Κύριε Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Συζητάμε σήμερα το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων με τίτλο «Εμπορικά σήματα – ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων και της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και άλλες διατάξεις». Ουσιαστικά, πρόκειται για εναρμόνιση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2436, είναι ένα νομοσχέδιο 90 άρθρων.
Αποτελεί βασική αρχή της οικονομικής θεωρίας πως η ορθολογική ρύθμιση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας μπορεί να ενισχύσει την καινοτομία, την τεχνολογική εξέλιξη και, τελικά, την οικονομική ανάπτυξη. Η έλλειψη επαρκούς νομικής προστασίας για τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας συνιστά αντικίνητρο για την έρευνα, αφού χωρίς αυτήν κανένας δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί οικονομικά την καινούργια γνώση που δημιουργεί και γι’ αυτό δεν έχει κίνητρο ώστε να επενδύσει στην έρευνα και την καινοτομία.
Από την άλλη πλευρά, η υπέρμετρη προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας οδηγεί σε νομικά μονοπώλια και περιορίζει τη διάχυση της γνώσης και τον ανταγωνισμό.
Η προστασία των εμπορικών σημάτων πρέπει να συμπορεύεται με την ενίσχυση του ανταγωνισμού και να μην οδηγεί στον περιορισμό του. Όπως είναι προφανές, ένα εμπορικό σήμα δεν μπορεί να είναι ούτε υπερπροστατευόμενο, αλλά ούτε και ευάλωτο. Μια χρυσή τομή είναι αυτή που θα βοηθήσει στη σωστή λειτουργία της οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η ορθολογική νομική προστασία για τα εμπορικά σήματα ενισχύει τη διαφοροποίηση στην αγορά και τον ανταγωνισμό, καθώς επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διεκδικούν ένα μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς μέσα από τη βελτίωση της ποιότητας, της καινοτομίας και των τιμών των προϊόντων και ανταποκρινόμενες καλύτερα στις ανάγκες των καταναλωτών.
Η ορθολογική προστασία, επίσης, των εμπορικών σημάτων βελτιώνει το επίπεδο πληροφόρησης των καταναλωτών για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τους επιτρέπει να λαμβάνουν οικονομικές αποφάσεις που ανταποκρίνονται περισσότερο στα συμφέροντά τους.
Η Ελλάδα, ως χώρα-μέλος της Ε.Ε., εκτός από το εθνικό σήμα έχει και αυτό της Ε.Ε.. Δεν είναι δυνατόν το ένα από τα δύο σήματα να έχει μεγαλύτερη ισχύ ή να τυγχάνει μεγαλύτερης προστασίας, από τη στιγμή που και τα δύο επιτελούν την ίδια συναλλακτική και οικονομική λειτουργία.
Το σύστημα του σήματος της Ε.Ε. θεωρείται το πιο σύγχρονο παγκοσμίως. Υιοθετεί τα πιο σύγχρονα πορίσματα της οικονομικής επιστήμης για την επιρροή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στην οικονομική ανάπτυξη. Αποτελεί, ήδη, σε διεθνές επίπεδο, ένα πρότυπο προς το οποίο επιδιώκουν να συγκλίνουν νομοθετικά όλες οι χώρες, ακόμη και αυτές που δεν είναι μέλη της Ε.Ε.. Όπως είναι προφανές, η σύγκληση του εθνικού σήματος με το σήμα της Ε.Ε. θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αλλοδαπών που έχουν συναλλαγές και επενδύσεις στην Ελλάδα, σε μια χρονική συγκυρία πολύ κρίσιμη για τη χώρα, όπου οι επενδύσεις από το εξωτερικό αποτελούν πλοηγό της ανάπτυξης και οδηγούν σε οριστική έξοδο από την οικονομική κρίση. Ήδη, τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που μετέφεραν στο εσωτερικό τους δίκαιο την Οδηγία 2015/2436 επέλεξαν να μην περιοριστούν σε απλή μεταφορά της Οδηγίας, αλλά να συγκλίνει η νομοθεσία τους και με το σύστημα του σήματος της Ε.Ε. που θεσπίζει ο Κανονισμός 1001/2017.
Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται αφενός η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/2436 για τα εμπορικά σήματα και αφετέρου η προσέγγιση του εθνικού σήματος στο σύστημα του σήματος της Ε.Ε. που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 1001/2017.
