Ομιλία του Θέμη Μουμουλίδη, για τον Μίκη Θεοδωράκη, στην έναρξη του 1ου τριήμερου Συνεδρίου της ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ .Το συνέδριο διοργανώνεται στο Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα 18-20 Μαρτίου.
Θέλω κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω τους διοργανωτές του 1ου Πανελλαδικού Συνεδρίου Κρητικών Σωματείων, για την τιμή που μου κάνουν , να με προσκαλέσουν ως κεντρικό ομιλητή ενός εκ των τριών τιμωμένων Κρητών [Ελευθέριος Βενιζέλος, Οδυσσέας Ελύτης, Μίκης Θεοδωράκης]. Θέλω να ευχηθώ κάθε επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου σας, που άλλωστε αφορά την μακρά κρητική πολιτιστική παράδοση. Βλέπω με χαρά στο τριήμερο πρόγραμμά σας, πως με έμφαση και σωστά, εντάσσετε στο συνέδριό σας και συζητήσεις για την ανάπτυξη και τον πρωτογενή τομέα. Βλέπω πως , και πολύ σωστά, συνδέετε τα προιόντα της κρητικής γης με τον πολιτισμό. Πάγια θέση μου είναι πως ο πολιτισμός μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ισχυρό πυλώνα ανάπτυξης της εθνικής μας οικονομίας και είναι απαραίτητο να συνδέεται με τα προιόντα γης.
Κυρίες και κύριοι,
είναι τιμή να σε καλούν να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που ύμνησε και δόξασε την Ελλάδα όσο ελάχιστοι. Είναι δύσκολο , να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που θαυμάζεις και εκτιμάς, για έναν δημιουργό που είχες την τύχη να συναντηθείς , να συνυπάρξεις και να συνδημιουργήσεις. Ο λόγος βέβαια για τον μεγαλύτερο εν ζωή έλληνα συνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο ζωντανός μύθος του σύγχρονου πολιτισμού μας και ταυτόχρονα, αναπόσπαστο κομμάτι των αγώνων του ελληνικού λαού και -πάνω απ’ όλα- είναι ο τελευταίος εν ζωή μύθος, ένας μύθος που τόσο χρειαζόμαστε στους ύποπτους , σκοτεινούς και ανυποψίαστους καιρούς που ζούμε. Μια σπάνια περίπτωση αυθεντικού λαικού διαννοούμενου αν και γνωρίζω καλά πως με την έκφραση αυτή [του λαικού διανοούμενου] δυσαρεστούνται οι «αυθεντικοί» ακαδημαικοί διαννούμενοι. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο έλληνας δημιουργός , που έλαμψε με τη στάση ζωής του, υπερασπιζόμενος ιδέες αλλά και αισθητικές αναζητήσεις και προτάσεις που έφερε ο ίδιος όχι μόνο στο ελληνικό, αλλά και στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Η ζωή και το έργο του εκφράζουν, αναμφίβολα, την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, ανεξάρτητα από ιδεολογικές προσεγγίσεις. Το έργο του, εμπεριέχεται έστω και ασυνείδητα στο κύτταρο της ελληνικής κουλτούρας. Τα τραγούδια του ενέπνευσαν , εμπνέουν και συμβολίζουν. Παράλληλα η περιπέτεια της ζωής του, ακολουθεί με μαθητική ακρίβεια τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από την καταστροφή της Σμύρνης το ΄22 μέχρι τις μέρες μας.
