Σήμερα κλείνει ένας μεγάλος κύκλος πολιτικού και οικονομικού παραλογισμού και αταβισμού. Ο κύκλος που ανοίγει είναι γεμάτος προκλήσεις για τη νέα κυβέρνηση, η οποία καλείται να διαχειριστεί μια δύσκολη κατάσταση σε ένα προκαθορισμένο περιβάλλον, το οποίο διαμόρφωσε με ευθύνη της η προηγούμενη κυβέρνηση. Το περιβάλλον αυτό μάλιστα δεν ήταν το αποτέλεσμα της συμφωνίας με τους δανειστές στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή αλλά η διαστρέβλωση του ορθολογισμού και η υιοθέτησή του με γνώμονα τον επικοινωνιακό τρόπο που ήθελε η κυβέρνηση και όχι με το τι συμφέρει εθνικά. Έτσι φτάσαμε σε μια παραδοξολογία δίχως τέλος όπου μια λύση δεν προκρίνονταν εξ’ αρχής αλλά ερχόταν στη συνέχεια με άλλο τρόπο, διαστρεβλωμένη, λιγότερο συμφέρουσα άλλα προσαρμοσμένη επικοινωνιακά στο προφίλ της απερχόμενης κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα είναι πως για όλα τα κρίσιμα ζητήματα που έχει μπροστά της η νέα κυβέρνηση να διαχειριστεί, να έχουν εφαρμοστεί οι χειρότερες δυνατές λύσεις, και μάλιστα στα περισσότερα απ’ αυτά η κατάσταση να είναι μη αναστρέψιμη.
Στο ένα σκέλος η Ελλάδα καλείται να αναδιαπραγματευτεί την μετα-μνημονιακή της παρακολούθηση, επιδιώκοντας την τροποποίηση των συμφωνημένων όρων (δημοσιονομικών στόχων) του ληγμένου μνημονίου, έτσι ώστε να της δοθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος (και χρόνος) για να ορθοποδήσει. Ωστόσο αυτό προσκρούει σε δύο πολύ σημαντικά εμπόδια, που προς το παρόν μοιάζουν αξεπέραστα:
Το ένα αφορά τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και συγκεκριμένα στη μορφή που αυτή λαμβάνει, αφού πλέον η βασική λογική ολοκλήρωσης είναι αυτή της μεταβλητής γεωμετρίας, σύμφωνα με την οποία οι ικανότεροι προχωρούν σε ένα στενότερο επίπεδο συνεργασίας. Όμως εκείνοι που μένουν πίσω, δεν διευκρινίζεται μέχρι στιγμής αν θα έχουν τη δυνατότητα να έχουν ως νόμισμά τους το Ευρώ. Καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση αυτή θα είναι τόσο ο βαθμός πίεσης που θα ασκήσουν τα αδύναμα μέλη του Ευρώ κατά τις επικείμενες διαπραγματεύσεις όσο και μια ενδεχόμενη νέα κρίση, η οποία θα έχει τις ρίζες της αυτή τη φορά στον Αμερικανικό προστατευτισμό των τελευταίων ετών αλλά και στην πρόσφατη πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (που άσκησε δια των μη συμβατικών εργαλείων νομισματικής πολιτικής).
Το άλλο εμπόδιο έχει να κάνει με το είδος των δεσμεύσεων που μας κληρονομεί η προηγούμενη κυβέρνηση. Συγκεκριμένα η απερχόμενη κυβέρνηση δεν δέχθηκε να χρησιμοποιήσει κάποια από τα εργαλεία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για την απόσβεση τυχόν κραδασμών στο προσεχές μέλλον, θεωρώντας ότι αυτό θα της στοιχήσει πολιτικά, αδιαφορώντας για το οικονομικό κόστος των επιλογών της. Αντί αυτού επέλεξε την εκ των προτέρων υιοθέτηση μέτρων μέσω ενός συμπληρωματικού Μνημονίου (3 plus) και την λήψη ενός μαξιλαριού ρευστότητας. Αυτό το άκαμπτο σε σχέση με την ECCL μοντέλο, μπορεί να διασφάλισε τα χρήματα για τις δανειακές ανάγκες της χώρας τους επόμενους μήνες αλλά δεν την κατέστησε άξια φερεγγυότητας. Το αποτέλεσμα είναι τα ομόλογά μας ακόμη να αξιολογούνται σε μη επενδύσιμη βαθμίδα, ενώ τα χρήματα τα οποία έχουμε διαθέσιμα (και στα οποία έχουμε πρόσβαση) να είναι συγκεκριμένα και ορισμένα.