Η Οδηγία 2015/2436 εισάγει νέους θεσμούς που ενισχύουν τον ανταγωνισμό, π.χ. περιορίζοντας την προστασία εμπορικών σημάτων που δε χρησιμοποιούνται με την καθιέρωση της ένστασης απόδειξης κρίσης σε όλες τις δικαστικές διαδικασίες για εμπορικά σήματα ή περιορίζοντας την προστασία σημάτων που περιλαμβάνουν στοιχεία που στερούνται διακριτικής ικανότητας και ιδίως προβλέποντας ότι η περιγραφή των προϊόντων και υπηρεσιών για τις οποίες προστατεύεται το σήμα πρέπει να είναι ειδική και συγκεκριμένη. Παράλληλα, η Οδηγία παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες διαφοροποίησης στην αγορά μέσα από την κατοχύρωση νέων μορφών σημάτων, εφόσον έχουν διακριτική ικανότητα, εγκαταλείποντας την προϋπόθεση της γραφικής παράστασης ως απαραίτητο όρο για την προστασία του σήματος και εισάγοντας τον νέο θεσμό των σημάτων πιστοποίησης.
Όλα αυτά, συνιστούν εργαλεία ενίσχυσης της διαφοροποίησης στην αγορά και τελικά του ανταγωνισμού.
Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, επιδιώκεται να ενισχυθεί η διεθνής ομοιομορφία των νομικών κειμένων για τα εμπορικά σήματα.
Ελήφθησαν, επίσης, υπόψη οι διατάξεις του Κανονισμού 1001, του ΄17, για το σήμα της Ε.Ε. και καταβλήθηκε προσπάθεια οι διατάξεις του νομοσχεδίου να ακολουθήσουν τη φραστική διατύπωση των αντίστοιχων διατάξεων του Κανονισμού.
Όπως και στο νομοσχέδιο 4072, του ’12, έτσι και στο προτεινόμενο νομοσχέδιο η διάταξη της ύλης σε κεφάλαια ακολουθεί την διάταξη της ύλης στον Κανονισμό 1001, του ’17, για το σήμα της Ε.Ε..
Επιδιώκεται η προσέγγιση της ρύθμισης, για το εθνικό σήμα στο σύστημα του σήματος της Ε.Ε..
Στην έννομη τάξη μας συνυπάρχουν το εθνικό σήμα και το σήμα της Ε.Ε. και το λεγόμενο «διεθνές σήμα». Το εθνικό σήμα ισχύει εντός της ελληνικής επικράτειας, το σήμα της Ε.Ε. ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 1001 του ΄17, απονέμεται από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας και ισχύει με τρόπο ενιαίο σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε..
Να πάω και σ’ αυτό, που είναι σημαντικό. Για να μπορούν τα πολιτικά δικαστήρια να δικάζουν ανταγωγές, ακύρωση του σήματος, πρέπει ολόκληρη η δικαιοδοσία για την ακύρωση του σήματος να μεταφερθεί από τα διοικητικά δικαστήρια στα πολιτικά. Διαφορετικά, θα διασπάται η ενότητα της κρίσεως και δημιουργείται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί των ιδίων υποθέσεων και μεταξύ των ιδίων διαδίκων από τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια.
Θα μπορούσε δηλαδή η μεν ανταγωγή ακύρωσης του σήματος που ασκείται στα πολιτικά δικαστήρια να απορριφθεί, αλλά η αίτηση ακυρότητας του σήματος που ασκείται σε διοικητική επιτροπή σημάτων και στα διοικητικά δικαστήρια να γίνει δεκτή. Το ενδεχόμενο αυτό προσπαθεί να αποτρέψει το άρθρο 94, παράγραφος 3, του Συντάγματος.
Συνοψίζοντας, οι ρυθμίσεις αυτές διασφαλίζουν ότι δεν είναι δυνατόν το ζήτημα της έκδοσης ή ακυρότητας το σήματος να ανακύψει μεταξύ των ιδίων διαδίκων τόσο στο πλαίσιο ανταγωγής στα πολιτικά δικαστήρια, όσο και στο πλαίσιο αυτοτελούς αίτησης στη διοικητική επιτροπή σημάτων και στα διοικητικά δικαστήρια.
Τα υπόλοιπα στην α΄ και β΄ ανάγνωση κατ΄ άρθρον.
Ευχαριστώ πολύ.