Είναι λοιπόν, δύσκολο να περιγράψεις σε κάποιες σελίδες, μια ζωή σχεδόν ενός αιώνα. Γιατί από το 1925 που γεννήθηκε, μέχρι σήμερα, ο Μίκης δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πολλαπλασιάζει το χρόνο, συμπυκνώνοντάς τον , άλλοτε σε μια μουσική, άλλοτε σε ένα στίχο ή ένα κείμενο κι άλλοτε πάλι, σε μια δημόσια, αυστηρά πολιτική παρέμβασή του. Αυτή η συμπύκνωση χρόνου υπάρχει και σήμερα, που ο Μίκης μας κοιτάζει από το μπαλκόνι των 90 και πλέον χρόνων του. Αιώνιος έφηβος , ανυπότακτος στο χρόνο και στο σύστημα, δεν σταματά να δρά, να ενεργεί , συνεχίζει να θεωρεί ιερή υποχρέωσή του, την παρέμβασή του στα κοινά, ως υπεύθυνος ενεργός πολίτης, που διακατέχεται από την αγωνία να συμβάλλει , στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου, συναισθανόμενος την υποχρέωση δημόσιου λόγου, που οφείλει να έχει κάθε αυθεντικός δημιουργός. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ανήκει στην κατηγορία των δημιουργών , που γνωρίζουν καλά πως η πραγματική δημιουργία έρχεται ως δώρο στη ζωή και έχει ως στόχο να συμβάλλει στη βελτίωση ενός κόσμου γκρίζου και συχνά ανελέητου. Ανήκει στην κατηγορία των δημιουργών – διαννοούμενων που αντιλλαμβάνονται το πέρασμά τους από τον κόσμο αυτό ως πράξη καθαρά πολιτική . Και αυτές του τις αγωνίες και τους αγώνες πλήρωσε , στις εξορίες και στα βασανιστήρια, καθώς του ήταν αδιανόητο να υποκύψει ή να «συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις»[όπως τραγούδησε αργότερα], πιστεύοντας πως όφειλε υπεύθυνα να πορεύεται παράλληλα και με συνέπεια απέναντι στο έργο του. Κατάφερε όσο ελάχιστοι στην παγκόσμια ιστορία να εκφράσει με το έργο του, τους πόθους, τα όνειρα, τις αγωνίες και τις προσδοκίες ενός ολόκληρου λαού, ενός λαού που ακούμπησε και αγάπησε το έργο του, ταυτίστηκε με τα τραγούδια του και έγραψε μερικές από τις σημαντικότερες σελίδες της ιστορίας του.
Είχα την τύχη να συναντηθώ πολλές φορές μαζί του. Πρωτοσυναντηθήκαμε στα 70α γεννέθλιά του. Μπορώ με κάθε ειλικρίνεια να βεβαιώσω πως μέχρι σήμερα παραμένει όπως ακριβώς τον συνάντησα τότε: Οικείος, ευγενής, πληθωρικός, ονειροπόλος. Μια προσωπικότητα που εκπέμπει φως, μια σκέψη ασύλληπτα σύγχρονη σε κάθε εποχή. Σπάνιο χιούμορ, μοναδική αφηγηματική ικανότητα. Ικανός για όλη τη χαρά, τη συγκίνηση και όλη την αισιοδοξία του κόσμου. Συνεργαστήκαμε σχεδόν καθημερινά , στη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης «Ποιος τη ζωή μου». Μια παράσταση που είδαν περισσότεροι από 200.000 θεατές σε όλη την Ελλάδα, τιμώντας όχι μόνο την παράσταση, αλλά κυρίως τη ζωή το έργο και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ένιωσα στη Μακρόνησο, μαζί με περισσότερους από 8.000 ανθρώπους το ρίγος που μας διαπερνούσε, ακούγοντας στο σκοτάδι του ερημονησιού, τη φωνή του , να προλογίζει την εκεί παράσταση που δινόταν προς τιμή του μεγάλου έλληνα δημιουργού, που βρέθηκε δυο φορές εξόριστος μαζί με χιλιάδες συντρόφους του.
Θα σταθώ σε κάποιες μόνο πλευρές , του έργου και της προσωπικότητάς του. Έτσι λοιπόν , θα σταχυολογίσω στιγμιότυπα και στιγμές του μύθου που τιμάμε απόψε. Θα ξεκινήσω από την προσωπικότητά του, που σμιλεύτηκε από ένα μοναδικό οικογενειακό αλλά και κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Σφυριλατήθηκε από έναν τρόπο ζωής που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά το πείσμα της συνέπειας και την ανάγκη της συνέχειας. Γιατί ο Μίκης από τη γέννησή του μέχρι σήμερα , ακολουθεί με συνέπεια την ιστορία της Ελλάδας, αγωνιά και αγωνίζεται γι αυτήν. Ύψωσε το ποτήρι στο ανέφικτο, και είδε το έργο του να γίνεται αποδεκτό από φίλους και εχθρούς παγκοσμίως.
