Κύριοι
Δε θα ξεκινήσω την ιστορία από τη συνήθη αρχή της, αλλά από εκεί που, θεωρητικά, θα μπορούσε να είναι το τέλος της: 24 Φεβρουαρίου 1994, η Βουλή των Ελλήνων αναγνωρίζει ομόφωνα τη γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο.
Δεκέμβριος του 2007, η Διεθνής Ενωση Μελετητών Γενοκτονιών, αναγνώρισε τη Γενοκτονία, ενώ σε σχετικό της ψήφισμα αναφέρεται:
«Αποφασίζεται ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των
χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν Γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, των Ασσυρίων, των Ποντίων και των Ελλήνων της Ανατολίας.
Τι εννοούμε, αλήθεια, όταν αναφερόμαστε στον όρο Γενοκτονία; Ο αρχαίος Έλληνας στωικός, Επίκτητος έλεγε: «Αρχή σοφίας, ονομάτων επίστασις», δηλαδή προϋπόθεση για την κατάκτηση της γνώσης, είναι να κατέχεις τι σημαίνουν οι λέξεις. Οπωσδήποτε, Γενοκτονία δεν είναι, μόνο, το ξεκλήρισμα μιας γενιάς. Σύμφωνα με τον μαθηματικό και ειδικό ερευνητή, Νίκο Λυγερό, αυτό που συνιστά Γενοκτονία είναι η πράξη που δεν επιτρέπει στις επόμενες γενιές να γεννηθούν. Ένα φαινόμενο, όχι καινούργιο στο ιστορικό γίγνεσθαι, εύλογα θεωρείται από πολλούς ως το παλιότερο έγκλημα. Κι όμως, παρά την παλαιότητά του και ας μη σας φανεί παράδοξο, ο όρος γενοκτονία δε συναντάται πριν το 1944. Η πατρότητα του όρου ανήκει σε έναν Πολωνοεβραίο νομικό, τον Raphael Lemkin, ο οποίος κατόρθωσε τη νομική αναγνώριση αυτού που, ως τότε, θεωρούνταν το τέλειο έγκλημα, δίχως όμως όνομα. Η συμβολή του Lemkin ήταν ότι προσδιόρισε τη γενοκτονία ως την καταστροφή των βασικών θεμελίων της ζωής των ομάδων. Η καταστροφή της κουλτούρας, της γλώσσας και του πολιτισμού μιας ομάδας και όχι, απλώς, η βιολογική εξαφάνισή της.
Στην περίπτωση του Ποντιακού Ελληνισμού η πράξη έχει υπερκαλύψει τη θεωρία. Η προαιώνια απαρχή της ιστορίας του Ελληνισμού του Πόντου, που βυθίζεται μέσα στην ομίχλη του θρύλου της Αργοναυτικής εκστρατείας, κι αυτός με τη σειρά του φτάνει στο μύθο του Φρίξου και της Έλλης, καταποντίζεται, αιώνες μετά, στα νερά που υπήρξαν μάρτυρες μιας ακμάζουσας αυτοκρατορίας. Ο ποντιακός λαός βγήκε μέσα από τα σπαράγματα του Βυζαντίου, συγκλονίστηκε από το πάρσιμο της Πόλης και η βαθιά θλίψη του κατέληξε σε μια άκαμπτη και αισιόδοξη πίστη για το μέλλον : «Η Ρωμανία κι αν ‘πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλα». Και η λαϊκή μούσα που με τόση αισιοδοξία διατήρησε την πίστη, ότι ο Ελληνισμός της Ανατολής θα σωθεί, θρήνησε, οχτώ – εννιά χρόνια μετά, την άλωση της Τραπεζούντας (1461). Μια άλωση που σήμανε, για τον ελληνισμό του Πόντου, το τέλος της πολιτικής του ελευθερίας και ανεξαρτησίας, αλλά όχι της εθνικής του συνείδησης. Η τουρκική πλημμυρίδα δεν κατάπιε τον ποντιακό ελληνισμό, όπως συνέβη με δεκάδες φυλές και εθνότητες της Μικρασίας.