Αυτή η εναλλακτική επιλέχθηκε ως Plan B από τους δανειστές καθώς έβλεπαν πως δεν υπήρχε περίπτωση η κυβέρνηση να ακολουθήσει τον «λογικό» δρόμο και να επιλέξει την αξιοποίηση ενός εκ των εργαλείων του ΕΜΣ (τον οποίο παρεμπιπτόντως πρότεινε και ο Κεντρικός μας Τραπεζίτης) ώστε να έχει ένα δίχτυ ασφαλείας και ταυτόχρονα να επιταχύνει την επάνοδό της στις αγορές, όπως και οι υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης που ήταν σε πρόγραμμα. Έτσι χάθηκε και η δυνατότητα συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (κάτι που θα διευκόλυνε τον τραπεζικό δανεισμό) ενώ το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι η μεταγενέστερη δυνατότητά μας να κάνουμε χρήση της βοήθειας σε μια ενδεχόμενη κρίση, διασφαλίζοντας παράλληλα την παραμονή μας στην Ευρωζώνη.
Και τον παράγοντα αυτό δεν πρέπει να τον αγνοούμε. Δεν διαφαίνεται μια ήρεμη περίοδος τα επόμενα χρόνια στη διεθνή και Ευρωπαϊκή οικονομία για λόγους που δεν θα αναπτύξω εδώ. Αντιθέτως εισερχόμαστε σε μια κρίσιμη περίοδο η οποία δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε έκτακτες καταστάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα πλήξουν τη χώρα μας. Και καθώς δεν είμαστε θωρακισμένοι, θα κληθούμε να προστρέξουμε για βοήθεια στους εταίρους μας με διαφορετικούς όρους από ότι αν κάναμε χρήση των εργαλείων του ΕΜΣ.
Ο ΕΜΣ, με τον τρόπο που διαμορφώνεται τους τελευταίους μήνες, αλλά και καθώς στο τιμόνι της ΕΚΤ βρίσκεται η εμπνευστής του «μορατόριουμ αποπληρωμών» του χρέους μας που διέρρευσε σε Έκθεσή του το ΔΝΤ το 2016, μπορεί να οδηγήσει σε μια ολέθρια κατάσταση για τη χώρα μας σε περίπτωση νέας κρίσης: Να μην έχουμε ούτε καν τη δυνατότητα να επιλέξουμε την παραμονή μας ή μη στην Ευρωζώνη. Κι αυτό διότι δεν θα τίθεται ζήτημα λήψης μέτρων ή υιοθέτησης ενός ακόμη μνημονίου, αλλά επίτευξης συγκεκριμένων δημοσιονομικών μεγεθών που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο επίπεδο της Ευρωζώνης που θα προχωρά με τους ικανούς. Με απλά λόγια, σε μια επόμενη κρίση (για την οποία ενδεχομένως δεν θα είναι υπεύθυνη αυτή τη φορά η Ελληνική οικονομία), εφόσον η χώρα μας πληγεί, θα έχουμε την μοναδική επιλογή υπαγωγής στο νέο καθεστώς του ΕΜΣ αλλά χωρίς Ευρώ. Άλλη εναλλακτική δεν υπάρχει.
Στο άλλο σκέλος, η Ελλάδα καλείται να πείσει τους δανειστές (και να ξεγελάσει τον εαυτό της) πως το χρέος της δεν χρειάζεται τέτοια παρέμβαση που να θέτει σε κίνδυνο την παραμονή της στην Ευρωζώνη. Με τον δεύτερο υψηλότερο παγκοσμίως λόγο χρέους προς ΑΕΠ, και την κα Λαγκάρντ να έχει έτοιμο στα συρτάρια της το ελληνικό time out από το Ευρώ, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για τη νέα κυβέρνηση, και ιδίως για τον νέο Πρωθυπουργό, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να κληθεί να λάβει δύσκολες αποφάσεις χωρίς να ευθύνεται για την κατάσταση που παραλαμβάνει.
Του Γιάννη Τζιουρά
Διεθνολόγος- Πολιτικός επιστήμονας
Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