Γεννιέται το 1925 στη Χίο, από μητέρα πρόσφυγα και πατέρα κρητικό. Οι γονείς γνωρίζονται στη Σμύρνη, όπου ο πατέρας υπηρετεί ως ανώτερος κρατικός υπάλληλος. Θα φύγουν από τη Σμύρνη το 22 και θα βρούν σύντομο λιμάνι στη Χίο. Εκεί θα γεννηθεί ο Μίκης. Στη συνέχεια η παιδική του ηλικία ακολουθεί τις μεταθέσεις του πατέρα, που ως φανατικός βενιζελικός , μετατίθεται άλλοτε ευνοικά και άλλοτε δυσμενώς , ανάλογα με το καθεστώς ή το κόμμα που κυβερνάει την Ελλάδα, θυμίζοντάς μας, την παθογένεια ενός κατεστημένου συστήματος , που αγαπά άλλοτε να ευνοεί και άλλοτε να τιμωρεί. Παιδί ακόμα, στο Αργοστόλι, αγωνίζεται να αποκτήσει ένα βιολί που όμως, δεν μπορούν να του αγοράσουν οι γονείς του.
«Εγώ δεν επέλεξα τη μουσική. Με επέλεξε η μουσική.Σαν παιδί, μου άρεσε πολύ να παίζω ποδόσφαιρο, κρυφτό, να είμαι έξω. Στο Αργοστόλι, έπαθα ξαφνικά μια μελαγχολία που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Και το μόνο πράγμα που ήθελα ήταν να πάρω ένα βιολί. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα και η μόνη μου ελπίδα ήταν τα καλάντα, που τα έλεγα με ένα συμμαθητή μου. Τα είπαμε , αλλά όταν κάναμε την μοιρασιά, κατάλαβα πως δεν φτάνανε για βιολί. Έτσι, αγόρασα δώρα για την οικογένειά μου και για τον εαυτό μου μια μπάλα. Όταν στην Πάτρα τελικά απέκτησα το βιολί, κατάλαβα γιατί με πιάνει αυτή η μελαγχολία. Γιατί έχω μια μουσική στο κεφάλι μου και πρέπει οπωσδήποτε να βγει…
Στο Αργοστόλι , παιδί ακόμα, πιστεύει πως συνάντησε τον μεγάλο του έρωτα, στα μάτια μιας κυρίας ,που είδε στο δρόμο. Την ακολούθησε θαμπωμένος, για να μάθει που κατοικεί. Και την επόμενη νύχτα , τόσκασε και βρέθηκε κάτω από το μπαλκόνι της να της κάνει καντάδα. Μόνο που, καθώς δεν ήξερε άλλο τραγούδι, της τραγούδησε το «η ζωή εν τάφω»…
Το Αργοστόλι ακολουθούν τα Γιάννενα , η Πρέβεζα, η Πάτρα , ο Πύργος και η Τρίπολη… και εκεί , στην Τρίπολη, γνωρίζεται με τον εξαιρετικό όπως ομολογεί κύριο Ευάγγελο Παπανούτσο. Στην Τρίπολη ανακαλύπτει την ελληνική ποίηση, ξεχωρίζοντας την ποίηση, του Γιάννη Ρίτσου, που θα τον σημαδέψει αμετάκλητα. Στην Τρίπολη, στη σκοτεινή αίθουσα ενός κινηματογράφου, θα συναντηθεί για πρώτη φορά με τη συμφωνική μουσική. Η Συνάντησή του αυτή γίνεται στην ταινία «9η Συμφωνία»,και θα τον καθορίσει , καθώς έφηβος πια , συγκλονίζεται από την μαγεία των ήχων της μουσικής του Μπετόβεν. Όμως η Τρίπολη είναι και η αρχή του αντιστασιακού Μίκη. Θα συλληφθεί από τους ιταλούς δύο φορές. Τη δεύτερη μεταφέρεται στην Αθήνα , αιχμάλωτος του ιταλού διοικητή Φεστούτσιο, ο οποίος τον ελευθερώνει λίγο έξω από την Αθήνα, για να τον σώσει, καθώς οι ιταλοί παρέδιδαν πλέον την Τρίπολη στα Γερμανικά στρατεύματα. Στην Αθήνα σπουδάζει με πάθος μουσική και ταυτόχρονα γίνεται μέλος της εθνικής