Υπέστησαν διωγμούς, σφαγές, βίαιους εξισλαμισμούς και δημιούργησαν τους νεομάρτυρες της εκκλησίας του Πόντου. Μέσα από τα αποκαϊδια εφηύραν μια νέα φυλή: Τους Κρυπτοχριστιανούς. Ο παππάς, μεταμφιεσμένος σε δερβίση ή χότζα, έμπαινε στις υπόγειες εκκλησιές και σε σπηλιές, και λειτουργούσε με τον φόβο των Ντερεμπέηδων να πλανάται παντού. Και οι πόντιοι με δυο ονόματα, ένα μουσουλμανικό κι ένα χριστιανικό, με δυο ζωές και την καρδιά πάντα ελληνική, έζησαν και συνεχίζουν να ζουν, στις προαιώνιες εστίες. Άντεξαν και ανδρώθηκαν. Αναγεννήθηκαν και γέννησαν Υψηλάντες και Μουρούζηδες , που τους παρέδωσαν στις υπηρεσίες του Ελληνισμού. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, που ως το 1924, υπήρξε για τους Πόντιους, αλλά και για όλο τον Ελληνισμό, η δραματικότερη περίοδος.
Εθνικιστικά και μεγαλοϊδεατικά κινήματα ξέσπασαν στις Βαλκανικές χώρες συμπαρασύροντας σ’ ένα πολιτικοστρατιωτικό παιχνίδι τους συμμάχους και αφήνοντας περιθώρια στην Τουρκία για αλυτρωτικές διακηρύξεις. Το πρόγραμμα γενικής σφαγής και εξόντωσης των μειονοτήτων είχε ήδη ξεκινήσει με τις σφαγές των Αρμενίων το καλοκαίρι του 1915 και συνεχίστηκε με τις διώξεις και τις σφαγές των ποντίων, τον Απρίλη του 1916. Από τη σχεδιασμένη εξόντωση των Εμβέρ και Ταλαάτ, δε γλύτωσαν ούτε τα γυναικόπαιδα. Γέμισαν τα βουνά κατατρεγμένους, για να ξεφύγουν από την ατίμωση και τον θάνατο. Ολόκληρα χωριά έγιναν στάχτη. Μόνο στην περιφέρεια της Σαμψούντας τα αρχεία μιλούν για εμπρησμό 31 χωριών. Οι τσέτες θερίζουν στα βουνά και φανατίζουν τον τούρκικο πληθυσμό. Σ’ όλη αυτή την περίοδο μια προσωπικότητα ξεχωρίζει. Είναι ο μητροπολίτης Χρύσανθος Φιλιππίδης, ο οποίος κατάφερε με τη διπλωματία του να αποτρέψει από τη στρατολόγηση των τούρκων πολλούς πόντιους, να σώσει Αρμένιους συμπολίτες του από τη σφαγή και να φροντίσει ακόμη και τούρκους συμπολίτες του, κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής.
Το τέλος του Α΄παγκοσμίου πολέμου στα 1918, βρίσκει τον Πόντο κατεστραμμένο και τις ελπίδες των ανθρώπων για απελευθέρωση από την τουρκική κυριαρχία, να έχουν διαψευστεί. Το Γενάρη του 1919 ο Δεσπότης Νικοπόλεως και Κολωνίας, Γερβάσιος Σουμελίδης, έγραφε στον πρόεδρο του συλλόγου «Ελεύθερος Πόντος» της Θεσσαλονίκης:
«ίσως μόνον ο Πόντος, ανάμεσα σ’ όλα τα μέρη του μικρασιατικού Ελληνισμού, να προσέφερε τις περισσότερες θυσίες. Τα βουνά, τα δύσβατα και χιονοσκέπαστα βουνά, του εσωτερικού της Ανατολής, προς τη Σεβάστεια, την Τοκάτη και το Τσορούμ, υπήρξαν ο Γολγοθάς του εκτοπισμένου και αποδεκατισμένου Ελληνισμού. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να περιγραφεί με ακρίβεια η τρομερή και απαίσια σκηνοθεσία που κατασκεύασε στον Πόντο ο τουρκικός φανατισμός και η ακόλαστη τακτική των Σατανικών Νεοτούρκων». Δύο μήνες αργότερα, την 25η Μαρτίου 1919, στο Βατούμ του Καυκάσου, αντιπρόσωποι των ποντιακών οργανώσεων της νότιας Ρωσίας και αντιπρόσωποι έξι Μητροπόλεων του Πόντου ανακήρυξαν την ανεξαρτησία της πατρίδας τους.