αντίστασης. Τον Δεκέμβριο του 44 , είναι παρών στα γεγονότα της πλατείας Συντάγματος στα Δεκεμβριανά. Γίνεται μάρτυρας ιστορικών στιγμών, που έμελλε να καθορίσουν το μέλλον της Ελλάδας. Ακολουθεί ο εμφύλιος και αρχίζουν η παρανομία και οι εξορίες! Πρώτος σταθμός η Ικαρία. Στο καράβι ταξιδεύοντας ακούει τους τους συγκρατούμενούς να τραγουδούν ακατάπαυστα το «καπετάν Αντρέα Ζέππο». Συνειδητοποιεί τον πόνο και το συναίσθημα του λαικού ήχου. Ανακαλύπτει την γοητεία του ήχου του μπουζουκιού. Το 48, ο τόπος εξορίας αλλάζει. Μακρόνησος. Εκεί θα δει την πρώτη του συμφωνία σε παρτιτούρες να χάνεται άνεμο και να καρφώνεται στα συρματοπλέγματα. Τα βασανιστήρια και οι συνθήκες στη Μακρόνησο απάνθρωπες. Αρρωσταίνει και σχεδόν ετοιμοθάνατος μεταφέρεται σε νοσοκομείο στην Αθήνα μέχρι να αναρρώσει. Ανάμεσα από βασανιστήρια και κραυγές , συνέχισε να ονειρεύεται έναν κόσμο διαφορετικό! Κι όλα: κραυγές, κύματα και ψίθυροι , να γίνονται μουσική στο μυαλό του και κάπως έτσι, πεισματάρης και ανυπότακτος -όπως παραδέχεται σήμερα – άντεξε τα βασανιστήρια.
1948
«Οδός Αγίου Κωνσταντίνου. Απόγευμα. Μας μεταφέρουν από το νοσοκομείο στο Μεταγωγών… Κατηφορίζουμε την Αγίου Κωνσταντίνου… Επιστρέφω στη Μακρόνησο… Στ΄αυτιά μου ένα τραγούδι… Γύρω μας κόσμος πολύς. Άλλοι μας προσπερνάνε αμίλητοι, φοβισμένοι, προσπερνούν βιαστικά, άλλοι μας φτύνουν… μας βρίζουν… Στο απέναντι πεζοδρόμιο, κόσμος… Ανάμεσά τους η Μυρτώ… Κοιταζόμαστε στα μάτια κατηφορίζοντας… Στ΄αυτιά μου το ίδιο πάντα τραγούδι… Σταματάμε το χρόνο… Οι φρουροί μας παίρνουν είδηση… Ανοίγουμε βήμα… Γυρίζω να δω τη Μυρτώ… Πουθενά… Πονάω… Μας στοιβάζουνε με βία σ’ ένα στρατιωτικό φορτηγό… Βραδυάζει! Στα μάτια μου η εικόνα της Μυρτώς… Κι εκείνο το τραγούδι του Τσιτσάνη… / «Χωρίσαμε ένα δειλινό» / έγινε το τραγούδι μου».
Την Μακρόνησο ακολουθεί η περίοδος της Κρήτης. Γαλατάς και Χανιά. Παρέα με τους γονείς και λίγους φίλους. Ο πατέρας δικηγορεί, αλλά χωρίς έσοδο, αφού συχνά υπερασπίζεται πολιτικούς κρατούμενους, καταδικασμένους σε θάνατο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μίκης πως ο πατέρας δικηγορώντας όχι μόνο δεν έπαιρνε χρήματα αλλά έδινε και από τα ελάχιστα που διέθετε η οικογένεια. Η περίοδος της Κρήτης είναι και η αρχή της μεγάλης πορείας του Μίκη προς την ιστορία. Στην Κρήτη απομονωμένος δημιουργεί το μέλλον του. Αντιμετωπίζει τη ζωή με χιούμορ, δίνοντας κουράγιο στους γονείς του, που υποφέρουν καθώς δεν μπορούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Ο Μίκης γίνεται διευθυντής σε ωδείο, και μάλιστα όπως δηλώνει με αυτοσαρκασμό, «διευθυντής ωδείου με ένα μονάχα μαθητή». Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει. Στην Κρήτη ανακαλύπτει τυχαία την ποίηση του μικρότερου αδελφού του Γιάννη. Είναι η εποχή που γράφει το πρώτο του τραγούδι, το «Χάθηκα» ! Το « πρώτο και το τελευταίο» λέει σήμερα, θεωρώντας το «χάθηκα» ως το κορυφαίο του τραγούδι. Είναι η εποχή που στο Γαλατά , θα συνθέσει τον αριστουργηματικό κύκλο τεσσάρων τραγουδιών με τίτλο «Λιποτάκτες», σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη. Αλήθεια ποιος δεν τραγούδησε την «Όμορφη Πόλη»; που γνώρισε εκατοντάδες διασκευές και ερμηνείες σε όλο τον κόσμο. Και ποια είναι η Ομορφη Πόλη για τον Μίκη και τον Γιάννη; Ο μελαγχολικός Γαλατάς; Τα Χανιά; όπου στο λιμάνι τους εργάζεται το Κατινιώ, μια νεαρή πόρνη και πρώτος έρωτας του Γιάννη, και που μια εποχή παράξενη και μελαγχολική σκεπάζει τον έρωτα τους, τα Χανιά όπου στο λιμάνι κατοικούν τα όνειρα νέων και εφήβων, όπου η υγρασία της ποίησης του Γιάννη και οι ολόφρεσκες – μελωδίες του Μίκη , τρυπούν το χρόνο γίνονται τραγούδια στα χείλη εραστών και αγωνιστών, γίνονται ψίθυρος στις εξορίες και κραυγές αγωνίας ενός λαού που ξεσπά , συγκινείται παλεύει και πάλεται τραγουδώντας. Από τα Χανιά και τους «Λιποτάκτες» , μέχρι σήμερα πέρασαν χρόνια. Έγιναν πολλά. Όμως εκείνο που σημάδεψε την περίοδο της Κρήτης είναι η ανάγκη του Μίκη να εκφράζεται μέσα από τα τραγούδια του. Έτσι οι γονείς αποφασίζουν να πουλήσουν το τελευταίο χωράφι τους και να τον στείλουν στην Αθήνα με στόχο να συνεχίσει τις σπουδές του.
1952. Ο Μίκης εργάζεται για λίγο στο κρατικό ραδιόφωνο και στη συνέχεια θα φύγει με υποτροφία στο Παρίσι . Εκεί θα συνειδητοποιήσει τι ακριβώς ήθελε να τολμήσει. Το 1956, επιστρέφοντας για λίγο από το Παρίσι όπου ήδη είναι γνωστός, και εργάζεται ως συνθέτης κυρίως στον κινηματογράφο, γνωρίζοντας πως στις εξορίες βρίσκονται ακόμα, περισσότεροι από 10.000 ανυπεράσπιστοι σύντροφοί του, ζητάει από αγαπημένο του φίλο να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση ώστε να τους δοθεί αμνηστία. Και όταν αυτό δεν γίνεται, αποφασίζει να δώσει φωνή σε κάθε εξόριστο και αδικημένο, μέσα από το τραγούδι του. Είναι η εποχή που ο Μίκης σχεδόν 30 χρονών θα αλλάξει την πορεία της ελληνικής μουσικής. Θα δώσει φωνή στην ελληνική ποίηση -που μεγαλουργεί διαχρονικά- και θα την κάνει τραγούδι στα χείλη ενός ολόκληρου λαού. Έτσι γεννιέται το αριστούργημά του, ο «Επιτάφιος», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, που είναι μόνο η αρχή, μιας ξέφρενης δημιουργικής περιόδου. Έτσι λοιπόν , από ένα πείσμα για έκφραση ενός αδικημένου λαού, από πείσμα και χρέος για δικαίωση αγώνων, για ανάσταση ονείρων, αρχίζει μια περίοδος καταιγιστικής μελοποίησης κορυφαίων ποιημάτων. Σεφέρης, Ελύτης, Λειβαδίτης, Κατσαρός, Βάρναλης, Βρετάκος, Αναγνωστάκης , Λόρκα, Νερούδα και δεκάδες άλλοι, γίνονται κτήμα ενός λαού που ταξιδεύει μαζί με την Ελλάδα και τα όνειρά της.