Η ελπίδα τους αναζωπυρώνεται, όταν αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ο εξόριστος δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης. Οι έλληνες του Πόντου τον υποδέχονται πανηγυρικά φωνάζοντας: «Ζήτω ο Γερμανός! Ζήτω ο Βενιζέλος!». Μια άλλη, όμως, αποβίβαση στη Σαμψούντα, στις 20 Ιουλίου του 1919, αυτή του Κεμάλ Ατατούρκ, είναι η πρώτη αστραπή που θα φέρει σε λίγο τη μεγάλη μπόρα. Οι Σύμμαχοι τάσσονται με το μέρος του Κεμάλ και λίγους μήνες μετά, ο έλληνας Αρμοστής απαντά στον αρχιερατικό επίτροπο Ματθαίο Κωφίδη, και μέσω αυτού, σε όλους του Ποντίους, ότι καμιά ελπίδα δεν υπάρχει να αποσταλούν στρατιωτικές δυνάμεις στον Πόντο. Ο φλογερός πόθος των ποντίων που «δεν είχαν άλλη φιλοδοξία κι άλλο καημό, παρά να πέσουν μαχόμενοι στα ιερά χώματα των προγόνων τους», δεν μπορούσε να εκπληρωθεί. Δεν είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ούτε τον τρόπο, ούτε τον τόπο του θανάτου τους.
Ο ποντιακός ελληνισμός, αυτός που επιβίωσε της κεμαλικής θηριωδίας, έπρεπε να βγει στην μεγάλη έξοδο από τις πατρογονικές εστίες. Κι εκεί να παλέψει με άλλα «θηρία» που «ζούσαν» στα τούρκικα σαπιοκάραβα, που τους μετέφεραν: τις κακουχίες και τον ξενιτεμό. «Κανένα μαρτύριο δεν έλλειψε εκεί πάνω», γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης, «από την πείνα, τη δίψα, την ξαγρύπνια, την εξάντληση ως την ψείρα, τη βρωμιά και την αρρώστια. Όσοι πέθαιναν τους έριχναν στη θάλασσα». Μακάρι να τελείωνε το μαρτύριο εκεί. Μετά ήταν η Μακρόνησος. Εκεί κατέληγαν οι πρόσφυγες του Πόντου κι έμπαιναν σε καραντίνα.
Η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν έχει Επίλογο. Έχει, όμως, μια τεράστια κληρονομιά, που κληροδοτείται σε όλους μας, ανεξαιρέτως, μέχρι σήμερα. Είναι ο πολιτισμός της Μαύρης Θάλασσας που συνάντησαν, κατά την κάθοδό τους, οι Μύριοι του Ξενοφώντα. Είναι το κράτος του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, που γεννήθηκε από ελληνίδα μάνα και ανατράφηκε με ελληνική παιδεία. Αλλά και ο πυρρίχιος, ο χορός της φωτιάς, που μάθαιναν οι έλληνες του Πόντου στα παιδιά τους, σαν είδος πολεμικής προπόνησης.
Κληρονομιά του Ποντιακού ελληνισμού είναι ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, το μεγάλο τέκνο της Τραπεζούντας και ο ιερομόναχος Νίκων ο Μετανοείτε. Είναι, ακόμη, οι Ακρίτες του Βυζαντίου και τα τραγούδια τους και μεγάλοι ιστορικοί, όπως ο Θεωνάς. Κληρονομιά των Ποντίων είναι οι μεγάλοι δάσκαλοι, φυσικοί, νομικοί, αστρονόμοι, μαθηματικοί, αλλά και η «αχειροποίητη», κατά τον θρύλο, εικόνα της Παναγίας Σουμελά. Κληρονομιά είναι οι 28 αιώνες αδιάλειπτης παρουσίας και ιστορίας του Πόντου.
Μόλις 100 χρόνια πέρασαν από εκείνο τον Μάη και 353.000 επίσημα καταγεγραμμένοι νεκροί κι άλλοι τόσοι ξεριζωμένοι, ζητούν δικαίωση. Ο αριθμός των πραγματικών νεκρών αμφισβητούμενος, των προσφύγων, αβέβαιος και των αγέννητων ψυχών, άγνωστος. Η Μνημοσύνη, που για τους αρχαίους ήταν θεά, για μας είναι σπουδαίο χάρισμα, όταν υπάρχει και μεγάλη τιμωρία, όταν λείψει. Και καθώς εδώ τελούμε μνημόσυνο, ας ευχηθούμε να μη λησμονηθεί ποτέ ο μοναχικός μονοκέφαλος αετός της Τραπεζούντας κι ας σιωπήσουμε, για ν’ αφουγκραστούμε τη λύρα του Πόντου, αυτή που δεν έπαψε να λαλεί αιώνες τώρα, καθώς θα λέει το δικό της μοιρολόϊ :
«…η Ρωμανία επέρασεν, η Ρωμανία επάρθη…».
Σας Ευχαριστώ