Η μελοποίηση ποιητικών κειμένων , είναι το μέγα δώρο του Μίκη στο λαό αλλά και στην ποίηση, είναι ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο. Το πάντρεμα ποίησης και μουσικής είναι η κορυφαία επαναστατική πράξη του Μίκη. Η κορυφαία εκδίκηση. Γιατί ποιος άλλος λαός στην ιστορία, πάλαιψε για τα όνειρά του, τραγουδώντας τους ποιητές του, και ποια ποίηση είχε την τύχη να γίνει κτήμα τόσο πολλών ανθρώπων;
Τα κορυφαία έργα ΄Αξιον Εστί, Κάντο Χενεράλ, Επιφάνια, ακολουθούν δεκάδες κύκλοι τραγουδιών, τραγούδια ποταμοί- η νέα φόρμα τραγουδιού που πρότεινε. Και ο Μίκης γίνεται το σύμβολο μιας πατρίδας που ονειρεύεται και ελπίζει. Ανυπόταχτος και ελεύθερος καταφέρνει να έχει μια παράλληλα πορεία στο δημόσιο πολιτικό βίο, και ταυτόχρονα στη δημιουργία. Πρωτοεκλέγεται βουλευτής το 1963 και είναι διαρκώς παρών στους αγώνες ενός λαού και ταυτόχρονα δεν σταματά να φέρνει καθημερινά στο φως καινούργια έργα του, καινούργια τραγούδια, νέα σχέδια, νέες προτάσεις. Και δίπλα του μια ομάδα νεώτερων συνθετών να γεννιέται από την ορμή του. Λεοντής, Μαρκόπουλος , Λοίζος. Ο Μίκης δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει, κείμενα μουσικές τραγούδια , στίχους και να δημοσιοποιεί θέσεις του για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Ένα σπάνιο μείγμα πολιτικού- δημιουργού και διανοούμενου. Είναι ίσως, ο μόνος δημιουργός που τα τραγούδια του έγιναν συνείδηση και ανάγκη ενός λαού, και ταυτίστηκαν με κάθε έννοια αγώνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Υπάρχουν χιλιάδες ανέκδοτες ιστορίες για τον Μίκη. Θα κλείσω με δυο ιστορίες που νομίζω πως τον χαρακτηρίζουν ως προσωπικότητα. Λίγα χρόνια μετά το τέλος της χούντας, κάπου στο κέντρο της Αθήνας, συνάντησε έναν από τους δεσμώτες του στην Μπουμπουλίνας. Τον χαιρέτησε ευγενικά . Ο άλλος ξαφνιάστηκε. Φοβήθηκε. Μίλησαν για λίγο και στο τέλος ο Μίκης του ζήτησε τη διεύθυνσή του , εκείνος την έδωσε διστακτικά. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μίκης επισκεπτόταν τον δεσμώτη του στο σπίτι του, φορτωμένος δώρα, κάνοντάς τον να αισθάνεται μια αμήχανη ευγνωμοσύνη, τέτοια που κανείς δεσμώτης δεν χάρισε ποτέ σε κρατούμενό του. Και βέβαια χαρακτηριστική είναι η ατάκα του Μίκη προς τους βασανιστές του , κατά τη διάρκεια της κράτησής του στην Μπουμπουλίνας. Τον βασάνιζαν βρίζοντάς τον με ακατονόμαστες εκφράσεις: «Κύριοι», τους φωνάζει , «μη μου μιλάτε στον ενικό! Παρακαλώ να μου απευθύνεστε και να με βασανίζετε στον πληθυντικό»…
Κυρίες και κύριοι,
θα μπορούσε να είναι ταινία, να είναι παράσταση πολλών ωρών, να είναι σειρά βιβλίων η μυθιστορηματική ζωή του. Έγιναν όλα. Και σίγουρα έρχονται κι άλλα πολλά. Γράφτηκαν πολλά και θα γραφούν περισσότερα. Όμως όσα και αν γραφτούν θα είναι ανίκανα, να περιγράψουν την εμπειρία μιας συνάντησης με τον Μίκη Θεοδωράκη. Θα είναι λίγα, καθώς θα περιορίζονται σε στιγμές μονάχα ή περιοχές της σπάνιας προσωπικότητας και του μοναδικού του έργου. Άλλωστε πώς να περιγράψεις τον Ήλιο και τον Χρόνο; Γιατί ο Μίκης όπως ο ήλιος και ο χρόνος δεν μπορούν να αιχμαλωτιστούν, σε ένα βλέμα, σε λίγες σελίδες, σε λίγες στιγμές. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι η ζωντανή μας ιστορία, και ως λαός του οφείλουμε τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μας. Θα χρειαστούν χρόνια πολλά για να καταγραφούν , αλλά κυρίως να γίνουν συνείδηση , όσα μας χάρισε με το έργο, τη σκέψη και τους αγώνες του ο Μίκης Θεοδωράκης
Σας ευχαριστώ